Η αυστηροποίηση των πολιτικών λιτότητας από τη μια και το οριστικό τσάκισμα των εργασιακών και συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων περιγράφονται στις αποφάσεις της Συνόδου
Eurokinissi |
(Του απεσταλμένου μας Παναγιώτη ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ).--
Με δοσμένους τους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς που οξύνονται σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, μπροστά στις διαφαινόμενες ανακατατάξεις στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική πυραμίδα και σε μια προσπάθεια να διασφαλίσουν τα ευρωενωσιακά μονοπώλια, οι ηγέτες των κρατών - μελών της ΕΕ ενέκριναν χτες την αντιλαϊκή στρατηγική «ΕΕ 2020».
Αποφάσισαν, ταυτόχρονα, να επιβάλουν πρόσθετα μέτρα λιτότητας σε βάρος των λαών της Ευρώπης, στο πλαίσιο της λεγόμενης «οικονομικής διακυβέρνησης» της ΕΕ. Η ελληνική κυβέρνηση υποστήριξε τους παραπάνω στόχους και μαζί με τα κόμματα του ευρωμονόδρομου είναι πολιτικά συνένοχη στην επίθεση που θα ενταθεί σε βάρος των λαών.
Οι διαπραγματεύσεις στις Βρυξέλλες και τα συμπεράσματα της Συνόδου δεν μπορούν παρά να αποτυπώνουν τους ανταγωνισμούς ανάμεσα στο κεφάλαιο της κάθε χώρας, αλλά και την ενιαία στρατηγική τους απέναντι στους λαούς της Ευρώπης και στους εργαζόμενους σαν τάξη.
Οπως υπογραμμίζεται στο κείμενο των Συμπερασμάτων, η «ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας, για να γίνει πιο δυνατή στο εσωτερικό και στο διεθνές επίπεδο, περνάει μέσα από την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας».
Αυτήν την ανάπτυξη προς όφελος των μονοπωλίων, οι Ευρωπαίοι εταίροι τη στηρίζουν σε δυο βασικούς άξονες:
Μετά την αποτυχημένη προσπάθεια να υλοποιηθεί μέχρι κεραίας η Στρατηγική της Λισαβόνας και να καταστεί η ευρωενωσιακή οικονομία η πλέον ανταγωνιστική παγκόσμια μέχρι το 2010, οι «27» βάζουν τώρα στόχο να μην υπάρξει καμιά απόκλιση από τους στόχους που θέτει η «νέα» στρατηγική 2020, η οποία αντανακλά τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του κεφαλαίου στις νέες συνθήκες που δημιουργεί ο παγκόσμιος ανταγωνισμός.
Οι «27» τονίζουν στα Συμπεράσματα την ανάγκη να υλοποιηθεί με γρήγορους ρυθμούς η «ΕΕ 2020», με συστηματικό έλεγχο για την υλοποίηση των ανατροπών που προβλέπει από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. «Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι ουσιαστικές για μια ισχυρή και βιώσιμη ανάκαμψη» υπογραμμίζεται, δίνοντας το στίγμα για την επιτάχυνση των αντεργατικών και αντιλαϊκών ανατροπών στο όνομα της ενίσχυσης της καπιταλιστικής ανάπτυξης, με φτηνότερους εργατοϋπάλληλους.
Σ' αυτό το πλαίσιο, οι 27 έθεσαν τους πρωταρχικούς στόχους της νέας στρατηγικής. Οι πέντε κεντρικοί στόχοι που αναφέρονται στα Συμπεράσματα θέτουν το πλαίσιο των ανατροπών:
Η δρομολόγηση και ενίσχυση μέτρων που υπηρετούν τους παραπάνω στόχους θα ενταχθούν στα «εθνικά προγράμματα μεταρρυθμίσεων», τα οποία όλες οι κυβερνήσεις των κρατών - μελών θα πρέπει να καταθέσουν μέχρι το φθινόπωρο και θα ελέγχονται συστηματικά σε ετήσια βάση.
Οπως αποφάσισαν οι 27, «οι μακροοικονομικές και διαρθρωτικές εξελίξεις και οι εξελίξεις στην ανταγωνιστικότητα θα εξετάζονται ταυτόχρονα με την αξιολόγηση της δημοσιονομικής σταθερότητας». Κάτι που αυτόματα σημαίνει ότι η προώθηση των καπιταλιστικών διαρθρώσεων και η συνέχιση των προγραμμάτων λιτότητας θα αποτελούν κοινούς στόχους για τις κυβερνήσεις των κρατών της ΕΕ.
Με επίκεντρο τα κράτη - μέλη που παρουσιάζουν υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα και μεγάλο δημόσιο χρέος, οι Ευρωπαίοι εταίροι συμφώνησαν στην «ενδυνάμωση της οικονομικής πειθαρχίας». Κατέληξαν μάλιστα σ' ένα στρατηγικό σχεδιασμό, που περιλαμβάνει πρόσθετα μέτρα και αυστηρή «εναρμόνιση των κρατικών προϋπολογισμών».
Αυτό που επί της ουσίας επιδιώκουν οι πολιτικοί εκπρόσωποι του κεφαλαίου, είναι να θωρακίσουν την οικονομία της ΕΕ από «χαλαρότητες» στην εφαρμογή των σκληρών αντιλαϊκών μέτρων, τα οποία συνδέουν άμεσα με τη δημοσιονομική πειθαρχία.
Με τον τίτλο «ενδυνάμωση της οικονομικής πειθαρχίας», οι «27» αποφάσισαν:
Φανερώνοντας την ανισομετρία στο εσωτερικό της ΕΕ, πληροφορίες ήθελαν χτες τις ισχυρές ιμπεριαλιστικές χώρες Γερμανία και Γαλλία να συμφωνούν στο ενδεχόμενο αναστολής των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων και του δικαιώματος ψήφου των κρατών - μελών που δεν εκπληρώνουν τους όρους του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Οι οριστικές αποφάσεις, ωστόσο, θα ληφθούν τον Οκτώβρη, στην επόμενη Σύνοδο Κορυφής.
Σε μια προσπάθεια, τέλος, να προσδώσουν ορισμένα εύπεπτα κεϋνσιανά χαρακτηριστικά στην πολιτική τους, αποφάσισαν να προτείνουν στο G 20 να υιοθετήσει φόρο επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, γνωστό και ως «φόρος Tompin». Αν η πρόταση δε γίνει δεκτή στους G 20, δε θα υιοθετηθεί ούτε από την ΕΕ.
Σύμφωνα με τον Γ. Παπανδρέου, η επιβολή ενός φόρου της τάξης του 0,05% θα επιφέρει 200 δισ. Το ποσό αυτό δείχνει το μέγεθος του τζόγου που γίνεται με τον ιδρώτα του λαού, αλλά και το μέγεθος του κόστους που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα μετακυληθεί στις πλάτες του από τα τραπεζικά μονοπώλια.
Αποφασίστηκε, τέλος, να επιβληθεί εισφορά στις τράπεζες για την ενίσχυση των επενδύσεων της ΕΕ, ενώ θα συζητηθεί από τους τραπεζικούς ομίλους να δημοσιοποιήσουν και τα αποθεματικά τους, για να ελεγχθεί το ύψος της ρευστότητας.