Σάββατο 27 Ιούλη 2024 - Κυριακή 28 Ιούλη 2024
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 33
ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ ΠΟΛΕΜΟΣ - ΚΑΜΙΑ ΕΜΠΛΟΚΗ
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΙΣ ΡΙΖΕΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΙΑΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ
Οι συνθήκες κατοχής που οδήγησαν στην πρώτη «Ιντιφάντα»

(Μέρος 13ο)

Παλαιστίνιοι κατά την πρώτη «Ιντιφάντα» δέχονται πυρά από Ισραηλινούς στρατιώτες
Παλαιστίνιοι κατά την πρώτη «Ιντιφάντα» δέχονται πυρά από Ισραηλινούς στρατιώτες
Η πρώτη «Ιντιφάντα» («εξέγερση» στα Αραβικά) ξέσπασε στις 9 Δεκέμβρη 1987. Οι ρίζες της, ωστόσο, διέτρεχαν πολύ βαθύτερα στο παρελθόν, στις συνθήκες της 20χρονης πλέον ισραηλινής κατοχής της Γάζας και της Δυτικής Οχθης.

Αλλεπάλληλες εκθέσεις του ΟΗΕ τη δεκαετία του 1980 σκιαγραφούσαν το ίδιο πράγμα: Τη διαρκή «επιδείνωση της κατάστασης αναφορικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα στις κατεχόμενες περιοχές», που μάλιστα, στα χρόνια που προηγήθηκαν της «Ιντιφάντα», «χειροτέρευσε σημαντικά». Οπως καταγγελλόταν, ξανά και ξανά, οι κατοχικές αρχές «καταπίεζαν τους Παλαιστινίους, παραβίαζαν τα θεμελιώδη δικαιώματά τους και τους στερούσαν τις βασικές τους ελευθερίες, αψηφώντας τη Συνθήκη της Γενεύης (...). Πολιτικές, όπως εκτοπισμοί, βασανισμοί κρατουμένων, μαζικές συλλήψεις, κατεδαφίσεις σπιτιών, αυθαίρετοι ξυλοδαρμοί και δολοφονίες αθώων ανθρώπων - μεταξύ των οποίων παιδιά, γυναίκες και ηλικιωμένοι - όπως και ο εξευτελισμός των Παλαιστινίων στον καθημερινό τους βίο, εφαρμόζονταν συστηματικά από τις ισραηλινές αρχές στις κατεχόμενες περιοχές».1

Οι συνθήκες υπήρξαν ιδιαίτερα δύσκολες για τα παιδιά - για τις γενιές των Παλαιστινίων που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν μέσα στην κατοχή. Πράγματι, «στα 20 χρόνια της στρατιωτικής κατοχής, δύο γενιές παιδιών Παλαιστινίων υπέφεραν από τους σοβαρούς περιορισμούς που επιβλήθηκαν στα θεμελιώδη δικαιώματά τους σε σχέση με την εκπαίδευση, την προστασία της οικογένειας, την υγεία και τη θρησκευτική λατρεία, καθώς και από τις συστηματικές προσπάθειες να αποξενωθούν από την πλούσια ιστορία τους, τα έθιμα και τις παραδόσεις τους. Οι βίαιοι θάνατοι και οι φυσικοί τραυματισμοί, οι συλλογικές τιμωρίες, η κράτηση και η βάναυση αντιμετώπιση των ανηλίκων υπό σύλληψη, το απανταχού διάχυτο κλίμα της καταπίεσης, της καχυποψίας και του φόβου, συνεχίζουν να διαμορφώνουν τις ζωές των παιδιών των Παλαιστινίων. Κάθε μέρα και σχεδόν κάθε πτυχή της ζωής τους εξαρτάται από την πολιτική των αρχών κατοχής. Είτε βρίσκονται στον δρόμο, είτε στο σχολείο, είτε στο σπίτι, τα παιδιά των Παλαιστινίων ζουν υπό τη σκιά μιας ολοένα αυξανόμενης καταπίεσης, βίας και πόνου».2

Παλαιστίνιοι με πέτρες κατά την πρώτη «Ιντιφάντα»
Παλαιστίνιοι με πέτρες κατά την πρώτη «Ιντιφάντα»
Η πολιτική της «σιδηράς γροθιάς», που ακολούθησε η στρατιωτική διοίκηση των κατεχόμενων περιοχών, δεν εφαρμόστηκε χωρίς αντιδράσεις από τη μεριά του παλαιστινιακού λαού, που, παρά την τρομοκρατία, πρόβαλλε διαρκή και επίμονη αντίσταση, με ανυπακοή και απειθαρχία στις εντολές των αρχών, με απεργίες και διαδηλώσεις, με συγκρούσεις (συχνά αιματηρές) με τις δυνάμεις καταστολής κ.ά.

Οι εποικισμοί

Συστατικό στοιχείο της ισραηλινής κατοχής αποτέλεσε η συνεχιζόμενη αρπαγή των παλαιστινιακών εδαφών και πόρων μέσω των διαρκώς επεκτεινόμενων εποικισμών. Το 1980 το Ισραήλ προχώρησε μονομερώς στην προσάρτηση της Ανατολικής Ιερουσαλήμ, δρομολογώντας την ταχύτατη «ισραηλοποίησή» της (μέσα στα επόμενα 20 χρόνια εγκαταστάθηκαν εκεί 170.000 Εβραίοι έποικοι, αυξάνοντας το ποσοστό τους επί του συνόλου του πληθυσμού από 0% σε 40%).3

Γενικότερα, οι Εβραίοι έποικοι στη Δυτική Οχθη διπλασιάστηκαν μέσα στη δεκαετία του 1980.4 Οπως δήλωσε ο επικεφαλής του Τμήματος Εποικισμού του Παγκόσμιου Σιωνιστικού Οργανισμού σε συνέντευξη Τύπου στις 5.12.1987, «στόχος του Ισραήλ στη Δυτική Οχθη» ήταν «να αυξήσει το ποσοστό των Εβραίων στο 40-60 τοις εκατό επί του συνόλου του πληθυσμού (...) έως το τέλος του παρόντος αιώνα».5Επρόκειτο, κατά τα λόγια του τότε υπουργού Οικονομικών του Ισραήλ Γκ. Γιάακομπι, για μια «αργή αλλά σταθερή διαδικασία ντε φάκτο προσάρτησης».6 Ταυτόχρονα, δεν ήταν σπάνιες οι δημόσιες τοποθετήσεις κυβερνητικών παραγόντων του Ισραήλ που έκαναν λόγο για μια συνολική μετεγκατάσταση των παλαιστινιακών πληθυσμών σε κάποιο από τα γειτονικά αραβικά κράτη (επαναφέροντας στο τραπέζι μια διαχρονική επιδίωξη του σιωνιστικού αστικού εθνικιστικού ρεύματος).7

Οικισμοί Ισραηλινών εποίκων στη Δυτική Οχθη
Οικισμοί Ισραηλινών εποίκων στη Δυτική Οχθη
Ο ΟΗΕ καταδίκασε επαλειμμένα τη «σκόπιμη, συστηματική, μεγάλης κλίμακας προσπάθεια εποικισμού» του Ισραήλ, κρίνοντάς την «παράνομη» κατά το Διεθνές Δίκαιο. «Κατά την υλοποίηση αυτής της πολιτικής», σημειωνόταν σχετικά σε πόρισμα ειδικής Επιτροπής του ΟΗΕ το 1980, «το Ισραήλ κατέφυγε σε μεθόδους - άλλοτε πιο βίαιες άλλοτε πιο διακριτικές - που περιελάμβαναν τον έλεγχο των υδάτινων πόρων, την αρπαγή περιουσιών, την καταστροφή σπιτιών και την εκδίωξη ανθρώπων, δείχνοντας περιφρόνηση ακόμα και για τα πιο βασικά ανθρώπινα δικαιώματα. Η πολιτική των εποικισμών επέφερε δραματικές όσο και αρνητικές αλλαγές στην οικονομική και κοινωνική ζωή των Αραβικών πληθυσμών, ενώ προκάλεσε βαθύτατες αλλαγές στον φυσικό και πληθυσμιακό χαρακτήρα των κατεχόμενων περιοχών, περιλαμβανομένης της Ιερουσαλήμ. (...) Η πολιτική εποικισμού του Ισραήλ, με τα αδικαιολόγητα δεινά που έχει προκαλέσει σε έναν ανυπεράσπιστο πληθυσμό, αποτελεί πηγή περαιτέρω αναταραχών και βίας».8

Ειδικά το ζήτημα των υδάτινων πόρων υπήρξε εξαιρετικά σημαντικό, καθώς «το νερό αποτελούσε ένα δυσεύρετο και πολύτιμο αγαθό στην περιοχή, του οποίου ο έλεγχος και η διαχείριση σήμαινε και έλεγχο του πιο ζωτικού μέσου επιβίωσης. (...) Το Ισραήλ έχει αξιοποιήσει το νερό τόσο ως ένα οικονομικό όσο και ως ένα πολιτικό όπλο για την προώθηση της εποικιστικής πολιτικής του. (...) Η οικονομία και η αγροτική παραγωγή του Αραβικού πληθυσμού έχουν επηρεαστεί αρνητικά από την εκμετάλλευση των υδάτινων πόρων από τις κατοχικές αρχές». Οι εβραϊκοί εποικισμοί (των οποίων οι λογαριασμοί νερού επιδοτούνταν) κατανάλωναν 3 φορές περισσότερο νερό από ό,τι οι Παλαιστίνιοι που διαβιούσαν στα αστικά κέντρα και 6 φορές από εκείνους που διαβιούσαν στην ύπαιθρο. Την ίδια στιγμή που οι γηγενείς αγρότες (που αποτελούσαν και την πλειοψηφία των Παλαιστινίων) υπόκειντο σε αυστηρότατους περιορισμούς στην άρδευση των καλλιεργειών τους, οι έποικοι άνοιγαν συνεχώς νέα πηγάδια. Ταυτόχρονα, το 1986 το Ισραήλ αντλούσε (ουσιαστικά υφάρπαζε) το 1/4 του νερού που κατανάλωνε από τα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη.9

Ισραηλινός στρατιώτης συλλαμβάνει Παλαιστίνιο
Ισραηλινός στρατιώτης συλλαμβάνει Παλαιστίνιο
Οι εποικισμοί κατακερμάτιζαν τη συνοχή των παλαιστινιακών εδαφών και δυσχέραιναν σημαντικά τις μετακινήσεις των γηγενών πληθυσμών (στους οποίους η πρόσβαση και διέλευση στις συγκεκριμένες περιοχές απαγορευόταν).

Επιπλέον, οι έποικοι συμπεριφέρονταν ως επικυρίαρχοι, ως κράτος εν κράτει, όντας οπλισμένοι μέχρι τα δόντια και απολαμβάνοντας την ανοχή των αρχών σε κάθε τους αυθαιρεσία. «Ολοι οι έποικοι», σημείωνε σε Εκθεσή του το 1987 ο επικεφαλής του Προγράμματος Βάσης Δεδομένων της Δυτικής Οχθης Μ. Μπενβενίστι, «ανήκουν στα σώματα ασφαλείας, αποτελώντας οργανικό τμήμα του ισραηλινού στρατού (...). Εκτιμάται πως οι έποικοι διαθέτουν στην κατοχή τους όχι λιγότερα από 10.000 όπλα όλων των τύπων, καθώς και άλλο στρατιωτικό υλικό (...). Ο ακραίος ιδεολογικός προσανατολισμός των εποίκων και η σχετική τους αυτονομία σε σχέση με τον ορισμό του στρατιωτικού τους ρόλου οδηγεί σε αυθαιρεσίες». Παραμονές της «Ιντιφάντα» ο ΟΗΕ διαπίστωνε πως «οι πράξεις βίας και επιθετικότητας από τη μεριά των εποίκων κατά των Παλαιστινίων είχαν αγγίξει (...) πρωτόγνωρα επίπεδα», με «δολοφονίες και αρπαγές Παλαιστινίων αμάχων, ακόμη και παιδιών» να διαπράττονται όλο και πιο συχνά από «ομάδες Εβραίων εποίκων ή μέλη εβραϊκών παραστρατιωτικών οργανώσεων».10

Αφίσα για τον 17χρονο Χάτεμ Αλ-Σίσι
Αφίσα για τον 17χρονο Χάτεμ Αλ-Σίσι
«Παρά» τις αλλεπάλληλες «αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης και του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ που χαρακτήριζαν τους εποικισμούς παράνομους, το Ισραήλ επέμεινε στην πολιτική του, συνεχίζοντας να ιδρύει εποικισμούς στα κατεχόμενα Αραβικά εδάφη».11

Η οικονομική σχέση του Ισραήλ με τις κατεχόμενες περιοχές και οι συνέπειες της κατοχής στο βιωτικό επίπεδο του παλαιστινιακού λαού

Πριν την πρώτη «Ιντιφάντα» το 90% του εμπορίου των παλαιστινιακών εδαφών γινόταν με το Ισραήλ. Οι όποιες εισαγωγές από την Παλαιστίνη βεβαίως ελέγχονταν έτσι ώστε να μην «απειλούν τις ισραηλινές εταιρείες με άδικο ανταγωνισμό». Από την άλλη μεριά οι εξαγωγές προς αυτή διεξάγονταν δίχως κανένα περιορισμό (ή μέριμνα για την όποια ζημιά στους Παλαιστινίους παραγωγούς). Η αγορά της Παλαιστίνης ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη για τα ισραηλινά προϊόντα μετά την αμερικανική.12

Παράλληλα, σχεδόν το 40% των Παλαιστινίων εργαζομένων απασχολούνταν επαγγελματικά στο Ισραήλ. Οι εργαζόμενοι αυτοί έπρεπε να έχουν ειδική άδεια. Καθώς δε η παραμονή τους στο Ισραήλ δεν επιτρεπόταν, έπρεπε να μεταβαίνουν εκεί καθημερινά υποβαλλόμενοι σε μια σειρά - πολύωρους και συχνά εξευτελιστικούς - ελέγχους κατά την είσοδο και έξοδό τους από τη χώρα. Πολλοί άλλοι «αναγκάζονταν να περνούν τη νύχτα παράνομα στο Ισραήλ (...) διαβιώντας υπό απάνθρωπες συνθήκες, κοιμούμενοι στα τραπέζια των εστιατορίων όπου εργάζονταν ή συνωστισμένοι σε ανθυγιεινά υπόγεια και πατάρια. (...) Πολλοί (έφταναν να) αισθάνονται λιγότερο άνθρωποι, εργαζόμενοι πολλές ώρες, αμειβόμενοι με χαμηλούς μισθούς (περίπου τα μισά απ' ό,τι ένας Ισραηλινός εργάτης), αντιμετωπιζόμενοι με άσχημο τρόπο από τους εργοδότες τους και άλλους στο χώρο δουλειάς ή στον δρόμο. Σύμφωνα με αναφορές (οι εργαζόμενοι αυτοί) υπόκεινται κατά μέσο όρο σε σωματικούς ελέγχους, συλλήψεις ή κάποια άλλη αυθαιρεσία δύο φορές την εβδομάδα». Εννοείται πως οι Παλαιστίνιοι εργαζόμενοι στο Ισραήλ δεν είχαν τα δικαιώματα ή τις κοινωνικές - ασφαλιστικές παροχές που είχαν οι Ισραηλινοί συνάδελφοί τους.13

Το Συνέδριο Ειρήνης της Μαδρίτης, 1991
Το Συνέδριο Ειρήνης της Μαδρίτης, 1991
Στα 20 χρόνια της κατοχής η μέριμνα του ισραηλινού κράτους για την οικονομική ανάπτυξη ή τις υποδομές στη Δυτική Οχθη και τη Γάζα (που δεν αφορούσαν τις δικές του ανάγκες ή των εποίκων του) ήταν περίπου ανύπαρκτη. Οπως χαρακτηριστικά δήλωσε το 1985 ο τότε υπουργός Αμυνας (και κατόπιν πρωθυπουργός) της χώρας Γ. Ράμπιν: «Δεν θα υπάρξει καμιά ανάπτυξη στη Λωρίδα της Γάζας ή τη Δυτική Οχθη εκκινούμενη από την ισραηλινή κυβέρνηση, καθώς και καμία άδεια δεν θα δοθεί για την επέκταση της αγροτικής οικονομίας ή της βιομηχανίας, που μπορεί να δράσει ανταγωνιστικά με το Ισραήλ».14

Η φτώχεια και η ανεργία υπήρξαν κοινός τόπος στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη. Η αδυναμία εξεύρεσης εργασίας υπήρξε εκτεταμένη ακόμα και μεταξύ των εχόντων ανώτατη εκπαίδευση. Παραμονές της πρώτης «Ιντιφάντα», μόλις ένας στους οκτώ αποφοίτους πανεπιστημίου στην Παλαιστίνη μπορούσε να βρει δουλειά σχετική με τις σπουδές του.15

Το ξέσπασμα της πρώτης «Ιντιφάντα» (1987-1993)

Ολα όσα προαναφέραμε αποτέλεσαν το υπόβαθρο της μεγάλης εξέγερσης των Παλαιστινίων στη Γάζα και τη Δυτική Οχθη στα τέλη του 1987. Η κατάσταση ήταν άλλωστε ήδη έκρυθμη από τον Σεπτέμβρη, καθώς είχαν σημειωθεί μια σειρά από απεργίες και κινητοποιήσεις εργαζομένων, φοιτητών και μαθητών απ' άκρη σ' άκρη των κατεχόμενων εδαφών, οι οποίες είχαν καταλήξει σε αιματηρές συγκρούσεις με τον ισραηλινό στρατό. Ακολούθως, η δολοφονία 4 Παλαιστινίων εργαζομένων στο σημείο ελέγχου του Ερέζ (από το Ισραήλ στη Γάζα) στις 8 Δεκέμβρη 1987 δεν ήταν παρά το «σπίρτο» που άναψε τη φωτιά της γενικευμένης εξέγερσης, η οποία καταγράφηκε στην Ιστορία ως η πρώτη «Ιντιφάντα».

Το γεγονός πυροδότησε μια σειρά από διαδηλώσεις διαμαρτυρίας, που πολύ γρήγορα εξαπλώθηκαν και έλαβαν μαζικά χαρακτηριστικά. Ο ισραηλινός στρατός απάντησε με άγρια καταστολή και πραγματικά πυρά, προκαλώντας από τις πρώτες κιόλας μέρες δεκάδες θύματα μεταξύ των διαδηλωτών, στην πλειοψηφία τους νέοι (ο πρώτος νεκρός της «Ιντιφάντα» ήταν μάλιστα ένα 17χρονο αγόρι, ο Χάτεμ Αλ-Σίσι, που δολοφονήθηκε με σφαίρα στο κεφάλι). Οι προσφυγικοί καταυλισμοί οχυρώθηκαν, στους δρόμους στήθηκαν οδοφράγματα, οι εργαζόμενοι κατέβηκαν σε απεργίες, οι μαγαζάτορες έκλεισαν τα μαγαζιά τους, ενώ επιθέσεις (κυρίως με πέτρες, ξύλα και αυτοσχέδιες εμπρηστικές βόμβες) πραγματοποιήθηκαν εναντίον των δυνάμεων καταστολής, στρατιωτικών κ.ά. ισραηλινών στόχων (όπως τράπεζες, διοικητικά κτίρια, όχι όμως εποικισμοί) εντός των κατεχόμενων περιοχών. Η μη χρήση πυροβόλων όπλων υπήρξε συνειδητή επιλογή από τη μεριά της ηγεσίας του παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος, που προσέβλεπε σε μια πολιτική - διπλωματική λύση (βλ. παρακάτω).16

Το ξέσπασμα της «Ιντιφάντα» έγινε αυθόρμητα, δίχως προηγούμενο σχεδιασμό ή προετοιμασία και δίχως κεντρικό καθοδηγητικό κέντρο. Σύντομα, ωστόσο, ο αγώνας άρχισε να αποκτά πιο οργανωμένη μορφή. Πράγματι, μέσα σε λίγες μέρες συγκροτήθηκαν μια σειρά από «λαϊκές επιτροπές», που ανέλαβαν τη διεξαγωγή της πάλης κατά τόπους ή κατά χώρους (π.χ. στα πανεπιστήμια). Μέσα στις πρώτες δύο βδομάδες εμφανίστηκαν επίσης τα πρώτα ανακοινωθέντα της νεοϊδρυθείσας Ενωμένης Εθνικής Ηγεσίας της Εξέγερσης, που ανέλαβε την κεντρική καθοδήγηση του ξεσηκωμού και στην οποία μετείχαν η Φατάχ, το Λαϊκό Μέτωπο και το Δημοκρατικό Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, καθώς και το Παλαιστινιακό Κομμουνιστικό Κόμμα (που είχε ιδρυθεί το 1982 από Παλαιστίνιους κομμουνιστές στις κατεχόμενες περιοχές και έγινε μέλος της PLO το 1987).

Η «απάντηση» του Ισραήλ

Η καταστολή που αντέταξε το κράτος του Ισραήλ απέναντι στις ειρηνικές διαδηλώσεις και τον άμαχο πληθυσμό (συχνά στη λογική της «συλλογικής τιμωρίας») ήταν τρομακτική, τόσο ως προς το εύρος όσο και ως προς τη βιαιότητα με την οποία εκδηλώθηκε. Χιλιάδες στρατιώτες, άνδρες των δυνάμεων ασφαλείας, αστυνομικοί και οπλισμένοι έποικοι κυριολεκτικά ρίχτηκαν πάνω στον λαό της Παλαιστίνης, στη «γραμμή» που έδωσε ο ίδιος ο υπουργός Αμυνας του Ισραήλ Γ. Ράμπιν στις 19 Γενάρη 1988 για «βία, δύναμη και ξύλο».17

Στις σχετικές αποφάσεις της Επιτροπής του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (1989/2Α και 1989/2Α-Β) γινόταν λόγος για σωρεία «εγκλημάτων πολέμου κατά το διεθνές δίκαιο» και συγκεκριμένα: Για αθρόες «δολοφονίες αμάχων, μεταξύ των οποίων και παιδιά», για «κακομεταχείριση και βασανισμό μεγάλου αριθμού Παλαιστινίων», για «αυθαίρετη κράτηση» υπόπτων «επ' αόριστον» και υποβολή τους σε «συστηματική κακοποίηση και βασανιστήρια», για «βάναυση κακοποίηση και συμπεριφορά απέναντι σε γυναίκες που κυοφορούσαν», για «υποβολή πόλεων, χωριών και προσφυγικών καταυλισμών σε συνθήκες διαβίωσης που είχαν σκοπό την καταστροφή των κατοίκων τους» (με τον στρατιωτικό αποκλεισμό τους, την επιβολή πολυήμερων απαγορεύσεων κυκλοφορίας, τη διακοπή της ηλεκτροδότησης και υδροδότησής τους κ.λπ.), για επιθέσεις που δεν υπαγορεύονταν από στρατιωτικούς λόγους «σε σπίτια, τεμένη και νοσοκομεία», για «παρεμπόδιση της εκπαίδευσης χιλιάδων μαθητών» (με την πολύμηνη διακοπή της λειτουργίας των σχολείων και το επ' αόριστον κλείσιμο των πανεπιστημίων), για «καταστροφή σπιτιών» (συνολικά 2.532 στον αριθμό) και «ξερίζωμα χιλιάδων παραγωγικών δέντρων» ως μορφές «συλλογικής τιμωρίας», κ.ά.18

Συνολικά την περίοδο της πρώτης «Ιντιφάντα» έχασαν τη ζωή τους ως άμεση συνέπεια της ισραηλινής καταστολής (από τις σφαίρες, την κακοποίηση, την χρήση δακρυγόνων κ.ο.κ.) 1.240 Παλαιστίνιοι, εκ των οποίων ένα μέρος ήταν παιδιά κάτω των 16 ετών. Ο συνολικός αριθμός των τραυματιών έφτασε τους 130.000.19

Εκθεση του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών για το 1988 έκανε λόγο για «εκτεταμένα περιστατικά, κατά τα οποία, οι Ισραηλινοί στρατιώτες χρησιμοποιούσαν ρόπαλα για να σπάσουν τα πλευρά Παλαιστινίων και να τους κακοποιήσουν, παρότι δεν είχαν άμεση συμμετοχή στις αναταραχές ούτε είχαν αντισταθεί στη σύλληψη. Στρατιώτες έσερναν πολλούς ανθρώπους έξω από τα σπίτια τους μέσα στη νύχτα, αναγκάζοντάς τους να στέκονται όρθιοι για ώρες, ενώ χτυπούσαν άνδρες και παιδιά σε αντίποινα για τη ρίψη πετρών. Σύμφωνα με αναφορές, τουλάχιστον 13 Παλαιστίνιοι έχουν ξυλοκοπηθεί μέχρι θανάτου έως τώρα». Τα παιδιά, κατά την ίδια έκθεση, λογίζονταν ως ενήλικοι σε ζητήματα «ασφαλείας», με ό,τι αυτό σήμαινε για την αντιμετώπισή τους.20

Σύμφωνα με το σουηδικό παράρτημα της οργάνωσης «Σώστε τα Παιδιά», κάπου «23.600 με 29.000 παιδιά χρειάστηκαν ιατρική φροντίδα λόγω τραυματισμών τους από χτυπήματα τα δύο πρώτα χρόνια της Ιντιφάντα».21

Εκατοντάδες Παλαιστίνιοι εκτοπίστηκαν (εξορίστηκαν) με συνοπτικές διαδικασίες εκτός συνόρων (κυρίως στις κατεχόμενες από το Ισραήλ περιοχές του Λιβάνου). Παρά τις αλλεπάλληλες διεθνείς καταδίκες του μέτρου, το Ισραήλ συνέχισε να το χρησιμοποιεί. Η μαζικότερη τέτοια δίωξη πραγματοποιήθηκε στις 17 Δεκέμβρη 1992 με την εκτόπιση 415 Παλαιστινίων.22

Δεκάδες χιλιάδες ήταν εκείνοι που συνελήφθησαν. Μόνο τον πρώτο χρόνο της «Ιντιφάντα» (1988) ο αριθμός των κρατουμένων άγγιξε τους 12.000, ενώ πάνω από 2.000 ήταν εκείνοι που τέθηκαν υπό «διοικητική κράτηση» (δίχως δηλαδή να τους απαγγελθούν καν κατηγορίες επί μήνες).23

Τέλος, την ίδια περίοδο, το Ισραήλ εφάρμοσε για πρώτη φορά (με τόσο μαζικό τρόπο) και την πολιτική των στοχοποιημένων δολοφονιών - εκτελέσεων. Η πολιτική αυτή αφορούσε κυρίως επιλεγμένα για τη δράση τους μέλη και στελέχη του παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος, τόσο εντός του Ισραήλ και των κατεχόμενων περιοχών όσο και στο εξωτερικό. Ανάμεσα στις 120 περίπου δολοφονίες - εκτελέσεις που πραγματοποιήθηκαν από ειδικές μονάδες του Ισραήλ εκείνα τα χρόνια, ήταν και του Αμπ. Τζιχάντ (ηγετικού στελέχους της Φατάχ και της PLO) το 1988 στην Τύνιδα.24

Οι απώλειες του Ισραήλ καθ' όλη τη διάρκεια του πρώτου παλαιστινιακού ξεσηκωμού ήταν 160 νεκροί (στρατιώτες, ένοπλοι έποικοι και άμαχοι).25

Οι εξελίξεις στο Παλαιστινιακό ζήτημα

Μετά το ξέσπασμα της «Ιντιφάντα», η αμερικανική διπλωματία, με επικεφαλής τον υπουργό Εξωτερικών Τζ. Σουλτς, κινητοποιήθηκε επιχειρώντας μια σειρά διμερείς επαφές με εκπροσώπους της κυβέρνησης του Ισραήλ και των Παλαιστινίων. Οι κινήσεις αυτές των ΗΠΑ στηρίζονταν στην ανησυχία που γεννήθηκε μέσα από τα τεκταινόμενα στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη γύρω από την ασφάλεια του Ισραήλ και - κυρίως - γύρω από τη δυνατότητά του να λειτουργεί ως πυλώνας ασφάλειας για την ευρύτερη περιοχή υπό τις παρούσες συνθήκες.26

Το προτεινόμενο από τους Αμερικανούς «Σχέδιο Σουλτς» είχε ως αφετηρία την άμεση έναρξη συνομιλιών για την εκχώρηση διοικητικής αυτονομίας στη Δυτική Οχθη και στη Γάζα (με τον τελικό καθορισμό του καθεστώτος τους να παραπέμπεται σε επόμενη φάση των διαπραγματεύσεων). Ωστόσο, ο τότε πρωθυπουργός του Ισραήλ Γ. Σαμίρ υπήρξε κατηγορηματικά αρνητικός σε οποιαδήποτε τέτοια εξέλιξη, δηλώνοντας χαρακτηριστικά: «Το μόνο που αποδέχομαι από το Σχέδιο Σουλτς είναι η υπογραφή». Το Ισραήλ θεωρούσε ότι είχε προβεί ήδη σε παραχωρήσεις (με την αποχώρηση των στρατευμάτων του από τη Χερσόνησο του Σινά) και ότι «η διατήρηση της Δυτικής Οχθης και της Γάζας ήταν απολύτως αναγκαία (...) για λόγους ασφάλειας, ιστορίας και εθνικής ταυτότητας». Η αμερικανική πλευρά αντέδρασε, τονίζοντας πως η πολιτική του Ισραήλ «ήταν αδιέξοδη» και πως «η πεποίθηση ότι (...) η κατοχή της Δυτικής Οχθης και της Γάζας (...) μπορούσε να συνεχιστεί αποτελούσε ψευδαίσθηση».27

Ούτε με τους Παλαιστίνιους όμως υπήρξε αρχικά κάποια πρόοδος, αφού η αμερικανική διπλωματία, θέλοντας να «παρακάμψει» την PLO, επιδίωξε να εκκινήσει συνομιλίες με «εκπροσώπους» της επιλογής της. Απ' όσους ωστόσο κλήθηκαν να παρευρεθούν στη σχετική συνάντηση με τον ίδιο τον Τζ. Σουλτς στις 26 Φλεβάρη 1988, δεν ανταποκρίθηκε κανείς. Οι ΗΠΑ, τόνισε ο Γ. Αραφάτ, «δεν έχουν το δικαίωμα να επιλέξουν την παλαιστινιακή αντιπροσωπεία. Είναι ζήτημα αξιοπρέπειας και ακεραιότητας». Καθώς λοιπόν οι Παλαιστίνιοι δεν δέχονταν άλλη εκπροσώπηση από εκείνη που οι ίδιοι είχαν αναδείξει και αναγνώριζαν, οι ΗΠΑ δεν είχαν άλλη επιλογή από το να απευθυνθούν στην PLO, υπό τους εξής όμως αυστηρούς και μη διαπραγματεύσιμους όρους: Την αποδοχή των Αποφάσεων 242 και 338 του ΟΗΕ (δηλαδή την αποδοχή των συνόρων του Ισραήλ στα προ του 1967 όρια και τον περιορισμό του όποιου μελλοντικού Παλαιστινιακού κράτους στη Δυτική Οχθη και τη Γάζα), καθώς και την κατηγορηματική και απερίφραστη «καταδίκη της τρομοκρατίας» (ουσιαστικά της ένοπλης πάλης κατά του Ισραήλ).28

Ακολούθως, κατά τη 19η Σύνοδό του, που πραγματοποιήθηκε στο Αλγέρι στις 12 - 15 Νοέμβρη 1988, το Παλαιστινιακό Εθνικό Συμβούλιο υιοθέτησε τις σχετικές Αποφάσεις του ΟΗΕ, ανακηρύσσοντας ταυτόχρονα την ίδρυση ανεξάρτητου κράτους επί των εδαφών της Δυτικής Οχθης και της Γάζας, με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ. Το κράτος αυτό θα λειτουργούσε με βάση ένα αστικό «δημοκρατικό κοινοβουλευτικό σύστημα», με «προστασία των μειονοτήτων» και «χωρίς εθνικές, θρησκευτικές, φυλετικές και σεξιστικές διακρίσεις». Σε διεθνές επίπεδο θα πορευόταν με βάση τις αρχές «της ειρηνικής συνύπαρξης». Στις αποφάσεις του Εθνικού Συμβουλίου υπήρχε επιπλέον ειδική αναφορά στην απόρριψη κάθε «απειλής ή χρήσης δύναμης, βίας και τρομοκρατίας» κατά «της εδαφικής ακεραιότητας άλλων κρατών», ενώ για πρώτη φορά εξέλιπε κάθε αναφορά στην ένοπλη πάλη.29Οι αποφάσεις αυτές του Εθνικού Συμβουλίου δεν πάρθηκαν ομόφωνα: 253 μέλη του ψήφισαν υπέρ, 46 κατά και 10 απείχαν. Κατά ψήφισε το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (δηλώνοντας ωστόσο ότι θα σεβόταν τις αποφάσεις της πλειοψηφίας), καθώς και το σοσιαλδημοκρατικό Λαϊκό Αγωνιστικό Μέτωπο.30

Η υποχώρηση από την ένοπλη αντίσταση ενάντια στην ισραηλινή κατοχή και από την ένοπλη πάλη με σκοπό τη συγκρότηση παλαιστινιακού κράτους μπορεί να ήταν σύμφωνη με το κλίμα που επικρατούσε στις διεθνείς σχέσεις της περιόδου (με την προσέγγιση ΕΣΣΔ και ΗΠΑ, στην τελική ευθεία πριν την πλήρη ανατροπή του σοσιαλισμού), ωστόσο αντικειμενικά στέρησε από το παλαιστινιακό απελευθερωτικό κίνημα ένα από τα βασικότερα μέσα πίεσης και διεκδίκησης στον αγώνα του. Επιπλέον, επέτρεψε σε άλλες οργανώσεις - όπως η Χαμάς (βλ. παρακάτω) - να παρουσιαστούν ως γνησιότεροι εκφραστές του κινήματος και να συσπειρώσουν μεγάλη μερίδα των πιο μαχητικών του στοιχείων.

Η ανακήρυξη του κράτους της Παλαιστίνης αγκαλιάστηκε από δεκάδες χώρες, που το αμέσως επόμενο διάστημα άρχισαν να το αναγνωρίζουν η μία μετά την άλλη: Μέσα σε έναν μήνα είχαν αναγνωρίσει το κράτος της Παλαιστίνης σχεδόν 80 χώρες, μεταξύ των οποίων, βεβαίως, όλα τα κράτη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και φυσικά η Σοβιετική Ενωση (στις 19 Νοέμβρη 1988).31 Με Απόφασή της (43/177) στις 15 Δεκέμβρη 1988 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ επίσης αναγνώρισε τη διακήρυξη ανεξαρτησίας της Παλαιστίνης, με 104 ψήφους υπέρ, 2 κατά και 36 αποχές. Οι δύο μόνες αρνητικές ψήφοι ανήκαν στο Ισραήλ και τις ΗΠΑ.32

Παρότι το απελευθερωτικό κίνημα των Παλαιστινίων είχε προβεί στους συμβιβασμούς που είχαν απαιτηθεί από αυτό (ο Γ. Αραφάτ μάλιστα είχε επαναβεβαιώσει την «ολοκληρωτική και απόλυτη καταδίκη όλων των μορφών τρομοκρατίας» από την PLO μόλις μία μέρα πριν τη σχετική ψηφοφορία στον ΟΗΕ), οι ΗΠΑ συνέχιζαν να ασκούν πιέσεις για περισσότερες υποχωρήσεις και δεσμεύσεις, αφήνοντας όμως ταυτόχρονα και «μισό παράθυρο» ανοιχτό για τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων. Πράγματι, στις 14 Δεκέμβρη οι ΗΠΑ για πρώτη φορά δήλωσαν πως «ήταν έτοιμες να εμπλακούν σε έναν ουσιαστικό (απευθείας) διάλογο με την PLO». Η πρώτη από αυτές τις συνομιλίες ξεκίνησε δύο μέρες αργότερα, στην Καρχηδόνα της Τυνησίας.33

Οι αλλεπάλληλες συζητήσεις και διαβουλεύσεις συνεχίστηκαν τα αμέσως επόμενα χρόνια, με πολλά σκαμπανεβάσματα και διακοπές. Το Συνέδριο Ειρήνης που πραγματοποιήθηκε στη Μαδρίτη στις 30 Οκτώβρη - 1 Νοέμβρη 1991, υπό την αιγίδα των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ, αν και δεν κατέληξε σε κάποια λύση, έθεσε το πλαίσιο για απευθείας πλέον διαβουλεύσεις μεταξύ του Ισραήλ και των Παλαιστινίων. Και αυτές οι συνομιλίες, όμως, εξελίχθηκαν αργά και βασανιστικά, καταλήγοντας πια το 1993 στη Συμφωνία του Οσλο (βλ. στο επόμενο μέρος του αφιερώματός μας).34

Ο κόσμος, βεβαίως, είχε πλέον αλλάξει και είχε αλλάξει δραματικά προς το χειρότερο. Η ανατροπή του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και τις άλλες χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην Ευρώπη είχε στερήσει από τους λαούς της υφηλίου - και ειδικότερα εν προκειμένω από τους Παλαιστινίους - το βασικότερο διεθνές τους αποκούμπι στους αγώνες τους για ελευθερία, ανεξαρτησία και κοινωνική δικαιοσύνη.

Οι τροχοί της Ιστορίας γύρισαν προς στιγμήν προς τα πίσω. Και η κίνηση αυτή θα γινόταν πολλαπλά αισθητή στην υπόθεση του Παλαιστινιακού λαού - και όχι μόνο.

Μέσα στον αρνητικό διεθνή συσχετισμό που διαμορφωνόταν, η αστική ηγεσία της PLO (όπως και άλλων αντίστοιχων οργανώσεων ή ακόμα και κρατών, όπως π.χ. η Λιβύη) θα επιχειρούσε πλέον την προσέγγιση και συνεννόηση με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό (με ό,τι συμβιβασμούς αυτό περιλάμβανε), εφόσον κάθε διαφορετική στάση θα είχε εξαιρετικά αρνητικές συνέπειες, ελλείψει του σημαντικότατου αυτού διεθνούς αντίβαρου υπέρ των λαών το οποίο αποτελούσε η Σοβιετική Ενωση.

Η εμφάνιση και άνοδος της Χαμάς

Η Χαμάς (που σημαίνει «ενθουσιασμός» στα Αραβικά, αλλά αποτελεί ακρωνύμιο για το «Ισλαμικό Κίνημα Αντίστασης», που είναι και η πλήρης ονομασία της οργάνωσης) συγκροτήθηκε στη Γάζα τους πρώτους μήνες της «Ιντιφάντα».35

Οι ρίζες της, βεβαίως, ανατρέχουν πιο βαθιά στο παρελθόν, έως την περίοδο της αιγυπτιακής κυριαρχίας στη Γάζα και τη δημιουργία των πρώτων ερεισμάτων εκεί της «Μουσουλμανικής Αδελφότητας». Κατά τις πρώτες δύο δεκαετίες της ισραηλινής κατοχής (1967 - 1987) η επιρροή της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και άλλων τέτοιων θρησκευτικών οργανώσεων υπήρξε πολύ μικρή σε σχέση με τη Φατάχ, το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης και γενικότερα την PLO. Ωστόσο, η γενναία χρηματοδότησή τους από κράτη όπως η Σαουδική Αραβία και - πολύ περισσότερο - οι πολιτικές της ισραηλινής κατοχής έθεσαν τις βάσεις για αλλαγή των μέχρι τότε συσχετισμών.

Ακολούθως, ενώ το κράτος του Ισραήλ κατέστειλε βίαια το κίνημα της παλαιστινιακής αντίστασης που αναπτύχθηκε στη Γάζα το 1969 - 1973 (με πρωταγωνίστριες μάλιστα τις πιο ριζοσπαστικές δυνάμεις στην PLO, τις δυνάμεις του Λαϊκού Μετώπου), δολοφονώντας πολλά στελέχη του και εκτοπίζοντας εκτός συνόρων εκατοντάδες μέλη και υποστηρικτές του, την ίδια στιγμή επέδειξε ιδιαίτερη ανοχή απέναντι στην ίδρυση και δράση ισλαμικών οργανώσεων.

Πράγματι, οι ισραηλινές δυνάμεις κατοχής όχι μόνο επέτρεψαν αλλά και αναγνώρισαν επίσημα οργανώσεις όπως το «Ισλαμικό Κέντρο» (που ιδρύθηκε το 1973 από μέλη της Ισλαμικής Αδελφότητας και είχε επικεφαλής τον σεΐχη Α. Γιασίν, κατοπινό ηγέτη της Χαμάς). Η επίσημη αναγνώριση του «Ισλαμικού Κέντρου» ως φιλανθρωπικής οργάνωσης συνέβαλε τα μέγιστα στην επέκταση και ισχυροποίησή του, καθώς πλέον μπορούσε πολύ πιο εύκολα να δέχεται και να διαχειρίζεται χορηγίες από το εξωτερικό, ενώ ταυτόχρονα ήταν σε θέση να ιδρύει και να λειτουργεί απρόσκοπτα μια σειρά από κοινωνικά ιδρύματα, συλλόγους, σχολεία, τζαμιά κ.ο.κ., που σιγά σιγά εδραίωναν τα ερείσματά του στις λαϊκές μάζες. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο διάστημα 1967 - 1987 τα τζαμιά στη Λωρίδα της Γάζας υπερδιπλασιάστηκαν σε αριθμό.36

Το 1986 ο Ισραηλινός στρατιωτικός διοικητής της περιοχής, Γ. Σεγκέβ, παραδέχτηκε ότι η ισραηλινή κυβέρνηση και η κατοχική διοίκηση της Γάζας στήριξαν όντως τη δράση των ισλαμικών οργανώσεων (και με χρηματικά κονδύλια), προκειμένου να λειτουργήσουν ως «αντίβαρο» στην PLO.37 Σύμφωνα με τον Β. Οστρόφσκι (ταγματάρχη του ισραηλινού στρατού, που διετέλεσε μέλος των μυστικών υπηρεσιών του Ισραήλ, της Μοσάντ, το διάστημα 1984 - 1986): «Η στήριξη των πιο ακραίων στοιχείων του ισλαμικού φονταμενταλισμού κούμπωνε καλά με τους γενικότερους σχεδιασμούς της Μοσάντ για την περιοχή. Ενας αραβικός κόσμος στον οποίο θα κυριαρχούσαν οι φονταμενταλιστές δεν θα μπορούσε να αποτελεί συνομιλητή στις διαπραγματεύσεις με τη Δύση, αφήνοντας έτσι το Ισραήλ ως το μόνο δημοκρατικό, λελογισμένο κράτος στην περιοχή. Αν δε η Μοσάντ μπορούσε να το κανονίσει έτσι ώστε η Χαμάς (οι Παλαιστίνιοι φονταμενταλιστές) να κερδίσει τους παλαιστινιακούς δρόμους από την PLO, τότε η εικόνα (σ.σ. η αποστολή της) θα ολοκληρωνόταν».38«Δυστυχώς», θα αναφέρει στη «Wall Street Journal» το 2009 ο Α. Κοέν (αξιωματούχος του Ισραήλ για θρησκευτικά ζητήματα στη Γάζα επί 2 δεκαετίες), «η Χαμάς αποτελεί δημιούργημα του Ισραήλ».39

Βεβαίως, η ενίσχυση ακραίων θρησκευτικών - φονταμελιστικών οργανώσεων δεν αποτελούσε «ξένη» ή «σπάνια» πρακτική στο πλαίσιο του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος. Οι ΗΠΑ, άλλωστε, διέθεταν ήδη πλούσιο ιστορικό αξιοποίησης τέτοιων δυνάμεων σε διάφορες περιοχές της Μέσης Ανατολής. Από τις πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις υπήρξε βεβαίως η πολύμορφη στήριξη (με εκπαίδευση, όπλα και κεφάλαια) που παρείχαν στους Μουτζαχεντίν εναντίον των δυνάμεων της Λαϊκής Δημοκρατίας του Αφγανιστάν και της ΕΣΣΔ τη δεκαετία του 1980.

Σημειωτέον, η πολιτική του Ισραήλ έναντι της Χαμάς δεν περιορίστηκε μόνο στην περίοδο που η PLO μεσουρανούσε στα πολιτικά πράγματα της Παλαιστίνης, αλλά συνεχίστηκε έως πολύ πρόσφατα, στο πλαίσιο μιας διαρκούς και συστηματικής υπονόμευσης της προοπτικής δημιουργίας ανεξάρτητου Παλαιστινιακού κράτους. «Καθένας που θέλει να αποτρέψει την ίδρυση ενός Παλαιστινιακού κράτους» - τόνισε τον Μάρτη του 2019 ο ίδιος ο Νετανιάχου, απευθυνόμενος στην κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματός του - «πρέπει να υποστηρίξει την ενίσχυση της Χαμάς και τη μεταφορά χρημάτων στη Χαμάς. (...) Είναι μέρος της στρατηγικής μας».40«Για χρόνια», έγραφαν οι «Times of Israel» στις 8/10/2023 (όταν εκδηλώθηκε η επίθεση της Χαμάς, που πυροδότησε τον πόλεμο στη Γάζα), η ισραηλινή κυβέρνηση «ενίσχυε την Χαμάς (...) Η πολιτική αντιμετώπισης αυτής της τρομοκρατικής ομάδας ως εταίρου από την πλευρά του πρωθυπουργού (Νετανιάχου), σε βάρος του (προέδρου της Παλαιστινιακής Αρχής) Αμπάς και της προοπτικής ίδρυσης Παλαιστινιακού κράτους, προξένησε πληγές από τις οποίες το Ισραήλ θα κάνει χρόνια να γιατρευτεί».

Η σχέση Ισραήλ - Χαμάς (όπως και η σχέση ΗΠΑ - Μουτζαχεντίν και άλλες τέτοιες) δεν πρέπει να παρερμηνευτεί ως σχέση εξάρτησης. Η Χαμάς δεν υπήρξε κατασκεύασμα ή υποχείριο του Ισραήλ. Κάθε πλευρά είχε τα δικά της συμφέροντα και σκοπούς, που σε ορισμένες φάσεις (είτε σε περιόδους συνεργασίας είτε ακόμα και σε περιόδους σύγκρουσης) αλληλοεξυπηρετούνταν, έχοντας όμως ταυτόχρονα και πολλές αντιθέσεις.

Ο ρόλος της Χαμάς στην πρώτη «Ιντιφάντα»

Την περίοδο της ισραηλινής κατοχής μέχρι και την έκρηξη του παλαιστινιακού ξεσηκωμού τον Δεκέμβρη του 1987, οι ισλαμικές οργανώσεις δεν είχαν κάποια απελευθερωτική δράση, επικεντρωνόμενες σε ζητήματα κατήχησης και θρησκευτικής γαλούχησης - ιδιαίτερα των νέων. Οι όποιες περιορισμένες ένοπλες ενέργειές τους είχαν να κάνουν με επιθέσεις κατά μελών του Κομμουνιστικού Κόμματος, του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, της Φατάχ κ.ο.κ.41

Η συγκρότηση του «Ισλαμικού Κινήματος Αντίστασης» (Χαμάς), μιας πολιτικής - στρατιωτικής οργάνωσης με απελευθερωτικό πλέον πρόγραμμα και στόχους, αποτέλεσε μια προσπάθεια παρέμβασης στο περιεχόμενο και την εξέλιξη του παλαιστινιακού ξεσηκωμού, με σκοπό την υπονόμευση της PLO και εν τέλει την αντικατάστασή της στην ηγεσία του Παλαιστινιακού λαού. Γι' αυτό και όταν έλαβε χώρα, «το Ισραήλ έσπευσε να της προσδώσει νομιμότητα και κύρος, σε μια προσπάθεια περιθωριοποίησης της PLO». Πράγματι, το Ισραήλ αρχικά αναγνώρισε ως νόμιμη τη δράση της Χαμάς - νομιμότητα την οποία ήρε ενάμιση χρόνο μετά, τον Ιούνη του 1989, όταν πια η Χαμάς άρχισε να πραγματοποιεί επιθέσεις με νεκρούς.42

Η Χαμάς δεν μετείχε στην Ενωμένη Εθνική Ηγεσία της Εξέγερσης, ακολουθώντας αυτοτελή πορεία και δράση. Ως εκ τούτου, δεν δεσμευόταν ούτε από την αποχή από την ένοπλη πάλη (αν και το πρώτο διάστημα την τήρησε), ούτε από τους συμβιβασμούς της ηγεσίας του παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος, τους οποίους και αξιοποίησε προπαγανδιστικά στο έπακρο. Στις διακηρύξεις της η Χαμάς κατήγγειλε κάθε διεθνή διαμεσολάβηση για την επίλυση του Παλαιστινιακού ζητήματος, αρνούμενη την ύπαρξη του Ισραήλ και διεκδικώντας την ίδρυση κράτους στο σύνολο της ιστορικής Παλαιστίνης (σε επαφές πίσω από «κλειστές θύρες», βέβαια, το 1988 με στελέχη της ισραηλινής κυβέρνησης, η Χαμάς υπήρξε πιο «διαλλακτική» ως προς την προοπτική λύσης των δύο κρατών).43

Μετά το 1989 οι ένοπλες επιθέσεις της οργάνωσης αυξήθηκαν, ενώ στις 16 Απρίλη 1993 (παραμονές των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων στο Οσλο) πραγματοποίησε την πρώτη βομβιστική επίθεση αυτοκτονίας εντός του Ισραήλ κατά αμάχων. Για τη Χαμάς, εφόσον «το Ισραήλ αποτελούσε μια μιλιταριστική κοινωνία (...) δεν υπήρχαν άμαχοι».44

Οι επιθέσεις τέτοιου τύπου είχαν ανάμεικτη αποδοχή από τον Παλαιστινιακό λαό. Οπως τόνισε ένας καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μπιρζέιτ της Δυτικής Οχθης, «όταν κανείς έχει δεχτεί τέτοια καταπίεση, εξευτελισμό και απάνθρωπη συμπεριφορά, τότε κάθε ενέργεια που πληγώνει τον εχθρό έχει ένα άμεσο καταπραϋντικό αποτέλεσμα. Είναι το αίμα του εχθρού - πρόκειται σχεδόν για μια κανιβαλική αντιμετώπιση. (Ομως) οι Παλαιστίνιοι αισθάνονται αβοήθητοι. (Οπότε) κάθε ενέργεια, ακόμα και μια τρομοκρατική ενέργεια, είναι κάτι που λέει πως "δεν έχουμε παραδώσει ακόμη τα όπλα"».45

Οι διώξεις στελεχών της Χαμάς από το Ισραήλ - και ιδιαίτερα οι εκτοπίσεις τους το 1992 - «τους έκαναν ήρωες στα μάτια των Παλαιστινίων». «Οι Ισραηλινοί μας έκαναν μεγάλη χάρη», θα τονίσει σχετικά ένα μέλος της οργάνωσης, καθώς «βγήκαμε κερδισμένοι από όλο αυτό.»46

Κερδισμένη βγήκε η Χαμάς και από τη στήριξη της Φατάχ στο Ιράκ κατά την εισβολή του στο Κουβέιτ το 1990. Ακολούθως, η Φατάχ απώλεσε την οικονομική στήριξη της Σαουδικής Αραβίας και των άλλων κρατών του Κόλπου, η οποία διοχετεύτηκε στη Χαμάς. Ετσι, την ίδια στιγμή που η PLO έφτασε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, αδυνατώντας να στηρίξει οικονομικά τη δράση της, η Χαμάς κατάφερε να επεκτείνει ακόμα περισσότερο τα δίκτυα κοινωνικής πρόνοιας, εκπαίδευσης, φιλανθρωπίας κ.ο.κ. που λειτουργούσε σε Γάζα και Δυτική Οχθη, «αγκαλιάζοντας» πάνω από 90.000 οικογένειες.47

Βεβαίως, οι συσχετισμοί στους Παλαιστινίους ακόμα δεν είχαν αλλάξει δραματικά. Η PLO παρέμενε η κυρίαρχη δύναμη του απελευθερωτικού αγώνα και ο βασικός πολιτικός εκπρόσωπος του Παλαιστινιακού λαού. Ωστόσο, οι «σπόροι» της ραγδαίας ανάπτυξης της Χαμάς κατά τις δεκαετίες του 1990 και του 2000 είχαν πια σπαρθεί στα παλαιστινιακά εδάφη.

Σε κάθε περίπτωση, η άνοδος της Χαμάς είχε ήδη αρχίσει να έχει σαφή αρνητικό αντίκτυπο στο φιλειρηνικό και φιλοπαλαιστινιακό κίνημα στο εσωτερικό του Ισραήλ, καθώς οι δολοφονικές επιθέσεις σε βάρος αμάχων έκαναν πολλούς Ισραηλινούς να αποδεχτούν την πολιτική του ισραηλινού κράτους έναντι των Παλαιστινίων ως «αναγκαίο κακό», ή ακόμα και να ταυτιστούν με αυτή. Για δε όσους συνέχισαν να ασκούν κριτική, η υπεράσπιση της προοπτικής μιας ειρηνικής συνύπαρξης των δύο λαών αναμφίβολα γινόταν μια ολοένα και πιο δύσκολη υπόθεση.

Αρνητικές ήταν οι επιπτώσεις των «τυφλών επιθέσεων» και στην έκφραση αλληλεγγύης στον αγώνα του Παλαιστινιακού λαού στο εξωτερικό, καθώς ζημίωναν την εικόνα του (ειδικά σε μια περίοδο επικράτησης της αντεπανάστασης), ενώ ταυτόχρονα προσέδιδαν αληθοφάνεια και άλλοθι στην προπαγάνδα του ισραηλινού κράτους περί «νόμιμης άμυνας» απέναντι σε έναν «υπαρξιακό κίνδυνο» για το ίδιο.

Παραπομπές:

1. UN, The origins and evolution of the Palestine Problem, Part IV: 1984-1988 (https://www.un.org/unispal/history2/origins-and-evolution-of-the-palestine-problem/part-iv-1984-1988/) - από εδώ και πέρα ΟΗΕ-δ

2. UN, Palestinian Children in the Occupied Palestinian Territory, 1990, στο ΟΗΕ-δ, ό.π.

3. UN, The origins and evolution of the Palestine Problem, Part V: 1989-2000 (https://www.un.org/unispal/history2/origins-and-evolution-of-the-palestine-problem/part-v-1989-2000/) - από εδώ και πέρα ΟΗΕ-ε

4. Benny Morris, «Righteous victims: A history of the Zionist - Arab conflict, 1881-2001», εκδ. «Vintage Books», NY, 2001, σελ. 567

5. Letter dated 2 February 1988 from the permanent representative of Jordan to the UN (https://www.un.org/unispal/document/auto-insert-186199/)

6. «Jerusalem Post», 26/2/1988

7. Benny Morris, ό.π., σελ. 567

8. UN, The origins and evolution of the Palestine Problem, Part IΙΙ: 1978-1983 (https://www.un.org/unispal/history2/origins-and-evolution-of-the-palestine-problem/part-iii-1978-1983/) - από εδώ και πέρα ΟΗΕ-γ

9. ΟΗΕ-γ και ΟΗΕ-δ, ό.π.

10. Meron Benvenisti, «1987 Report» και «Report of the Special Committee to Investigate Israeli Practices Affecting the Human Rights of the Population of the Occupied Territories» (A/43/694), στο ΟΗΕ-δ, ό.π.

11. ΟΗΕ-γ, ό.π.

12. Rafael Reuveny, «The political economy of Israeli - Palestinian interdependence», στο «Policy Studies Journal», vol. 27, no. 4, 1999 και «Jerusalem Post», 6/5/1986

13. Meron Benvenisti, «1986 Report», στο ΟΗΕ-δ, ό.π., και Rafael Reuveny, ό.π.

14. Roger Normand, «Israel's accountability for economic warfare», στο «Middle East Report», vol. 30, no. 4, 2000

15. Peter Ackerman & Jack DuVall, «A force more powerful», εκδ. «Palgrave Macmillan», NY, 2000, σελ. 401

16. Jean - Pierre Filiu, «Gaza: A history», εκδ. «Oxford University Press», Oxford, 2014, σελ. 200 - 201

17. US Department of State, Country Reports on Human Rights Practices for 1988, εκδ. US Department Printing Office, Washington, 1989, σελ. 1.378

18. UΝ, «The Question of Palestine», July 1991 και October 1994, στο ΟΗΕ-ε, ό.π., και Juan Jose Lopez-Ibor et al (επ.), «Disasters and mental health», εκδ. «Wiley», Chichester, 2005, σελ. 231

19. ΟΗΕ-ε, ό.π.

20. US Department of State, ό.π., σελ. 1.379

21. «Al Jazeera», «Are Palestinian children less worthy?» (https://www.aljazeera.com/opinions/2011/5/30/are-palestinian-children-less-worthy)

22. ΟΗΕ-ε, ό.π.

23. ΟΗΕ-δ, ό.π.

24. ΟΗΕ-ε, ό.π

25. B'Tselem, «Fatalities in the First Intifada» (https://www.btselem.org/statistics/first_intifada_tables)

26. Ann Lesch, «US policy toward the Palestinians in the 1980s», στο «Arab Studies Quarterly», vol. 12, no. 1 - 2, Winter - Spring 1990, σελ. 168

27. Ann Lesch, ό.π., σελ.177 - 178, 182

28. Ann Lesch, ό.π., σελ.179 - 180, και ΟΗΕ-δ, ό.π.

29. Rashid Khalidi, «The resolutions of the 19th Palestine National Council», στο «Journal of Palestine Studies», vol. 19, no. 2, Winter 1990, σελ. 33 - 36

30. Congressional Record, 9/5/1989 (https://irp.fas.org/congress/1989_cr/h890509-plo.htm)

31. «The Times», 14/12/1988

32. ΟΗΕ-δ, ό.π.

33. ΟΗΕ-δ, ό.π.

34. ΟΗΕ-ε, ό.π.

35. Η πρώτη της προκήρυξη είχε ημερομηνία 11/2/1988, ενώ με το ακρωνύμιο ΧΑΜΑΣ άρχισε να εμφανίζεται από τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου (Pia Therese Jansen, «The consequences of Israel's counter terrorism policy», PhD thesis, University of St. Andrews, 2008, σελ. 102)

36. Benny Morris, ό.π., σελ. 563

37. Dilip Hiro, «Sharing the Promised Land», εκδ. «Coronet Books», London, 1996, σελ. 536

38. Victor Ostrovsky, «The other side of deception», εκδ. «Harper Collins», NY, 1994, σελ. 197

39. «Wall Street Journal», 24/1/2009

40. «Haaretz», 9/10/2023

41. Pia Therese Jansen, ό.π., σελ. 83 - 85, και Salim Tamari, «What the Uprising means?», στο «Middle East Report», no. 152, May - June 1988, σελ.29.

42. Pia Therese Jansen, ό.π., σελ. 102, και Helga Baumgarten, «The three faces / phases of Palestinian nationalism, 1948 - 2005», στο «Journal of Palestine Studies», vol. 34, no. 4, Summer 2005, σελ. 37

43. Helga Baumgarten, ό.π., σελ. 39, Jean - Pierre Filiu, ό.π., σελ. 206, και Graham Usher, «Dispatches from Palestine. The rise and fall of the Oslo peace process», εκδ. «Pluto Press», London, 1999, σελ. 20

44. Pia Therese Jansen, ό.π., σελ. 49 και 103

45. David Shipler, «Arab and Jew - Wounded spirits in a Promised Land», εκδ. «Penguin», NY, 2002, σελ. 101

46. Pia Therese Jansen, ό.π.,166

47. Pia Therese Jansen, ό.π.,169


Αναστάσης ΓΚΙΚΑΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ