INTIME NEWS |
Παρουσιάζοντας την πραγματικότητα αναποδογυρισμένη, αφού καθ' όλη τη διάρκεια της συζήτησης αποτυπώθηκε η αγωνία όλων των αστικών κομμάτων, από τη μία, να αποκαταστήσουν στη λαϊκή συνείδηση το φθαρμένο πολιτικό σύστημα και, από την άλλη, να εξασφαλίσουν την απαραίτητη για το κεφάλαιο σταθερότητά του, ο πρωθυπουργός εμφάνισε τις προτάσεις του, μια διαδικασία προσαρμογών, σαν δήθεν «προοδευτική τομή».
Στο πλαίσιο αυτό υπερασπίστηκε τις παραπάνω βασικές στοχεύσεις, ώστε να εξασφαλίζεται η «συνέχεια» της αντιλαϊκής πολιτικής, ρητορεύοντας περί της αναγκαίας «ομαλότητας», δηλαδή της απρόσκοπτης υλοποίησης του «μεταμνημονιακού» μνημονίου.
«Βρισκόμαστε σε μια εποχή που ο κοινοβουλευτισμός, αλλά και η δημοκρατική αρχή, δέχεται διαρκώς πιέσεις από πολλαπλά κέντρα», είπε μεταξύ άλλων, δείχνοντας την αγωνία του να ξελασπώσει το αστικό πολιτικό σύστημα και να ανανεώσει την ικανότητά του να εγκλωβίζει λαϊκές δυνάμεις.
Υπεραμυνόμενος της ανάγκης «ενίσχυσης» του Κοινοβουλίου και της εκάστοτε κυβέρνησης υπερασπίστηκε, στο ίδιο πνεύμα «ομαλότητας», δηλαδή «προστασίας» των εκάστοτε κυβερνήσεων από τις λαϊκές αντιδράσεις, την ανάγκη για «πολιτικούς κύκλους τετραετίας», με «ισχυρές κυβερνήσεις».
Ειδικότερα για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας (ΠτΔ) ο Αλ. Τσίπρας υπερασπίστηκε την αποσύνδεσή της από πιθανή διάλυση της Βουλής, μέσω ενός μηχανισμού «εκβιασμού» της συναίνεσης, όπως μεταφράζεται η πρόταση της κυβέρνησης για διαδοχικές ψηφοφορίες και τελικά απευθείας εκλογή από το λαό ως ύστατη καταφυγή. Απέρριψε τις αιτιάσεις περί προεδρικής διολίσθησης του πολιτικού συστήματος με το επιχείρημα ότι δεν ενισχύονται οι αρμοδιότητες του ΠτΔ.
Επέκρινε τη σχετική πρόταση της ΝΔ λέγοντας ότι οδηγεί σε έναν ΠτΔ «διορισμένο - τοποτηρητή της εκάστοτε συγκυριακής απλής πλειοψηφίας της Βουλής».
Για τις υπόλοιπες προτάσεις (π.χ. λαϊκά δημοψηφίσματα) αναλώθηκε σε πομφόλυγες περί ενίσχυσης της λαϊκής συμμετοχής, απογειώνοντας την υποκρισία, αφού ο λαός γνώρισε από πρώτο χέρι πόση σημασία δίνει η κυβέρνηση στη λαϊκή ετυμηγορία, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το δημοψήφισμα του 2015. Μίλησε ακόμα για «ενίσχυση της διαφάνειας» και για «εξορθολογισμό των σχέσεων με την Εκκλησία» αν και ούτε καν το υπερώριμο αίτημα του διαχωρισμού αυτών των σχέσεων δεν προώθησε η κυβέρνηση.
Ολα τα παραπάνω, πασπαλισμένα με κατηγορίες προς τη ΝΔ, προς ενίσχυση του κάλπικου δίπολου, προσάπτοντάς της ότι επιχείρησε να παίξει φτηνά αντιπολιτευτικά παιχνίδια με το Σύνταγμα, να υπονομεύσει την προσπάθεια και να σαμποτάρει την αναθεώρηση.
Ο Κυρ. Μητσοτάκης έκανε λόγο για «χαμένες» ευκαιρίες για τον «πραγματικό θεσμικό εκσυγχρονισμό της χώρας», χαρακτηρίζοντας έτσι την ακόμα μεγαλύτερη προσαρμογή στις ανάγκες του κεφαλαίου. Κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι αρνήθηκε την πρότασή του «να ψηφιστούν, τουλάχιστον με τη σύμφωνη γνώμη των δύο μεγάλων κομμάτων της Βουλής, όλα τα άρθρα που εμείς και ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρούμε ότι πρέπει να αναθεωρηθούν».
Κατηγόρησε επίσης την κυβέρνηση ότι «δεν είχε προτάσεις» για τη δημόσια διοίκηση, για την Παιδεία, τη Δικαιοσύνη, την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Ιδιαίτερα στάθηκε στην ανάγκη του κεφαλαίου για «ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς» και για «σταθερή φορολογία», ώστε «να γίνει πιο ελκυστικό το επενδυτικό περιβάλλον στη χώρα».
Επέμεινε και αυτός, όπως και ο πρωθυπουργός, στην «καθιέρωση σταθερού εκλογικού κύκλου περιορίζοντας τους λόγους πρόωρης διάλυσης της Βουλής». Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να εκλέγεται από τη Βουλή με αυξημένη πλειοψηφία, και όταν αυτό δεν επιτυγχάνεται, να τον επιλέγει η απλή πλειοψηφία των βουλευτών. Επανέλαβε την ανάγκη για «σταθερό και αναπτυξιακό οικονομικό περιβάλλον με κανόνες που να αποτρέπουν τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Υποχρέωση για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς», ώστε να περιορίζονται στο ελάχιστο τα όποια ελάχιστα φιλολαϊκά μέτρα μπορεί να αποσπάσει ο λαός, ενώ ξεχώρισε τη «δυνατότητα ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων».
Εξέφρασε δε γνήσια την αγωνία του για τους «επενδυτές», λέγοντας: «Ποιος επενδυτής θα εμπιστευτεί μία γραφειοκρατική διοίκηση, ένα κράτος χωρίς σταθερό φορολογικό καθεστώς, χωρίς ανεξάρτητη Δικαιοσύνη;».
Σε ένα τέτοιο κλίμα είπε ότι οι ερχόμενες τοπικές εκλογές και ευρωεκλογές θα είναι «δημοψήφισμα απέναντι στην κυβέρνηση και την πολιτική της». Αναπαράγοντας τη λογική της «χαμένης ψήφου», συνέχισε λέγοντας ότι «στις 26 Μαΐου δεν υπάρχουν, πια, περιθώρια για ανώδυνες επιλογές, δεν υπάρχουν περιθώρια για εύκολες διαμαρτυρίες, για άσκοπες ψήφους σε δυνάμεις που δεν μπορούν να αλλάξουν τη ροή των γεγονότων. Το μήνυμα πρέπει να σταλεί. Και πρέπει να είναι ηχηρό. Καμία ψήφος δεν θα πάει χαμένη».