Πέμπτη 2 Αυγούστου 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 13
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΥΓΡΑ ΚΑΥΣΙΜΑ
Η αλήθεια για την αισχροκέρδεια με αριθμούς

Η προκλητική αύξηση των κερδών των μεγάλων επιχειρήσεων (μόνο τα ΕΛΠΕ, η ΜΟΤΟΡ ΟΪΛ και η ΠΕΤΡΟΛΑ αύξησαν τα κέρδη το 2000 κατά 51%) αποκαλύπτει πως οι αυξήσεις των διεθνών τιμών επηρεάζουν μόνο τους καταναλωτές

Στο έλεος της αισχροκέρδειας των πολυεθνικών του πετρελαίου έχει παραδώσει η κυβέρνηση τα λαϊκά εισοδήματα, εφαρμόζοντας με προσήλωση τις επιταγές της «ελεύθερης αγοράς». Αυτό προκύπτει αν παρακολουθήσει κανείς την εξέλιξη των «ενδεικτικών» τιμών λιανικής πώλησης των βενζινών τα τελευταία μόλις χρόνια και των κερδών των μεγάλων επιχειρήσεων που έχουν το πάνω χέρι στη διαμόρφωση των τιμών των καυσίμων. Συγκεκριμένα, ενώ την πρώτη εβδομάδα του Αυγούστου του 1999 η «ενδεικτική» τιμή λιανικής πώλησης της σούπερ, όπως τη διαμορφώνει το υπουργείο Ανάπτυξης ήταν 221,7 δραχμές το λίτρο, σήμερα, δύο χρόνια μετά σκαρφάλωσε στις 244,3 δραχμές το λίτρο. Οι καταναλωτές δηλαδή την πληρώνουν 10,2% ακριβότερα την ώρα που οι οικογενειακοί προϋπολογισμοί δεν παρουσιάζουν τις ανάλογες δυνατότητες, καθώς αποτελεί κοινό μυστικό ότι οι ονομαστικές αυξήσεις των μισθών και συντάξεων στη διετία, ήταν πολύ μικρότερες. Η αντίστοιχη αύξηση για την «ενδεικτική» τιμή της αμόλυβδης, είναι 12%, ειδικότερα, το ίδιο διάστημα του Αυγούστου το 1999, η τιμή της ήταν 205,6 δραχμές το λίτρο, ενώ φέτος είναι 230,5 δραχμές.

Τα παραπάνω στοιχεία αφορούν τις «ενδεικτικές» τιμές στο Λεκανοπέδιο της Αττικής και το Νομό Θεσσαλονίκης. Και βέβαια θα πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτές οι τιμές παραμένουν μόνο στα χαρτιά. Στην πραγματικότητα, οι καταναλωτές αγοράζουν τα καύσιμα, από λίγο έως πολύ ακριβότερα, από αυτές που ανακοινώνει κάθε εβδομάδα το υπουργείο Ανάπτυξης. Ακόμα χειρότερα δε, είναι τα πράγματα την τουριστική περίοδο, στις τουριστικές περιοχές. Η εκάστοτε πολιτική ηγεσία του υπουργείου Ανάπτυξης προβαίνει κάθε φορά σε ανέξοδες «ομολογίες» για την ακρίβεια των τιμών των καυσίμων, επιχειρώντας παράλληλα να φορτώσει στους πρατηριούχους την ευθύνη που είναι ο τελευταίος τροχός της άμαξας. Στην πράξη, αφήνει στο απυρόβλητο τα μεγάλα κέρδη, των διυλιστηρίων και των μεγάλων εταιριών, που είναι αυτά τα οποία υπαγορεύουν τη διαμόρφωση των τιμών.

Την ίδια στιγμή, που οι καταναλωτές χρυσοπληρώνουν τα καύσιμα, τα διυλιστήρια και οι μεγάλες εταιρίες εμπορίας πετρελαιοειδών, αυξάνουν με γεωμετρική πρόοδο τα κέρδη τους. Αν συγκρίνουμε την εξέλιξη των κερδών των διυλιστηρίων και των εταιριών, προκύπτει, πως, τα κέρδη τους, όχι μόνο είναι ανεξάρτητα από τις εκάστοτε διεθνείς τιμές του πετρελαίου, αλλά όσο αυξάνεται η τιμή του αργού πετρελαίου, αντιστοίχως αυξάνουν και τα κέρδη τους. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι οι τιμές του μαύρου χρυσού την αντίστοιχη περίοδο του 1999 κινείτο περίπου στα 12 δολάρια το βαρέλι και το 2000 περίπου στα 32 δολάρια το βαρέλι. Συνεπώς προκύπτει ότι οι διακυμάνσεις των τιμών των υγρών καυσίμων, που αποδίδονται, στις διεθνείς τιμές του πετρελαίου και της ισοτιμίας δραχμής - δολαρίου, μόνο την τσέπη του καταναλωτή επηρεάζουν. Δε δικαιολογείται διαφορετικά η τεράστια κερδοφορία των τριών διυλιστηρίων της χώρας. Σε ό,τι δε, αφορά τις μεγάλες εταιρίες εμπορίας πετρελαιοειδών, οι οποίες στη χώρα μας δραστηριοποιούνται μόνο στην εμπορία και όχι στη διύλιση, τα μεγάλα κέρδη τους, δικαιολογούνται στα παιχνίδια που παίζουν σε συνεργασία με τα διυλιστήρια, με αποτέλεσμα να την πληρώνουν τελικώς οι καταναλωτές, αλλά και οι βενζινοπώλες, που ως τελευταίος κρίκος του κυκλώματος, αντιμετωπίζουν τη «μήνιν» του καταναλωτή. Τις περισσότερες φορές αδίκως.

Βέβαια, σε ό,τι αφορά το κέρδος των εταιριών εμπορίας και των βενζινοπωλών, η κυβέρνηση μπορεί να ισχυριστεί ότι το κέρδος τους είναι δεδομένο και κυμαίνεται στο περίπου 5% το λίτρο. Ομως σύμφωνα με τα όσα κατά καιρούς καταγγέλλει η Ομοσπονδία Βενζινοπωλών Ελλάδας (ΟΒΕ), οι μεγάλες εταιρίες, έχουν ανεβάσει το περιθώριο κέρδους περίπου στο 12%, με αποτέλεσμα, είτε να συμπιέζεται το κέρδος του βενζινοπώλη, είτε ο βενζινοπώλης να πουλάει ακριβότερα από ό,τι προβλέπουν οι ενδεικτικές τιμές. Πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι υπάρχουν και περιπτώσεις βενζινοπωλών, που καπελώνουν τις τιμές. Σ' αυτές τις περιπτώσεις όμως, το κάνουν με το γράμμα του νόμου, αφού η διαμόρφωση των τιμών στη λιανική είναι ελεύθερη. Τα όσα αναφέρει η κυβέρνηση που καταγγέλλει τα φαινόμενα... αισχροκέρδειας κλπ., και απειλεί με επιβολή προστίμων και άλλων διοικητικών μέτρων, είναι για να ρίξει στάχτη στα μάτια του λαού.

Πέραν τούτου, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι το 56,6% της τιμής των υγρών καυσίμων, είναι φόροι που πηγαίνουν κατ' ευθείαν στο κράτος. Οταν το ύψος των φόρων είναι γνωστό, όταν το ποσοστό κέρδους των διυλιστηρίων, είναι γνωστό, όταν το περιθώριο κέρδους των εταιριών και των βενζινοπωλών είναι γνωστό, τίθεται το ερώτημα, γιατί υπάρχει απόκλιση των ενδεικτικών τιμών, με τις πραγματικές ισχύουσες τιμές. Η απάντηση βρίσκεται στην εμπορική πολιτική των εταιριών εμπορίας, που διαφέρει από κάθε πρατήριο. Είναι αποδεδειγμένο ότι πρατήριο σε πρατήριο, υπάρχουν διαφορετικές τιμές.

Τα κέρδη των διυλιστηρίων και των εταιρών

Μια αρκετά πειστική και ταυτόχρονα αποκαλυπτική εικόνα, για τους μεγάλους κερδισμένους (οι μεγάλοι χαμένοι είναι γνωστοί) από την απελευθέρωση της αγοράς και στο χώρο των των πετρελαιοειδών, μας δίνουν τα επίσημα στοιχεία με την εξέλιξη των κερδών των μεγάλων εταιριών του κλάδου, που ελέγχουν και διαμορφώνουν όπως θέλουν τις τιμές στην αγορά. Σύμφωνα λοιπόν, με την επεξεργασία των ισολογισμών των περίπου 5.000 βιομηχανικών επιχειρήσεων, που δημοσιοποίησε την περασμένη εβδομάδα η εταιρία ICAP, στην κορυφή της λίστας όλων των βιομηχανικών επιχειρήσεων, με τα μεγαλύτερα κέρδη, βρίσκεται ο Ομιλος Ελληνικά Πετρέλαια (ΕΛΠΕ), που η κυβέρνηση βιάζεται να τα παραδώσει στη ληστρική εκμετάλλευση του ιδιωτικού κεφαλαίου στα πλαίσια της πολιτικής «εμβάθυνσης» των ιδιωτικοποιήσεων.

Συγκεκριμένα, τα κέρδη του ομίλου ΕΛΠΕ για το 2000 ανήλθαν στα 83,6 δισεκατομμύρια δραχμές, έναντι 60 δισεκατομμυρίων το 1999. Ακολουθεί η Μότορ Ο' ιλ με 43,2 δισ. δραχμές, έναντι 24,9 δισ. δρχ. το '99. Τρίτη η ΠΕΤΡΟΛΑ, με 18 δισ. δραχμές κέρδη, έναντι 11 δισ. το '99. Η BP, έκλεισε το 2000 με κέρδη 5,5 δισ. δραχμές, όταν το 1999, σημείωνε ζημιές της τάξεως των 900 εκατομμυρίων δραχμών. Η SHELL, έκλεισε το 2000 με κέρδη της τάξεως των 7,8 δισ, δραχμών, έναντι 5,4 δισ. δραχμές το '99.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ