Εδώ στο χωριό μου, στη Σέκλιζα, που ξαναγύρισα, ύστερα από σαράντα χρόνια ξενιτιά (φυλακές, εξορίες και, μετά, «ελεύθερος» στη «βρωμο - Αθήνα»), έχτισα ένα σπιτάκι, για να περάσουμε, με τη γριά μου, τα γεράματα. Φύτεψα στον κήπο μας και ένα ωραίο περιβόλι, μηλιές, κυδωνιές, δαμασκηνιές, απ' όλα τα οπωρικά. Εχω και έναν λωτό. Και φέτος είναι φορτωμένος. Ωραίοι λωτοί! Μεγάλοι και χρυσοκίτρινοι, σαν πορτοκάλια. Μερικούς δεν τους έκοψα, επίτηδες. Τους άφησα έτσι απάνω στα κλωνάρια, για ομορφιά. Ετούτες τις μέρες, με την παγωνιά και το πολύ το χιόνι, που τα σκέπασε όλα, ο λωτός μου τράβηξε πολλούς «επισκέπτες». Κοτσύφια, κυργιαρίνες, μελισσουργάκια θεονήστικα, έπεσαν όλα με τα μούτρα στο φαΐ. Και ένας καλογιάννος, μάγκας, με την κόκκινη φουντίτσα στο λαιμό του, τρίτσιρι - τρι, τρίτσιρι - τρι, δίπλα σε μια κυργιαρίνα, τσιμπολογάει κι αυτός. Η κυργιαρίνα και ο κομποϊάννος, ο γαμπρός με την κόκκινη γραβάτα... Θυμήθηκα ένα ποιηματάκι σατιρικό, που το λέγαμε μικροί. Το ξέρετε;
- Κυργιαρίνα, Ρήνα, Ρήνα, παίρν' τς τον Κομποϊάννο άντρα;
- Τι τον θέλω, τον τριτσώνα;..
- Κομποϊάννο, Ιάννο, Ιάννο, παίρν' τς την Κυργιαρίνα γναίκα;
- Τι τη θέλω την τσιουρλιάρα; Γω πατώ στη γης και τρίζει και το μάρμαρο ραΐζει!..
Ψηλομύτης και ακατάδεχτος γαμπρός ο Καλογιάννος...
«Δεν κάνουν έτσι οι άντρες, κύριε. Θα τις ...ξαναχρειαστείς αύριο αυτές, που τώρα τις τσιμπάς και τις διώχνεις απ' το τραπέζι». Τον κατηγορώ και τον μαλώνω για το φέρσιμό του, αλλά αυτός δεν ακούει τίποτα. Η αιώνια ιστορία του φαταούλα, του αχόρταγου, που τα θέλει όλα δικά του, στο ζωικό, αλλά και πιο πολύ στο ανθρώπινο βασίλειο.
«Φάτε λωτούς και χορτάτε, αδέρφια μου, μικροί αλήτες... Από 'δω και μπρος, θα γίνω φίλος και προστάτης σας. Οσο κρατάει ετούτη η κακοκαιριά, εγώ δε θα σας αφήσω να πεινάσετε. Αλλά, με τους λωτούς που τρώτε, μην ξεχάσετε την πατρίδα σας, τα ρουμάνια του Ιταμου και τις ρεματιές του Μέγδοβα. Μόλις λιώσει το χιόνι, να ξαναγυρίσετε στα λημέρια σας, στα δροσερά και ισκιωμένα παλάτια σας. Και του χρόνου, αν - ο μη γένοιτο - ξαναέχουμε τέτοια χιόνια και κοκάλες, να ξαναρθείτε. Κατ' ευθείαν εδώ, σ' εμένα. Στο περιβόλι μου. Θ' αφήσω όλους τους λωτούς απάνω στα κλωνάρια τους και θα σας περιμένω».