Πέμπτη 7 Ιούνη 2012
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 48
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
ΤΕΡΕΝΣ ΝΤΕΪΒΙΣ
Το βαθύ μπλε του έρωτα

Ο 66χρονος Τέρενς Ντέιβις, από την εποχή του κινηματογραφικού του ντεμπούτου το 1988, με την ποιητικά αυτοβιογραφική του ταινία «ΜΑΚΡΙΝΕΣ ΦΩΝΕΣ, ΑΣΑΛΕΥΤΕΣ ΖΩΕΣ», αποτυπώνει με ευαισθησία την καθημερινότητα στη γενέτειρά του Λίβερπουλ, κατά τις δεκαετίες του '40 και '50. Η ίδια «αναχρονιστική» θεματική και μια γλυκόπικρα νοσταλγική διάθεση κυριαρχεί σε γενικές γραμμές και στις λιγοστές ταινίες του που ακολουθούν, όπως «Η ΜΕΓΑΛΗ ΜΕΡΑ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ» του 1992, όπου επιτείνεται το στοιχείο της μοναδικής ικανότητας του σκηνοθέτη να δημιουργεί σκηνές «προσωπικών στιγμών» ανάμεσα σε εραστές. Βέβαια, σε ένα μεγάλο του μέρος, το πλατύ, τηλεοπτικοθρεμμένο κοινό, θεωρεί το σινεμά του Ντέιβις «πέραν του δέοντος» ποιητικό και αργό. Ωστόσο - ιδιαίτερα σ' αυτήν την τελευταία του ταινία, που φαίνεται να αντλεί τη δύναμή της από το γεγονός ότι δεν μοιάζει με καμιά άλλη του τύπου του ρεπερτορίου που κυκλοφορεί τελευταία - τα πάντα είναι ωραία χωρίς να είναι ωραιοποιημένα, ενώ οι αυθεντικές λεπτομέρειες συγκινούν...

«

ΤΟ ΒΑΘΥ ΜΠΛΕ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ», που στηρίζεται στο ομώνυμο θεατρικό του 1952 του Τέρενς Ράτιγκαν, αρχίζει με μια απόπειρα αυτοκτονίας. Οταν κλείνει αυτό το εισαγωγικό κεφάλαιο ο Ντέιβις αρχίζει να προσδιορίζει τα σχήματα και να βάζει χρώματα σε αυτήν την ιστορία «δωματίου» που αφηγείται, στον απόηχο ενός Λονδίνου που βγαίνει κουτσαίνοντας από τον πόλεμο.

Η ταινία συγγενεύει με αρκετά κλασικά πια έργα της ίδιας πάνω κάτω εποχής. Θυμίζει τη «ΣΥΝΤΟΜΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ» του Ντέιβιντ Λιν, ή το «ΤΕΛΟΣ ΜΙΑΣ ΣΧΕΣΗΣ» του Εντουαρ Ντμίτρικ, παρμένο από τη νουβέλα του Γκράχαμ Γκριν. Στην Αγγλία των αρχών του '50, η Χέστερ, νεαρή γυναίκα, εγκλωβισμένη στην ανία ενός βαλτωμένου γάμου με ένα μεγαλύτερό της δικαστή δεμένο με τη σνομπ μητέρα του, τον σερ Γουίλιαμ Κόλιερ, μπαίνει σε μια παθιασμένη σχέση με τον Φρέντι, ένα φτωχό, νεαρό πιλότο στην πολεμική αεροπορία. Ο χαρακτήρας της Χέστερ - με χαρακτηριστικά και από την «ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ» του Καρλ Ντράγιερ - ανακαλύπτει το ερωτικό πάθος και επ' ουδενί θέλει να επιστρέψει σε μια προνομιούχα ζωή, χωρίς όμως αυτό! Η Ρέιτσελ Βάις λάμπει, ευάλωτη και αυτόφωτη, στο ρόλο της Χέστερ, της κόρης ιερέα, που μοιάζει ναυαγός σε μια επαρμένη Αγγλία. Η Χέστερ επιλέγει την καταιγίδα από την ηρεμία. Επιλέγει το πάθος, μια επιθυμία στην οποία δεν μπορεί να αντισταθεί. Εγκαταλείπει το σύζυγό της για μια χίμαιρα και παγιδεύεται σε μια κατάσταση «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα»... Ωστόσο, για τον αγαπημένο της, τον πιλότο Φρέντι, εκείνη συνιστά ακαταμάχητο δέλεαρ, που τον συναρπάζει αλλά ταυτόχρονα τον κατατρομάζει...

«ΤΟ ΒΑΘΥ ΜΠΛΕ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ» αφηγείται την απελευθέρωση της γυναίκας σε μια αποπνικτικά ταξική, βρετανική κοινωνία. Ονειρικό και ασαφές το στυλ του Ντέιβις, με μια λαχτάρα όμως που δεν γίνεται να της αντισταθείς. Η ταινία μοιάζει να βυθίζεται σε ένα άλμπουμ με παλιές φωτογραφίες και να επιδίδεται στην αναζήτηση του χαμένου χρόνου. Ψάχνει, φορτισμένη με συναισθηματικούς τόνους, στα πρόσωπα, στις χαρακτηριστικές καμπαρντίνες, στις μάρκες για τη σόμπα με γκάζι και τα φορτηγά που φέρνουν το γάλα, τον χρόνο που χάθηκε ανεπιστρεπτί... Είναι ο χρόνος που συνιστά την εξήγηση αυτού που βλέπουμε πολύ περισσότερο από τα μεμονωμένα άτομα που - κατά την ερμηνεία του Ντέιβις - μοιάζουν αβοήθητα.

Την ανάπλαση αυτής της εποχής, την αναπαράσταση του χρόνου τολμά με μοναδική πλαστικότητα ο Ντέιβις μέσα από σειρά προσεκτικών επιλογών σε σκηνογραφία, ενδυματολογία και φωτισμό. Οι περισσότερες σκηνές διαδραματίζονται σε χώρο εσωτερικό, σε χώρους με ημίφως, επιλογή που αφήνει μια αίσθηση κλειστοφοβίας. Πίσω από τις κλειστές πόρτες ή τραβώντας τις κουρτίνες στα παραλληλόγραμμα παράθυρα αποκαλύπτονται δωμάτια που μυρίζουν υγρασία και παμπ πνιγμένες στον καπνό. Σημαντικό επίσης στοιχείο στην ανάπλαση της εποχής, η διαχείριση της μουσικής, με επιλογές που μετατοπίζονται από την εκκωφαντική ένταση εγχόρδων σε πλάνα με εκλεκτικό διάλογο, σε τραγούδια από το ραδιόφωνο του BBC και σε ηχητικές αναμνήσεις, με έντονο το στοιχείο της συλλογικότητας στο τραγούδι. Στις παμπ ή το σταθμό του μετρό, υπόγειο καταφύγιο στους βραδινούς βομβαρδισμούς την εποχή της κορύφωσης των γερμανικών εχθροπραξιών.

Οι μεταβάσεις από τον τότε, στον τωρινό χρόνο, κυλούν με τρόπο αόρατο, με την ίδια θεατρική ερμηνεία των χαρακτήρων, το ίδιο χαλαρό τέμπο, τους οξείς διαλόγους και την εκπληκτική «μαλακιά» φωτογραφία. Οι βουτιές όμως και οι ματιές στο παρελθόν - με τη μορφή flash back - δεν είναι επεξηγηματικές και συμβάλλουν σε μια αίσθηση ελαφρώς αναχρονιστική, σαν ένα μη σύνηθες πολυτελές τηλεοπτικό θεατρικό από το παρελθόν. Σε αυτό το δράμα ερωτικού τριγώνου, από τις τρεις πανίσχυρες γωνίες, κανείς δεν είναι κακός. Καθένας τους έχει αδύνατα στοιχεία και δυνατές πλευρές. Καθένας θέλει κάτι από κάποιον άλλον που όμως δεν μπορεί να προσφέρει. Κανένας δεν παίρνει αυτό που επιθυμεί, αλλά όλοι επιβιώνουν... «Είναι λυπηρό, αλλά δεν είναι τραγωδία...» όπως λέει η Χέστερ.

Φαίνεται ότι ο Ντέιβις γαντζώθηκε στο θεατρικό σαν ευκαιρία να ξαναβυθιστεί στην περίοδο των παιδικών του χρόνων! Είμαστε συνηθισμένοι στην πολυποίκιλη αναβίωση αυτής της εποχής. Στα χέρια όμως του Ντέιβις, όλα τα γνωστά στοιχεία φωτίζονται κάτω από νέο πρίσμα. Στις ταινίες του Ντέιβις είναι παρόντα δυο παραδοσιακά ρεύματα του βρετανικού σινεμά, ο ρεαλισμός του «νεροχύτη» (Kitchensink) και το σύγχρονο αγγλικό δράμα, που αλληλλοτέμνονται...

Παίζουν: Ρέιτσελ Βάις, Τομ Χίντλεστον, Σάιμον Ράσελ Μπιλ κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ - Μ. Βρετανία (2012).


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ