Πρώτο μέρος
«Οι υπερασπιστές του καπιταλιστικού συστήματος, οι ρεφορμιστές και οι οπορτουνιστές ρίχνουν τις ευθύνες στη διαχείριση που επέλεξαν φιλελεύθερα ή σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, προκειμένου να αθωώσουν το καπιταλιστικό σύστημα, να εμφανίσουν το πρόβλημα της κρίσης ως αποτέλεσμα της υποκειμενικής επιλογής του ενός ή του άλλου αστικού κόμματος ή σε παρέκκλιση από το δήθεν υγιές καπιταλιστικό σύστημα. Εξ ου και έγινε προκλητική κατάχρηση των όρων "καζινοκαπιταλισμός", "ακραία ελεύθερη αγορά" κλπ. Επιδιώκουν σταθερά να κρύψουν ότι οι κρίσεις είναι αναπόφευκτες γιατί στη φύση του καπιταλιστικού συστήματος είναι η αναρχία, η ανισομετρία στην ανάπτυξη κλάδων και τομέων, η υπόσκαψη της αγοραστικής ικανότητας των εργαζομένων, το κυνήγι της ανταγωνιστικότητας. Το ζήτημα δεν είναι, βέβαια, μόνο θεωρητικό. Μέσα από την παραποίηση του χαρακτήρα της κρίσης επιδιώκεται να συρθεί ο εργαζόμενος λαός στην αποδοχή των διαχειριστικών μέτρων που προτείνονται. Ρίχνουν βάρος να εξασφαλίσουν τη συμμαχία των μεσαίων στρωμάτων»1.
Με την εκδήλωση της διεθνούς καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, η σοσιαλδημοκρατία επιχείρησε να διαφοροποιηθεί από τη φιλελεύθερη διαχείριση, την οποία υπηρέτησε αξιόπιστα. Αξιοποιώντας τις νέες ανάγκες μιας ενισχυμένης κρατικής επενδυτικής παρέμβασης για την αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου, πρόβαλε ένα δήθεν διαφορετικό δρόμο ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας: Υποστήριξε ότι έχει βρει μια νέα συνταγή για την αναλογία κράτους-ρύθμισης, που υπόσχεται τη δυνατότητα εξασφάλισης χωρίς παύσεις οικονομικής ανάπτυξης, χωρίς οικονομικές κρίσεις, χωρίς όξυνση της εκμετάλλευσης και χωρίς εξαθλίωση της εργατικής τάξης. Φυσικά, η «νέα» πρόταση της σοσιαλδημοκρατίας αφήνει στο απυρόβλητο τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής και την κερδοφορία του κεφαλαίου, αφού ο βασικός στόχος και της σοσιαλδημοκρατίας είναι η διάσωσή τους. Σε αυτό τον άξονα η σοσιαλδημοκρατία με ποικίλες μορφές και τρόπους επιχειρεί να πείσει τις εργατικές-λαϊκές μάζες ότι για την κρίση ευθύνεται αποκλειστικά ο «νεοφιλελευθερισμός», ενώ η ίδια διαθέτει τη συνταγή ενός «υγιούς καπιταλισμού». Ετσι, η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία συγκάλεσε ένα διεθνές συμπόσιο, που έλαβε χώρα στο Μέγαρο Μουσικής στην Αθήνα, το Μάη του 2009, με θέμα «Η σοσιαλδημοκρατία και οι προκλήσεις του μέλλοντος». Στο συμπόσιο προβλήθηκαν οι άξονες αυτής της «νέας» συνταγής σε οικονομικό αλλά και σε πολιτικό επίπεδο, ενώ έγινε και μια συστηματική προσπάθεια στοχοποίησης του «νεοφιλελευθερισμού» ως μήτρας όλων των δεινών. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και το πρόγραμμα-διακήρυξη του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος για τις ευρωεκλογές του Ιούνη του 2009, στο οποίο η «νέα» πρόταση της σοσιαλδημοκρατίας πήρε τη μορφή πανευρωπαϊκού μανιφέστου. Αξιοσημείωτη είναι, τέλος, και η συγκρότηση από τη Σοσιαλιστική Διεθνή μιας επιτροπής «σοφών», υπό τον καθηγητή Τζόζεφ Στίγκλιτζ, η επιτροπή «για την παγκόσμια μεταρρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και τους κανόνες που πρέπει να υιοθετήσουμε ώστε να υπάρξει μια σωστή αξιοποίηση των πόρων, των δυνατοτήτων που έχει η ανθρωπότητα»2, όπως δήλωσε στο συμπόσιο της Αθήνας ο Γ. Παπανδρέου. Αυτή η επιτροπή στοχεύει στη θεμελίωση της νέας «εναλλακτικής» πρότασης της σοσιαλδημοκρατίας ως προς το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Φυσικά, η προσαρμογή αυτή των θέσεων της σοσιαλδημοκρατίας είναι σε διαρκή εξέλιξη.
Αφετηριακή ιδέα της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατικής πρότασης που προβλήθηκε και στο συμπόσιο του Μεγάρου Μουσικής στην Αθήνα είναι η αναγκαιότητα και η δυνατότητα φιλολαϊκής ρύθμισης της αγοράς τόσο στο εθνικό όσο και στο διεθνές επίπεδο. Στο συμπόσιο της Αθήνας ο πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, Γ. Παπανδρέου, κατέκρινε για μια ακόμα φορά την «ανεξέλεγκτη λειτουργία της λεγόμενης ελεύθερης αγοράς» και την «τεράστια συγκέντρωση πλούτου... και εξουσίας»3, ενώ αναφέρθηκε στο προτεινόμενο νέο προοδευτικό μοντέλο της δημοκρατικής Ευρώπης. Στην ίδια κατεύθυνση, η επεξεργασία της επιτροπής Στίγκλιτζ αποδίδει τη διεθνή οικονομική κρίση στη χαλαρή νομισματική πολιτική, το ανεπαρκές ρυθμιστικό πλαίσιο και την έλλειψη ελέγχων στις ΗΠΑ, ισχυριζόμενη ότι η κρίση αποκάλυψε αδυναμίες του νεοφιλελεύθερου οικονομικού δόγματος που υποστηρίζει ότι οι αγορές από μόνες τους είναι αποδοτικές και αυτοεπιδιορθούμενες. Ο καθηγητής Γκαλμπρέιθ αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «υπάρχει επιστροφή σε ένα αποτελεσματικό κράτος με τέτοιο ρόλο ώστε να εξασφαλίζεται η ισορροπία μεταξύ της ζήτησης και της προσφοράς»4.
Ιδεολογικό πυρήνα της σοσιαλδημοκρατικής τοποθέτησης συνιστά η θέση περί ρύθμισης της καπιταλιστικής αγοράς με σκοπό την υπέρβαση των προβλημάτων που η ίδια δημιουργεί. Η άποψη δεν είναι καινούρια. Αποτελεί εδώ και πολλές δεκαετίες θεωρητικό αξίωμα που διδάσκει ότι μια σειρά φαινόμενα, που παράγονται από την ίδια την αγορά, στρεβλώνουν τη λειτουργία της και συνεπώς ακυρώνουν την ικανότητα που διαθέτει η αγορά να κατανείμει βέλτιστα τους πόρους.
Χαρακτηριστική επί του θέματος είναι η άποψη του Τ. Γιαννίτση στο συμπόσιο της Αθήνας: «Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι το ορθολογικό μοντέλο που θέλει να αντιπροσωπεύει η αγορά παγιδεύτηκε σε έναν ακραίο ανορθολογισμό: Να διογκώνονται οι συναλλαγές για περιουσιακά στοιχεία και να διογκώνονται οι αξίες των στοιχείων αυτών»5.
Η αγορά θεωρείται ως το ορθολογικό στοιχείο, πάνω στο οποίο οργανώνεται η κοινωνική παραγωγή και της οποίας υπονομεύεται η λειτουργία της, όταν οι κερδοσκοπικές τάσεις αυτονομηθούν. Αυτή η λαθεμένη θέση είναι εσωτερικά αντιφατική και η αντίφαση αυτή χαρακτηρίζει τη σοσιαλδημοκρατική αντίληψη συνολικά. Το κέρδος είναι ο σκοπός της καπιταλιστικής παραγωγής και η κερδοσκοπία είναι η ουσία της, από την εμφάνισή της. Τα προϊόντα παράγονται ως εμπορεύματα από την εργατική δύναμη-εμπόρευμα για να αποφέρουν καπιταλιστικό κέρδος. Ετσι, η κυριαρχία του κέρδους, το κέρδος ως σκοπός της παραγωγής, χαρακτηρίζει την καπιταλιστική παραγωγή ενδογενώς. Συνεπώς, το δίλημμα περί κυριαρχίας ή μη του κέρδους στην καπιταλιστική παραγωγή είναι αποπροσανατολιστικό, αφού η κυριαρχία του είναι άρρηκτα δεμένη με την ίδια τη φύση της καπιταλιστικής παραγωγής και η μοναδική φιλολαϊκή λύση βρίσκεται ακριβώς στην άρνηση της ίδιας της καπιταλιστικής παραγωγής, στο επαναστατικό άλμα για το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό.
Η βασική θέση της σοσιαλδημοκρατίας συμπυκνώνεται στην ανάγκη προστασίας της αγοράς από τέτοιου τύπου στρεβλώσεις και είναι φανερό ότι η άποψη αυτή δεν κάνει τίποτ' άλλο παρά να κινείται στην κατεύθυνση διασφάλισης της λειτουργίας της αγοράς, διασφάλισης δηλαδή της διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Οι κρίσεις θεωρούνται από τη σοσιαλδημοκρατία αποτέλεσμα ελλιπών ρυθμίσεων ή, κατά τον καθηγητή Στίγκλιτζ, αποτέλεσμα ασυμμετριών στην πληροφόρηση ανάμεσα στους οικονομικούς παίκτες. Είναι μια θέση υπεράσπισης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αφού η ανταγωνιστική αγορά εμπορευμάτων - φυσικά και εργατικής δύναμης - θεωρείται ως η φυσική διαδικασία, με την οποία κινείται η οικονομία. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη η κατάλληλη κρατική ρύθμιση μπορεί να θέσει τελικά την αγορά στην υπηρεσία των λαϊκών αναγκών.
Ομως, όσο και εάν η αγορά στολίζεται με επιθετικούς προσδιορισμούς, όπως «ασύδοτη - ανεξέλεγκτη» αγορά, η πώληση της εργατικής δύναμης, η απόσπαση υπεραξίας, η αναπαραγωγή του κεφαλαίου και η εξαθλίωση της εργατικής τάξης είναι οι νόμοι της. Οι οικονομικές κρίσεις, στις οποίες αποκαλύπτεται ο αντιφατικός χαρακτήρας του καπιταλισμού, δεν οφείλονται σε εκτροπές της λειτουργίας της αγοράς ή στην εξασθένιση των κρατικών ρυθμίσεων, όπως πρεσβεύει η σοσιαλδημοκρατία, αλλά, αντίθετα, είναι αποτέλεσμα της ίδιας της άναρχης καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ετσι, όσο και αν οι απολογητές του συστήματος ονειρεύονται καπιταλιστική οικονομία χωρίς κρίση, η πραγματικότητα έρχεται να τους διαψεύσει κατηγορηματικά. Οσο και εάν θεωρητικοί της σοσιαλδημοκρατίας, όπως ο καθηγητής Γκαλμπρέιθ, χαρακτηρίζουν τη σημερινή οικονομική κρίση σαν «ξεκάθαρο καρπό, καθαρό αποτέλεσμα της νεοφιλελεύθερης θεώρησης του κόσμου»6,τα γεγονότα έρχονται να τους διαψεύσουν. Τις προηγούμενες δεκαετίες, επί σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων, με σχετικά διευρυμένες δημόσιες υπηρεσίες στους τομείς της Υγείας και της Παιδείας και εκτεταμένη δράση κρατικών επιχειρήσεων στην παραγωγή, εκδηλώθηκαν σοβαρές κρίσεις, π.χ., κρίση του 1973, υπό κυριαρχία κεϋνσιανής κατεύθυνσης στην οικονομική πολιτική.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
(το κείμενο βασίζεται σε άρθρο των Γρηγόρη Λιονή και Νίκου Καραθανασόπουλου που δημοσιεύθηκε στην ΚΟΜΕΠ, τεύχος 5 του 2009)
Σημειώσεις:
1. Εισήγηση της ΚΕ του ΚΚΕ στο 18ο Συνέδριο για τον «Απολογισμό από το 17ο Συνέδριο και τα καθήκοντα του Κόμματος έως το 19ο Συνέδριο», σελ. 7.
2.Συμπόσιο των Αθηνών, «Η σοσιαλδημοκρατία και οι προκλήσεις του μέλλοντος», ομιλία Γ. Παπανδρέου, Μέγαρο Μουσικής, 12 Μάη 2009.
3. Συμπόσιο των Αθηνών, «Η σοσιαλδημοκρατία και οι προκλήσεις του μέλλοντος», ομιλία Γ. Παπανδρέου, Μέγαρο Μουσικής, 12 Μάη 2009.
4. Συμπόσιο των Αθηνών. «Η σοσιαλδημοκρατία και οι προκλήσεις του μέλλοντος», ομιλία Τζ. Γκαλμπρέιθ, Μέγαρο Μουσικής, 12 Μάη 2009.
5.Συμπόσιο των Αθηνών, «Η σοσιαλδημοκρατία και οι προκλήσεις του μέλλοντος», ομιλία Τ. Γιαννίτση, Μέγαρο Μουσικής, 12 Μάη 2009.
6. Συμπόσιο των Αθηνών, «Η σοσιαλδημοκρατία και οι προκλήσεις του μέλλοντος», ομιλία Τζ. Γκαλμπρέιθ, Μέγαρο Μουσικής, 12 Μάη 2009.