Κυριακή 13 Φλεβάρη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 2
ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΛΙΔΑ
Η ουσία και τα όρια της νομιμότητας

Κάθε φορά, που οξύνεται ένα κοινωνικό πρόβλημα και μια κατηγορία πολιτών, για να διαμαρτυρηθεί ή για να διεκδικήσει κάποιο αίτημά της, καταφεύγει σε κάποια «σκληρή» μορφή διαμαρτυρίας ή διεκδίκησης (π.χ. οι αγρότες στην κατάληψη των δρόμων, οι μαθητές στην κατάληψη σχολείων, οι διαδηλωτές στην απαγορευμένη διαδήλωση κατά την επίσκεψη Κλίντον, οι εργαζόμενοι στη συνέχιση απεργίας, που κηρύχτηκε «αδικαιολόγητη» από το δικαστήριο κλπ.), η κυβέρνηση και οι ιδεολογικοί εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης βγαίνουν και δηλώνουν ότι οι «παρεκτρεπόμενοι» πολίτες «παραβιάζουν τη νομιμότητα» ή «υπερβαίνουν τα όρια της νομιμότητας» (απειλώντας συνήθως και το ΚΚΕ, που, υποτίθεται, ότι υποκινεί τις «παράνομες» αγωνιστικές αντιδράσεις).

Ποια είναι, όμως, η ουσία και τα όρια της νομιμότητας; Είναι γνωστό πως νομιμότητα είναι η σύμφωνη με το νόμο κατάσταση, δηλαδή, η συμφωνία με το νόμο (σύνταγμα, κοινούς νόμους, πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, άλλες κανονιστικές πράξεις της διοίκησης). Αλλά, δεν είναι μυστικό, βέβαια, πως σε μια κοινωνία χωρισμένη βαθιά σε τάξεις, η ουσία της νομιμότητας είναι ταξική, δηλαδή, το πρώτο και κύριο αγαθό που κατοχυρώνει η νομοθεσία είναι η διασφάλιση του κοινωνικοπολιτικού συστήματος και η κυριαρχία και αναπαραγωγή της άρχουσας τάξης (παλιότερα των δουλοκτητών και των φεουδαρχών, σήμερα των καπιταλιστών). Τούτου δοθέντος, η αξίωση της άρχουσας τάξης, για συμμόρφωση με το νόμο από τον ταξικό αντίπαλο και η ποινικοποίηση των κοινωνικών αγώνων δε διαφέρει στην ουσία από την πάγια φιλοδοξία της... για κατάργηση της πάλης των τάξεων. Πραγματικά, δεν είναι ανάγκη να είναι κανείς μαρξιστής σήμερα, για να αντιληφθεί ότι το περιεχόμενο και τα όρια της νομιμότητας καθορίζονται κυρίως από τα συμφέροντα της μεγαλοαστικής τάξης. Ακόμα και ο πιο ανυποψίαστος πολίτης γνωρίζει ότι οι νόμοι δε γίνονται από τους «μη έχοντες», αλλά από τους «έχοντες» (με την ορολογία αυτών που απεχθάνονται τον όρο «κοινωνικές τάξεις»).

Ετσι, λοιπόν, σε μια ταξική κοινωνία η νομιμότητα δεν μπορεί ποτέ να είναι δημοκρατική. Είναι, δηλαδή, κύρια η κατοχυρωμένη με νόμο εξουσία της ολιγάριθμης άρχουσας τάξης. Φυσικά, δε θα περίμενε κανείς από αυτήν να παραιτηθεί ποτέ από την εξουσία, που την ονομάζει «νομιμότητα», αλλά, στο ηθικοπολιτικό πεδίο τουλάχιστον, δε «νομιμοποιείται» η μεγαλοαστική τάξη και οι πολιτικοϊδεολογικοί της εκπρόσωποι να στιγματίζουν τα καταπιεζόμενα λαϊκά στρώματα (τους «μη προνομιούχους», που θα έλεγε και ο Α. Παπανδρέου), όταν αυτά, με ταξικούς ή απλά με διεκδικητικούς αγώνες, αμφισβητούν αυτή τη «νομιμότητα» και την παραβιάζουν.

Αντίθετα, ο ηθικός και πολιτικός στιγματισμός χρεώνεται ολοκληρωτικά στη μεγαλοαστική τάξη. Αλλωστε, η ίδια η αστική τάξη, πριν γίνει κυρίαρχη, αυτή παραβίασε (κατάργησε) τη «νομιμότητα», που είχε επιβάλει η προηγούμενη κυρίαρχη τάξη, δηλαδή η φεουδαρχική (με μια σειρά από επαναστάσεις σε Ευρώπη και Αμερική), όπως η τελευταία αυτή είχε καταργήσει ενωρίτερα τη «νομιμότητα», που είχε επιβληθεί από τους δουλοκτήτες. Αν δε γινόταν έτσι, η κοινωνία θα είχε ακινητοποιηθεί στο δουλοκτητικό σύστημα και η ιστορία θα είχε τελειώσει εκεί.

Ακόμα, πρέπει να πούμε ότι η αστική τάξη, όταν πρόκειται για το συμφέρον της, δε διστάζει να παραβιάσει και τη «νομιμότητα», που η ίδια είχε θεσπίσει, π.χ. καταργώντας την κοινοβουλευτική δημοκρατία και επιβάλλοντας ανοιχτή στρατιωτική δικτατορία, όταν κρίνει ότι οι ταξικοί της αντίπαλοι, χρησιμοποιώντας τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς, μπορεί να απειλήσουν την εξουσία της. Οι «ελαφρύτερες» παραβιάσεις από την αστική τάξη της νομιμότητας, που η ίδια είχε θεσπίσει είναι αμέτρητες: π.χ. καθόλου δε διστάζουν οι αστοί να ψηφίζουν εκλογικούς νόμους, που είναι αντίθετοι με τη συνταγματική αρχή της ισότητας των πολιτών ή να παραβιάζουν νόμους για τη χρηματοδότηση των κομμάτων, που οι ίδιοι ψήφισαν (επίκαιρο είναι το τρανταχτό σκάνδαλο αυτών των ημερών στην «ευνομούμενη» Γερμανία).

Στην Ελλάδα, η άρχουσα τάξη, χωρίς καμία δικαιολογία, αρνήθηκε να υποβάλει σε δημοψήφισμα τόσο την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ, όσο και τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, παρ' όλο που όλοι παραδέχονταν ότι ήσαν «κρίσιμα εθνικά θέματα» (άρθρο 44 Συντ. 1975 και 1985).

Ολα τα βασικά κοινωνικά δικαιώματα του πολίτη (δικαίωμα στην εργασία, υγεία, παιδεία, στέγη, κοινωνική ασφάλιση, πολιτισμό κλπ.) που, κατά το Σύνταγμα, αναγνωρίζονται και προστατεύονται από το κράτος, στην ουσία μένουν γράμμα νεκρό. Επίσης, ενώ κατά το Σύνταγμα (άρθρα 27 και 28) η Ελλάδα οφείλει να ακολουθεί τους γενικά παραδεγμένους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου και να χρησιμοποιεί τις Ενοπλες Δυνάμεις της, μόνο για αμυντικούς σκοπούς και επομένως η εμπλοκή της σε επιθετικό πόλεμο ούτε με νόμο μπορεί να αποφασιστεί, αφού ένας τέτοιος νόμος θα ήταν αντισυνταγματικός, εντούτοις η χώρα μας είχε εμπλακεί σε αυτόν τον επιθετικό πόλεμο και επέτρεψε τη διέλευση ξένων στρατευμάτων από την ελληνική επικράτεια, για επίθεση κατά της Γιουγκοσλαβίας.

Βέβαια, οι πολιτικοί και ιδεολογικοί εκπρόσωποι της αστικής τάξης ισχυρίζονται ότι η «νομιμότητα» στην αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία έχει υπέρ αυτής το τεκμήριο της δημοκρατικότητας, αφού ολόκληρο το νομικό σύστημα καθιερώνεται «δημοκρατικά», δηλαδή, ψηφίζεται από αντιπροσώπους του λαού, εκλεγμένους με καθολική ψηφοφορία. Ομως, μια ταξική κοινωνία δεν μπορεί να είναι δημοκρατική, εξ ορισμού. Γιατί δημοκρατία είναι το πολιτικό σύστημα, που λειτουργεί με βάση τη θέληση της πλειοψηφίας των πολιτών.

Στην αστική δημοκρατία, όμως, η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών είναι οι εργαζόμενοι και η κοινή λογική λέει ότι, αν αυτοί αποφάσιζαν με ελεύθερη κρίση, δε θα κρατούσαν για τον εαυτό τους τα ψίχουλα από το εθνικό εισόδημα και τον πλούτο, για να αφήσουν τη μερίδα του λέοντος σε μια ελάχιστη μειοψηφία μεγαλοκαπιταλιστών. Μήπως, αλήθεια, αυτοί οι τελευταίοι δε θεωρούν σημαντικό αυτό το ζήτημα; Αστεία ερώτηση. Η ζωή, πάντως, αποδείχνει το εντελώς αντίθετο.

Πώς πετυχαίνει, λοιπόν, η αστική τάξη τις πλειοψηφίες στις εκλογές; Γνωστά πράγματα, που όμως πρέπει πάντοτε να επαναλαμβάνονται, αφού η αλήθεια καλύπτεται ολοένα και με νέα ψέματα. Το βασικό υπόστρωμα είναι φυσικά η ιδεολογική καταδυνάστευση του λαού, που αρχίζει από τα παραδοσιακά μέσα (σχολείο, εκκλησία) και κορυφώνεται με την αφόρητη πλέον χειραγώγηση του λαού από τα σύγχρονα ΜΜΕ, που είτε είναι ιδιοκτησία των μεγαλοκαπιταλιστών, είτε ελέγχονται από κυβερνήσεις τις οποίες ελέγχουν οι ίδιοι. Και πάνω σ' αυτό το έδαφος θέτουν τα μεγάλα αστικά κόμματα και πολλοί υποψήφιοι την εκλογική τους καμπάνια. Η δικομματική συμπαιγνία, με την οποία παραπλανούν το εκλογικό σώμα. Η εξώθηση μεγάλου αριθμού ψηφοφόρων από τα λαϊκά στρώματα σε αποχή, αυτών δηλαδή ακριβώς που θα είχαν κάθε συμφέρον να αποδοκιμάσουν το σύστημα με την ψήφο τους και να ζητήσουν την αλλαγή του. Η ψευδολογία, η υποσχεσιολογία, η παροχολογία και η ρουσφετολογία, που είναι τα αγαπημένα σπορ των επαγγελματιών αστών πολιτικών, καθώς και οι δωροδοκίες και εξαγορές τους από μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα, συνηθισμένες και στις θεωρούμενες «ευνομούμενες» καπιταλιστικές χώρες, είναι μερικά μόνο από τα μέσα που χρησιμοποιούνται, γιατί τα αστικά κόμματα και οι αστοί πολιτικοί δεν περιφρονούν συνήθως κανένα μέσο, όσο ανήθικο και αν είναι. Ολα αυτά είναι γνωστά και αποδείχνουν ότι, στην πραγματικότητα, στην αστική δημοκρατία η εκλογική διαδικασία δεν είναι παρά το «πλυντήριο», στο οποίο η δικτατορία της μεγαλοαστικής τάξης ξεπλένεται, για να πλασαριστεί σαν γνήσια δημοκρατία.

Η «νομιμότητα», λοιπόν, που επικαλούνται οι πολιτικοί και ιδεολογικοί εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης κάθε άλλο παρά δημοκρατική είναι. Και κανείς δεν πρέπει να έχει αυταπάτες: ούτε οι εργαζόμενοι ότι οι καπιταλιστές θα παραιτηθούν ποτέ από την εξουσία τους, που ονομάζουν «νομιμότητα», ούτε οι καπιταλιστές ότι οι εργαζόμενοι θα αποδεχτούν ποτέ αυτήν τη «νομιμότητα». Γνωρίζουν, άλλωστε, από την πείρα τους οι εργαζόμενοι, ότι αν την αποδέχονταν, καμία από τις καταχτήσεις τους δε θα είχε επιτευχθεί στο παρελθόν, όπως και ότι καμία απ' αυτές δε θα μπορούσε να διατηρηθεί στο μέλλον.


Του Θόδωρου ΑΓΗΤΑ*
* Ο Θόδωρος Αγήτας είναι δικηγόρος


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ