Οι παραπάνω περιοχές, αποικίες της Γαλλίας από το 17ο αιώνα, που προσαρτήθηκαν σε αυτήν στα μέσα του 20ού αιώνα ως «υπερπόντια διαμερίσματα», είναι παραδείγματα ενός νεοαποικιακού καθεστώτος που έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με το καθεστώς της διακηρυσσόμενης ισότητας με τη «μητρόπολη» Γαλλία που, τυπικά, τους αναγνωρίζεται. Οι κινητοποιήσεις στη Γουαδελούπη είχαν ξεκινήσει από το Νοέμβρη/Δεκέμβρη με διαμαρτυρίες ενάντια στα κλειστά βενζινάδικα και τις υψηλές τιμές στα ελάχιστα ανοιχτά σημεία άντλησης καυσίμων. Γρήγορα μετατράπηκαν σε ένα ευρύτερο κίνημα με διεκδικήσεις, όπως αυξήσεις μισθών και ενάντια στις υψηλές τιμές στα βασικότερα προϊόντα πρώτης ανάγκης. Εδώ και πολύ καιρό, οι τιμές των τροφίμων στα «υπερπόντια διαμερίσματα» είναι σημαντικά ακριβότερες απ' αυτές των ίδιων προϊόντων στη «μητρόπολη» Γαλλία.
Η δικαιολογία για τις υψηλές τιμές που προβάλλουν οι μεγάλες εμπορικές εταιρείες είναι ότι τα περισσότερα τρόφιμα εισάγονται και συνεπώς το επιπλέον κόστος μεταφοράς τους τις αυξάνει, ενώ οι πληγέντες εργαζόμενοι είναι πεπεισμένοι ότι αυτές οι εταιρείες εκτινάσσουν, κατά βούληση, τις τιμές στα ύψη, καθώς λόγω της μονοπωλιακής τους θέσης στις εισαγωγές - εξαγωγές του νησιού κινούνται με γνώμονα το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος. Η πεποίθηση εξαπλώθηκε γρήγορα και στηρίζεται και στο γεγονός ότι οι εν λόγω εταιρείες βρίσκονται στα χέρια ολίγων οικογενειών, των Bekes, που, ας σημειωθεί, αποτελούν το 1% (!) του πληθυσμού. Beke είναι ο κρεολικός ορισμός για τους απογόνους των πρώην δουλοκτητών και αποικιακών μεγαλοκτηματιών, που ελέγχουν την οικονομία του νησιού εδώ και πολλούς αιώνες. Ετσι, σύντομα οι κινητοποιήσεις, που είχαν ως αφετηρία κοινωνικές αιτίες, πήραν το χαρακτήρα ενός κινήματος ενάντια στην περιφρόνηση του κρεολικού πληθυσμού (σ.σ. κρεόλ-μείξη Γάλλων και αυτοχθόνων στις πρώην γαλλικές αποικίες). Οι κοινωνικές, ταξικές αντιθέσεις συνδέθηκαν με τον αγώνα για την ισότητα όλων των κατοίκων ανεξάρτητα από την καταγωγή, τη γλώσσα και το χρώμα του δέρματος, ενάντια στα απομεινάρια της αποικιοκρατίας και τα συνεχιζόμενα προνόμια της ολιγαρχίας. Από τις 20 του Γενάρη, το κίνημα στη Γουαδελούπη, που συσπειρώνει πάνω από 50 μαζικές, λαϊκές οργανώσεις, συνδικάτα, πολιτιστικούς συλλόγους και πολλά ντόπια πολιτικά κόμματα, μεταξύ των οποίων και το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γουαδελούπης, φέρει το όνομα στα κρεολικά «Liyannaj kont pwafitason» (LKP), που σε ελεύθερη μετάφραση είναι «Ενωση ενάντια στην κερδοφορία».
Η κυβέρνηση Σαρκοζί στην αρχή έδειξε να αδιαφορεί. Στη συνέχεια έστειλε τον αρμόδιο για τα «υπερπόντια διαμερίσματα» υφυπουργό Γιεγκό επί τόπου για να πετύχει μία «συνεννόηση», σύντομα, όμως, και εν μέσω των συνομιλιών τον ανακάλεσε. Η συνέπεια ήταν η περαιτέρω όξυνση της κατάστασης, ενώ μετά τις 5 του Φλεβάρη, οπότε κήρυξε και η Μαρτινίκα γενική απεργία και η κατάσταση απειλούνταν να τεθεί εκτός ελέγχου, ο Γάλλος Πρόεδρος, Σαρκοζί, αφού προηγουμένως είχε στείλει δυνάμεις για την άγρια καταστολή των κινητοποιήσεων, με αποτέλεσμα έναν νεκρό συνδικαλιστή και πολλούς τραυματίες, αποφάσισε να παρέμβει προσωπικά. Σε μία συνάντηση με βουλευτές των «υπερπόντιων διαμερισμάτων» και σε μία τηλεοπτική ομιλία, δήλωνε, με περίσσιο λαϊκισμό, «κατανόηση» για τα αιτήματα των εξεγερμένων και τη βούλησή του για διευθέτηση των προβλημάτων, χωρίς, ωστόσο, να προβεί σε συγκεκριμένες δεσμεύσεις. Υποτίθεται ότι η κυβέρνηση θα διαθέσει ποσό ύψους 580 εκατ. ευρώ για όλα τα γαλλικά «υπερπόντια διαμερίσματα» ώστε να μετριαστούν οι συνέπειες από την οικονομική κρίση.
Τελικά, μετά από 37 μέρες γενικής απεργίας στη Γουαδελούπη και 27 μέρες στη Μαρτινίκα οι αγωνιστικές κινητοποιήσεις είχαν αποτέλεσμα, καθώς την πρώτη βδομάδα του Μάρτη υπογράφηκε κατ' αρχήν συμφωνία για την αύξηση των κατώτατων μισθών κατά 200 ευρώ καθαρά για όσους εργαζόμενους δε λαμβάνουν πάνω από το 1/4 του κρατικά καθορισμένου κατώτατου μισθού (μισθοί από 900 έως 1.400 ευρώ το μήνα). Φυσικά, με την υπογραφή της παραπάνω συμφωνίας μεταξύ των διαμεσολαβητών από το Παρίσι και των τοπικών αρχών δεν έχουν ρυθμιστεί όλα τα αιτήματα του κινήματος LKP. Ο ηγέτης του κινήματος, Ελιε Ντομότα, χαρακτήρισε τη συμφωνία μία «πρώτη επιτυχία», ενώ άφησε ανοιχτό το θέμα της συνέχισης των αγωνιστικών κινητοποιήσεων, καθώς μόνο τρεις μικρότεροι σύνδεσμοι επιχειρηματιών αποδέχτηκαν τη συμφωνία, ενώ οι μεγαλύτεροι σύνδεσμοι, όπως ο MEDEF και ο CGPME, δεν την αποδέχονται. Τελικά, η παραπάνω συμφωνία επιτεύχθηκε όταν η γαλλική κυβέρνηση δήλωσε την πρόθεσή της, για μία μεταβατική περίοδο τριών χρόνων, να πληρώνει 100 ευρώ ανά εργαζόμενο ως «ειδική βοήθεια απασχόλησης», ενώ οι τοπικές αρχές θα καταβάλλουν άλλα 50 ευρώ, οπότε οι επιχειρηματίες θα πληρώνουν τελικά μόνο 50 ευρώ ανά εργαζόμενο.
Και η συμφωνία που υπογράφτηκε στη Μαρτινίκα προβλέπει αύξηση των κατώτατων μισθών κατά 200 ευρώ, αφήνοντας ωστόσο ανοιχτά πολλά άλλα αιτήματα των συνδικάτων που συσπειρώθηκαν στο «Κίνημα της 5ης του Φλεβάρη».