Τούτη η αμερικάνικη παραγωγή εντάσσεται στο κύμα ψευδο-ντοκιμαντέρ που πρωτοεμφανίστηκε το 1999 μέσα από το φιλμ «Blair Witch». Πρόκειται για προσπάθεια αναπαραγωγής της υποκειμενικής πραγματικότητας μέσα από αληθινο-ψεύτικα ντοκιμαντέρ ερασιτεχνικής όψης. Πρόκειται για έξυπνη μείξη ντοκιμαντέρ/ μυθοπλασίας και κατ' ουσίαν προτρέπει το θεατή να «μπερδεύει» το αληθινό και το ψεύτικο. Η φόρμουλα δεν είναι ιδιαίτερα χρησιμοποιημένη και το φιλμικό αποτέλεσμα δε μοιάζει συμβατικό. Η ίδια η ταινία επιβάλλει στο κοινό ήδη εξαρχής μία νότα εμπάθειας. Το φιλμ που παίζει φυσικά το χαρτί του ντοκιμαντέρ δεν κάνει πουθενά την παραμικρή προσπάθεια να μας κάνει να πιστέψουμε ότι αυτό που αφηγείται δεν είναι αλήθεια.
Αμέσως μετά την ολοκλήρωση της παραγγελίας του εξορκισμού σε ένα δεκαεξάχρονο «δαιμονισμένο» κορίτσι που τη νύχτα σφάζει - χωρίς να το θέλει και χωρίς να θυμάται τίποτα το επόμενο πρωί - τα ζώα στην οικογενειακή φάρμα, ο πάστορας συνειδητοποιεί ότι κάτι δεν πάει καλά και αποφασίζει να διαλευκάνει το ακατανόητο. Η δεκαεξάχρονη Νελ βρίσκεται ή όχι υπό την επήρεια των δαιμόνων ή μήπως το παίζει; Τι ακριβώς συμβαίνει; Από το σημείο αυτό σηματοδοτείται η είσοδος στη λογική και την αισθητική της ταινίας τρόμου.
Η επιχειρηματικότητα δε θα μπορούσε να εξαιρέσει από τις δραστηριότητές της το χώρο της πίστης. Ετσι, στο πρώτο μέρος της ταινίας γνωρίζουμε τον πάστορα, την οικογένειά του και τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Μας λέει ότι έγινε πάστορας ακολουθώντας το βιοποριστικό επάγγελμα του πατέρα του. Κατά τον ίδιο, είναι έξυπνοι - δηλαδή κερδίζουν λεφτά - όσοι πουλούν προϊόντα και υπηρεσίες στους θρησκόληπτους και βλάκες όσοι τα/τις αγοράζουν! Ο πάστορας το λέει ξεκάθαρα: «Προσφέρω υπηρεσίες εξορκιστή σε κάποιους, με τον τρόπο που εκείνοι θέλουν».
Από την αρχή δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε πού ακριβώς μας οδηγεί ο σκηνοθέτης. Στην πορεία ανακαλύπτουμε ότι σαν τον πάστορα, με τα κόλπα και τα τερτίπια του, έτσι και αυτό το είδος κινηματογράφου, είναι γεμάτο κόλπα που μπορούν να κάνουν το άσπρο μαύρο. Ο σκηνοθέτης κάνει στο κοινό του ό,τι κάνει ο πάστορας στο δικό του κοινό: Προσπαθεί να το ξεγελάσει. Ισως και να θέλει να δοκιμάσει το κατά πόσο έμαθε το μάθημά του. Αλλά το στιλ ντοκιμαντέρ, ρεπορτάζ με την κάμερα στο χέρι, ξεσκεπάζεται περίτρανα από τη δομή του υποκειμενικού πλάνου της δεκαεξάχρονης που βρίσκεται σε κατάσταση τρανς και υπνοβατεί μέσα στο σπίτι της. Ο πάστορας που στην αρχή του φιλμ εμφανίζεται σίγουρος γι' αυτό που πρεσβεύει, στην πορεία αμφισβητεί σταδιακά τις πεποιθήσεις του, έως ότου τελικά φθάνει να καταλήξει στην πλήρη ανατροπή των αρχικών του θέσεων. Αυτό υποτίθεται ότι «αποδεικνύεται» χάρη στην δήθεν ντοκουμενταρίστικη τεχνική, που κατορθώνει στο δεύτερο μισό να ξηλώσει ό,τι οικοδόμησε στο πρώτο μέρος.
Το ψευδο-ντοκιμαντέρ, τελευταία του συρμού στις ταινίες τρόμου, το οποίο κάνει χρήση της μορφολογικής επίφασης του είδους του ντοκιμαντέρ, αποκαλύπτεται άκρως χειραγωγήσιμο και επικίνδυνο δεδομένης της άνθησής του πια στο κατ' εξοχήν μέσο μαζικής επικοινωνίας και διαμόρφωσης κοινής γνώμης: Την τηλεόραση, στην οποία όλο και περισσότερο προσπαθεί το σινεμά να μοιάσει ...
Παίζουν: Πάτρικ Φάμπιαν, Τόνι Μπέντλεϊ, Αϊρις Μπαρ, Λούις Χέρτχαμ, Ασλεϊ Μπελ κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2010).