«Και τα γεγονότα στέκουν αδυσώπητα ανάμεσά μας, για να μας διαψεύσουν»
(Γιάννης Απαρθινός)
Ανοίγουν οι πόρτες, κλείνουν οι πόρτες, είν' οι μέρες, συνέχεια λευκές νύχτες σε μαύρο φόντο. Η μέρα και το φως περνούν μέσα από τη θηλιά του κουκουλοφόρου, μετά επάνω από το βουητό της πόλης, όταν οι δεσμοφύλακες- βασανιστές ετοιμάζουν την αποκαθήλωση. Να τους θάψουν στα «λευκά κελιά». Αγνωστοι! Δεν υπάρχουν για το καθεστώς! Και οι κραυγές τριγυρνούν, όταν τους χτυπούν με τα μαστίγια ή τα καλώδια των ηλεκτροσόκ. Κι όταν εμφανίζεται η κούραση στο πρόσωπο του δημίου, αρχίζουν να γυρεύουν, στα διπλανά δωμάτια, τις δυνατές κραυγές των συντρόφων, που τις σβήνουν σκορπισμένες πέρα-δώθε τα ηλεκτρονικά μαγνητόφωνα. Ερχονται κι άλλοι κρατούμενοι, με χειροπέδες. Τι νύχτα!
Τα σιδερένια προσωπεία πάνω στα πρόσωπα, εκείνων που τρέχουνε σαν ελάφια στα βουνά της ελευθερίας, όταν αλλάζει ο ιδρώτας χρώμα. Σαν να ράντιζε το αίμα για να ωριμάσει στο χρόνο και γίνει κρασί! Μέχρι να γεμίσουν οι ρίζες της γης. Δεν είναι άσκοπος ο αποχωρισμός των κρατουμένων από τους οικείους τους, όπως τότε δεν ήταν και για τους Ελληνες στη Μακρόνησο. Δεν ξέρω πώς περνάς τη μέρα σου, ποιητή, πρεσβευτή, Τούρκε Ναζί Ακιζάν! Πώς μπορεί να περνάει η μέρα σου πάνω στη Γη, πώς μπορεί να αγαπάς το γιο σου Οσμούν, να τον κοιτάς στα μάτια, να μην κρυώσει, να μην αργεί, να του λες ότι το φαγητό είναι έτοιμο, όταν σ' όλη την Τουρκία το αίμα βοά; Και η Δύση υποκρινόμενη «νίπτει τας χείρας»! «Ωχριά η κόλαση του Δάντη. / Αιώνιο ανάθεμα / σ' ανάλογη «σοφία» / και διανοητές ζαβούς... Ντροπής! Αιδώς! Και καταισχύνη σαν εκείνη / κι όποιες ανάλογες μ' αυτήν. / Μα μείνανε αλύγιστοι μείνανε απροσκύνητοι, σαν άλλοι Προμηθείς / κάθε καλού κι ωραίου / π' ανθίζει και καρποφορεί» (Νίκανδρος Κεπέσης).
«Λεύτερος είναι όποιος έχει νιώσει / χίλιες φορές το θάνατο / πριν χάσει τη ζωή του» (Γ. Απαρθινός).