Παρασκευή 5 Γενάρη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 32
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
Συμβουλές προς καταναλωτές...

Πριν πολλά χρόνια, (εξήντα, εβδομήντα), ερχόταν στο χωριό μας ένας καραγκιοζοπαίχτης, και μας έπαιζε Καραγκιόζη, το «θέατρο σκιών», που λέμε σήμερα. Αλλο είδος ψυχαγωγίας δεν υπήρχε τότε στο χωριό, και για εμάς, τη «μερίδα» των οχτώ και δέκα χρόνων, ο Καραγκιόζης ήταν η μεγαλύτερη απόλαυση.

Ο κυρ - Ανέστης, ο καραγκιοζοπαίχτης, μαζί με τα λόγια του «έργου», ταίριαζε και άλλα δικά του λόγια και στιχάκια, για τις δυσκολίες της ζωής και για την άδικη κοινωνία, που σε άλλους δίνει όλα τα «πλούσια ελέη», και σε άλλους, τη φτώχεια με το τσουβάλι. Ρωτούσε, λοιπόν, ο Καραγκιόζης εμάς τα πιτσιρίκια, που καθόμασταν σε σκαμνάκια, μπροστά στον μπερντέ, και παρακολουθούσαμε την παράσταση: «Για πέστε μου, βρε παιδιά, είναι δίκαιη αυτή η κοινωνία, να δίνει σε άλλους μια κασέλα λίρες, και άλλοι, να παίζει η κοιλιά τους μαντολίνο απ' την πείνα; Είναι σωστό και δίκαιο, άλλοι να τρώνε αστακό/ και ψάρι μαγιονέζα/ κι άλλοι με κρεμμυδόσουπα, να τηνε κάνουν τέζα;/ Να ζουν σε μέγαρα ψηλά/ οι πλούσιοι οι μάγκες/ κι εμείς τα μπατιρόπουλα/ σε τσίγκους και παράγκες;». Και εμείς, όλα μαζί τα παιδιά, φωνάζαμε από κάτω: «Οοοχιι!..».

Τα θυμήθηκα πάλι τις προάλλες εκείνα τα στιχάκια του κυρ- Ανέστη, βλέποντας το χριστουγεννιάτικο ρεπορτάζ, που έκανε στην κρεαταγορά μια νεαρή δημοσιογράφος. «Εσείς, τι καλά θα ψωνίσετε αυτές τις άγιες μέρες;», ρωτάει ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. «Εμείς... τι να ψωνίσουμε, κορίτσι μου...», απαντάει ο γεροντάκος, που το «εισόδημά» του - η σύνταξη του ΤΕΒΕ - ανέρχεται στο... ιλιγγιώδες ποσό των 97.000 δραχμών. «Μισό κιλό γίγαντες θα πάρουμε, θα τους φτιάξει η γριά μου από 'δω γκιουβέτσι, και θα την περάσουμε... μπέικα». «Εσείς;», ρωτάει η κοπέλα έναν άλλο κύριο, που τον βλέπει να κοιτάει ψηλά στις ταμπελίτσες, τις «αστρονομικές» τιμές των αμνοεριφίων. «Πώς θα τα περάσετε τα Χριστούγεννα;». Και εκείνος, χωρατατζής και ετοιμόλογος, απαντάει κεφάτα: «Εμείς, κινέζικα!». «Δηλαδή;», ξαναρωτάει ξαφνιασμένη η δημοσιογράφος.

«Δηλαδή, με... ρύζι. Μια μεγάλη γαβάθα με πιλάφι, και λύνουμε το πρόβλημα, για όλες τις «άγιες μέρες».

(Παρένθεση: Οι «προνομιούχοι», δεν κατέβηκαν στην αγορά, για να τους ρωτήσει η ρεπόρτερ, τι θα ψωνίσουν. Αυτούς, τη γαλοπούλα, το γουρουνόπουλο, το κατσικάκι και ό,τι άλλο εκλεκτό τραβάει η ψυχή τους, θα τους τα στείλει ο χασάπης στο σπίτι τους).

Στη «Βαρβάκειο» κατέβηκε, βέβαια, και ο αρμόδιος υπάλληλος του υπουργείου Εμπορίου, να ελέγξει τις τιμές και, γενικά, την κατάσταση στην αγορά. Αφού τα είδε όλα, αποφάνθηκε με ύφος επίσημο: «Υπάρχει υπερεπάρκεια αγαθών. Και οι τιμές, είναι πολύ καλές. Μπορώ να πω, καλύτερες και από πέρυσι». Οπότε, πετάγεται μέσα από το πλήθος ένας «καταναλωτής», σηκώνοντας ψηλά το χέρι του, με τα δάχτυλα τεντωμένα. «Τι μας λέτε τώρα, κύριε;!..», φωνάζει αγανακτισμένος. «Από πού κατέβηκες εσύ, απ' τον Αρη; Πέρσι, το κατσίκι είχε δυο χιλιάδες, και φέτος έχει 3.700. Η γαλοπούλα, από 1.500, πήγε 2.600. Σε ποιους τα λες αυτά; Για τόσο ηλίθιους μας περνάτε;». Τότε, ο «αρμόδιος» προσπάθησε «να τα μαζέψει». «Ναι, δε λέω..., δίκαιο έχετε, αλλά... περίπου, μπορώ να πω.., οι τιμές είναι κάπως... λογικές». «Τώρα, μας φώτισες!», του βάλανε πρόγκα, όλοι μαζί οι «καταναλωτές», και εκείνος φρόντισε, ξεγλιστρώντας, να το στρίψει, «αλά γαλλικά».

Αλλά, πέραν του κυρίου «αρμόδιου» και των «Ράμπο» της Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος, η «σοσιαλιστική» μας κυβέρνηση έριξε στη «μάχη της αγοράς» και την ίδια την υφυπουργό Ανάπτυξης, την κυρία Μιλένα. Η οποία, με το βάρος της υπουργικής της ιδιότητας, με τη σοφία και τις γνώσεις που διαθέτει, (παρά το νεαρόν της ηλικίας της), συμβούλεψε τους υποψήφιους αγοραστές και όλους, γενικά, τους ευτυχείς Ελληνες πολίτες, που έχουν την τύχη να ζουν «υπό την σκέπην» μιας τόσο σοφής και στοργικής κυβέρνησης: «Οι καταναλωτές πρέπει να προσέχουν πολύ. Να ελέγχουν τις τιμές, να κρίνουν, να συγκρίνουν, και μετά να αγοράζουν αυτό που θέλουν».

Τώρα, μας φώτισες και εσύ, αγαπητή και συμπαθέστατη κυρία Μιλένα...


Βασίλης ΦΥΤΣΙΛΗΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ