Κυριακή 24 Φλεβάρη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 24
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Τους ξέφυγε

Οταν παρουσιάστηκε το '48 στον αστικό στρατό
Οταν παρουσιάστηκε το '48 στον αστικό στρατό
Ο Δημήτρης Βάγιας, ήταν, είναι και παραμένει μέλος του τιμημένου - από την ίδια την εργατική τάξη - ΚΚΕ. Εκεί είναι το κλειδί. Ανήκει στους απέναντι! Σ' αυτούς που όποια δεσμά κι αν τους φορέσεις θα βρίσκουν τρόπο να περνάνε απέναντι. Η ιστορία του δεν είναι κάτι διαφορετικό από τις ιστορίες χιλιάδων αγωνιστών. Δε ζητά εύσημα, δε βγαίνει παραπονούμενος πριν καν τελειώσει η μάχη. Του αρκεί που τα δυο του παλικάρια παραμένουν γιατροί στη Μόσχα, σπουδαγμένοι σ' ένα σοσιαλιστικό κράτος. Και τι δεν έχει να πει γι' αυτή την πλευρά της ζωής του. Την εμπειρία να ζεις - κτίζοντας κι εσύ - το σοσιαλισμό. Κι εκεί να δεις κριτική για τα λάθη, τις παραλείψεις. Μόνο που ο σύντροφός μας όταν μιλά για λάθη και παραλείψεις δε λέει «γκρεμίστε»! Εξάλλου, τόσα χρόνια στην αναγκαστική προσφυγιά έμαθε αλλιώς. Εκεί που ήταν, σπούδασε, έγινε επιστήμονας και τη γνώση του την έβαλε στην υπηρεσία ενός κόσμου που έχτιζε το μέλλον. Κατέχει αυτόν τον άλλο τρόπο να βλέπεις τον κόσμο και να μετέχεις σ' αυτόν, έναν τρόπο η οπτική του οποίου διαφεύγει από τους σημερινούς νικητές.

Η ιστορία του είναι απλή: «Το 1942, το Νοέμβρη, με στρατολόγησαν στην ΟΚΝΕ. Από τότε δε διακόπηκε η πορεία πλην τέσσερις μήνες που με κάλεσαν στρατιώτη. Στον ΕΛΑΣ δε μ' άφησαν να περάσω. Είναι ο πατέρας σου, μου είπαν, φτάνει». Εμεινε στο χωριό που στην κατοχή ήταν η ΕΑΜική πρωτεύουσα της Πυλίας. «Ερχονταν και φεύγανε συνέχεια οι σύνδεσμοι», θυμάται. «Αυτή η ζύμωση έπαιξε ένα ρόλο στη συνείδηση που τα κατάγραφε όλα για να αντέξω μετά τις δυσκολίες».

Οταν παράδωσαν τα όπλα στην Καλαμάτα άκουσε τη γιαγιά να λέει στον άοπλο πια πατέρα: «Μωρέ πού ήρθες έτσι; Θα σε σκοτώσουνε». Αρχισε η τρομοκρατία το '45. Ο Δημήτρης ήθελε να μάθει γράμματα, αλλά το σχολειό το 'χε αφήσει το '40, τον πρόλαβε ο πόλεμος.

«Αντί για μαθητής, έγινα τσοπάνης. Με προβατίνες από την τράπεζα. Τι είχαμε νομίζεις εδώ; Σταφίδες. Ηταν και παραμένει το χτικιό για τον αγρότη. Μια ζωή χρεωμένοι στην τράπεζα, θυμάμαι τον πατέρα να κρύβεται δυο - τρεις μέρες μέχρι να φύγουν οι χωροφυλάκοι και οι εισπράκτορες. Βραχνάς».

Πόλεμος - ξεπόλεμος επιμένει και το '47 ζητά και πάλι να πάει σχολείο. «Τι θες, του λέει ο γυμνασιάρχης, να σου δώσω χαρτί να φυλάς τις κατσίκες του πατέρα σου; Φύγε από δω».

Στο δρόμο ένας ταγματασφαλίτης του κάνει την πρόταση: «Θες γράμματα;». «Θέλω». «Κάνε ό,τι σου πω. Θα πας στο απόσπασμα της "Χ"»! Δεν πήγε. Ηταν ήδη αλλού. Σύνδεσμος. Το μήνυμα είχε δοθεί απ' το Λιτόχωρο. Να μαζέψουμε όπλα. «Κρύβω τους πρώτους». Οι σφαγές γύρω αφήνουν ποτάμια αίμα. Τραγωδίες. Πρώτη ανταρτοομάδα. Πράξη πρώτη, στο μύλο, να ζυμώσουμε ψωμί. Πυροβολισμοί. Χαρά για το πρώτο πολυβόλο και τις σφαίρες. Μάχη κι αμέσως μετά η πρώτη προδοσία. Βλέπει το Φώτη να τον σέρνουνε απ' το άλογο στα τρόχαλα. Τι του έμεινε απ' αυτό; «Ο Φώτης δε μαρτύρησε!».

Τρέμουνε και τα φύλλα από την τρομοκρατία. Στο λόγκο μάζωξη, «αστροφεγγιά θυμάμαι, ήταν 18-19 Μάη. Απόφαση για προσωρινή διάλυση. Τον Ιούλιο, νέα απόφαση, να περάσουνε στον Ταΰγετο, στους αντάρτες. Σχέδιο εξόδου και αποστολή στην Καλαμάτα για συγκέντρωση πληροφοριών. Στη γιάφκα του ράφτη. Και εντολή: Θα φέρεις "Ριζοσπάστη" και Κομμουνιστική Επιθεώρηση. Αλλη τραγωδία στο μεταξύ: Παράλληλη κηδεία ενός Χίτη κι ενός αντάρτη. Ζητάνε απ' τη χήρα του Χίτη να σκοτώσει τη χήρα του αντάρτη. Αρνείται. Εικόνες βαθιά χαραγμένες στο μυαλό του παιδιού. Φυγή προς το χωριό. Μπλόκα στους δρόμους. Τεχνάσματα για να κρυφτούν τα έντυπα. Περνά. «Τα ύστερα ήταν τα βαριά».

«Βασίλευε ο ήλιος, κάνεις δε μας είπε τίποτα. Ενας πρώην σύντροφος - ψόφησε τώρα, πάει - πέρασε στη "Χ". Ξέρασε: "Ενας Βάγιας στο χωριό έχει 70 όπλα και ένα πιστόλι". Πιάνουν τον πατέρα. Ξύλο και φάλαγγα. Τσουρνοβαλίζοντας τον φέρνουνε στο χωριό. Με πιάνουν. Βρίσκουν στις τσέπες το Ριζοσπάστη. Τους λέω πως είναι νόμιμος στα περίπτερα. Ποιος άκουγε. "Σταματάτε ρε να δείτε τι πιάσαμε" φώναζε ο επικεφαλής στους άλλους. Δέρνουν τον πατέρα. Δεν ξέρω ακόμα τι έχει γίνει. Χαστούκια. Βλέπω τον πατέρα. Σούρνοντας τον φέρανε. Ξυπόλυτος, καταματωμένος, όπως το ψόφιο ζώο. Τον πετάνε στα πόδια μου».

Του στέλνουν το χαφιέ να του μιλήσει δήθεν εμπιστευτικά. Τους αφήνουν μόνους. «Να τους παραδώσετε» μου λέει. Απάντηση: «Εμείς θα πεθάνουμε. Αν τολμήσεις και μιλήσεις, σε βεβαιώνω σε ένα 24ωρο το κεφάλι σου θα πέσει». Σαν κάτι να φοβήθηκε.

Τους παίρνουν και τους ρίχνουν σε μια χαμοκέλα. «Κάτω στο χώμα ο πατέρας. Δίπλα αυτοί, τρώνε κάτι κοκόρια που σφάξανε και πίνουνε. Θυμάμαι. Είναι 16 Σεπτέμβρη, έχει ένα κρύο βοριά και φεγγάρι. Παίρνουνε τον πατέρα, ξανά φάλαγγα. Τρέχαν τα πόδια αίμα, άρχισε να ουρλιάζει. Τα ίδια θα πάθεις κι εσύ μου λέει ένας. "Ας έρθει ο Στάλιν να σας γλιτώσει". Τον πετάνε μέσα στο αίμα και στο χώμα. Μου είχε πει ένας σύντροφος, να προσέχεις μη σε χτυπήσουν στη σπονδυλική στήλη και στα όργανα. Πέφτω κάτω. Αρχίζουν τη φάλαγγα. Ιδρωσε μες το κρύο αυτός που βάραγε. Μαρτύρα! Δεν ξέρω! Μαρτύρα! Συνέχιζαν. Με διαύγεια θυμάμαι: Καταλάβαινα τι πήγαιναν να στήσουνε: έρχεται ένα κάθαρμα με μια μαγκούρα, κάτι μπότες μέχρι το γόνατο, τώρα, λέω, θα με τσακίσει. Αρπάζει το βούρδουλα και με χτυπάει λες και του σκότωσα τα παιδιά. Τον ακούω να λέει: "το παιδεύουμε τζάμπα". Δήθεν. "Ο παλιάνθρωπος, ο πατέρας του, το πήρε στο λαιμό του. Αν τον είχα πατέρα θα τον έσπαζα στο ξύλο". Κατάλαβα τη μηχανή. Μου λένε "σήκω". Πού να πατήσω από το χτύπημα; Με πανέ στον πατέρα. Ετοιμοθάνατος. "Αυτός σε πήρε στο λαιμό του, σε έκανε κομμουνιστή. Να τον εκδικηθείς. Αυτός σε πήρε στο λαιμό του". "Μα, αυτός είναι αγράμματος. Εγώ έμαθα γράμματα", απαντώ. "Το Χριστό σου, θα μας κάνεις και διαφώτιση". Φέρνουν το βούρδουλα. "Βάρα τον"! Μου καρφώνει το 45άρι στον κρόταφο και μετράει μέχρι το 3. "Το Χριστό σας, βαμμένοι όλοι, κομμουνιστές". Τραβάει το χέρι μου στον πατέρα. "Να, ο γιος σου σε χτυπάει". Τίποτα εγώ. Ο πατέρας αναίσθητος. Τον κλοτσάνε».

Τους αφήνουν. Το μυαλό στους κρυμμένους. Το σπίτι φυλάγεται. «Αποφάσισα να φύγω. Σούρνοντας. Φεγγάρι σα μέρα. Εφτασα στον όχτο, μόλις πήδησα, έφτασα στη ρεματιά, πήρα μια βαθιά αναπνοή, πιο ευχάριστη αναπνοή δεν έχω πάρει. Κατάλαβα ότι τους έφυγα».


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ