Ο Κ. Τσάρας γεννήθηκε στην Πελασγία Φθιώτιδας, όπου και έμεινε μέχρι το τέλος των γυμνασιακών του σπουδών. Τα εφηβικά του χρόνια σημαδεύτηκαν από τις συμφορές της οικογένειάς του κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Την περίοδο αυτή εκτελέστηκε ο πατέρας του από τις γερμανικές αρχές κατοχής. Το 1948 ο Κ. Τσάρας έφυγε για την Αθήνα, όπου λίγα χρόνια αργότερα, μετά από παρότρυνση του Ελληνα ζωγράφου από την Οδησσό, Αντώνη Διβάρη, γράφεται στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου και σπουδάζει (1954 -1959) κοντά στους Σ. Παπαλουκά, Γ. Μόραλη. Το χειμώνα του 1959, με δύο επαίνους (σύνθεση και τοπιογραφία) στις αποσκευές του, φεύγει για το Παρίσι. Εκεί θα παραμείνει έως το 1971, με μικρά διαστήματα επιστροφής στην Ελλάδα.
Το 1971 ο καλλιτέχνης επιστρέφει στην Ελλάδα και εγκαθίσταται στην Αθήνα. Ενώ οι πίνακες της παρισινής περιόδου βασίζονται στη δύναμη του σχεδίου, τα έργα της ελληνικής περιόδου χαρακτηρίζονται από μια προοδευτική χειραφέτηση του χρώματος που τελικά καταλήγει σε χρωματικές εκρήξεις. Ο Κ. Τσάρας εμπνεύστηκε από τα πολιτικά γεγονότα που τάραξαν την Ελλάδα. Συνδύασε στο έργο του απομακρυσμένες χρονικά περιόδους: η στέρηση της ελευθερίας κατά τη δικτατορία, τον οδήγησε στη σκοτεινή περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου. Αφιέρωσε συνολικά δεκαοχτώ χρόνια καλλιτεχνικής παραγωγής (ζωγραφική, σχέδιο και χαρακτική) στην επεξεργασία του ίδιου θέματος, εμπνευσμένου από τον αγώνα για την ελευθερία.
Οπως έγραφε στο «Ρ» (21/5/88) ο Τ. Κοντογιάννης «η συσσώρευση της πείρας και της γνώσης, που ακουμπούσαν στέρεα πάνω σ' ένα φωτεινό ταλέντο και σε μια πλούσια παιδεία, οδήγησαν το νου και το χέρι του στο να εκφράσει κατά τρόπο συμπαγή και ταυτόχρονα τρυφερό, όλη εκείνη την εικόνα της ζωής, έτσι όπως περνούσε μέσα από το φίλτρο των ήρεμων ματιών και της ευαίσθητης ψυχής του. Τα έργα του κλείνουν έτσι μέσα τους ένα κομμάτι από τη συνολική ύπαρξη του καλλιτέχνη, ένα κομμάτι από εκείνο το χαρακτήρα του Κώστα με την παροιμιώδη καλοσύνη, την εντιμότητα, την ανθρωπιά, την αγάπη που τον συνόδευαν σε όλη του τη ζωή».
Το 1973 ο Κ. Τσάρας ταξίδεψε στο Γιοχάνεσμπουργκ για τις παραστάσεις του φεστιβάλ «Απόλλων», έχοντας επιμεληθεί τα κοστούμια και τα σκηνικά των δύο τραγωδιών του Σοφοκλή: «Οιδίπους Τύραννος» και «Αίαντας». Μετά την πτώση της χούντας, εκδίδονται στην Ελλάδα σχέδια που είχε κάνει εμπνεόμενος από έργα Ελλήνων και ξένων ποιητών. Ζωγραφίζει, συμμετέχει σε εκθέσεις και από το 1978 ξεκινάει μια συνεργασία με το μουσείο Ολυμπίας (αποτύπωση του γλυπτού διάκοσμου του ναού του Απόλλωνα), η οποία θα διαρκέσει τρία χρόνια.
«Στο έργο του ο Τσάρας δε δεσμεύτηκε ούτε από υλικά, ούτε από τεχνικές, παρ' όλο που η ακουαρέλα και η ξυλογραφία, αν και τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, φαίνεται να έδωσαν τις πιο ευτυχείς στιγμές στη δημιουργία του», σημειώνει ο Τ. Κοντογιάννης.
Από το 1975 όταν οι επαφές του καλλιτέχνη με τη γενέτειρά του γίνονται πιο συχνές, ο Κ. Τσάρας προχωρά στην αποδέσμευση θεμάτων που μέχρι τότε είχαν δευτερεύουσα σημασία: προσωπογραφίες, καθημερινές σκηνές, τοπία. Οι προσωπογραφίες του αποτελούν μικρό μέρος του έργου του. Είναι προσωπογραφίες των καθημερινών ανθρώπων που ο καλλιτέχνης συνάντησε στο χωριό του, όπου και εγκαταστάθηκε οριστικά το 1985. Τα τοπία του, δοσμένα με γεωμετρικές ή μη φόρμες, υμνούν την ελληνική φύση.
Ο Κ. Τσάρας «ήξερε να αντιλαμβάνεται τη βαθύτερη υφή των πραγμάτων και να την αναδεικνύει, διαλέγοντας κάθε φορά την τεχνική και φυσικά τη μορφή που τους ταίριαζε, ανεξάρτητα από το αν το τελικό αποτέλεσμα ήταν ρεαλιστικό ή αφηρημένο. Αυτό αποδεικνύουν τα σχέδια με σινική μελάνη, αυτό αποδεικνύουν τα λάδια, αυτό αποδεικνύουν οι γκουάς. Κι όταν δεν τον χωρούσε το πλαίσιο της ζωγραφικής πάνω στο χαρτί ή το μουσαμά, στρέφονταν προς άλλα υλικά για να δώσει διέξοδο στη δημιουργικότητά του που ξεχείλιζε».
Καταπιάστηκε με κατασκευές από ξύλο, μέταλλο, σύρμα, κ.ά. και ακόμα σκάλισε και ζωγράφισε ρίζες δέντρων, ή κλωνάρια που είχε ξεβράσει η θάλασσα, αλλά και πέτρες, είτε σαν αυτόνομα αντικείμενα είτε σαν σύνθεση κάποιου μωσαϊκού. Το έργο του πολύπλευρο περιλαμβάνει ακόμη σκηνικά για το αρχαίο δράμα και κεραμικά. Επίσης, ζωγράφισε πάνω σε εκκλησιαστικές εικόνες, σε αυγά πουλιών, σε ντουλάπια και σε έπιπλα.
Ολα αυτά που τα διακρίνει άλλοτε η λεπτότητα της μινιατούρας κι άλλοτε η αδρότητα της χοντρής πινελιάς, αναδεικνύουν τον κόσμο του Κ. Τσάρα. «Εναν κόσμο που κρατά την επαφή με τα πράγματα, αλλά δεν τυποποιείται. Που δεν αρκείται στο προκαθορισμένο, αλλά ψηλαφά συνεχώς με το νου και με το χέρι».