2024 The Associated Press. All |
Η μεγάλη απεργία αφορά κυρίως μονάδες, όπως αυτές σε Σιάτλ, Πόρτλαντ, Ορεγκον, Νότια Καλιφόρνια. Είναι η πρώτη απεργία στον όμιλο από το 2008 (τότε είχε διαρκέσει 8 βδομάδες).
Η διευθύνουσα σύμβουλος του εμπορικού τμήματος της «Boeing», Στέφανι Πόουπ, δήλωσε ότι οι αυξήσεις που ζητάει το σωματείο είναι «πολύ μεγαλύτερες από αυτές που μπορούν να γίνουν αποδεκτές εάν θέλουμε να παραμείνουμε ανταγωνιστικοί ως επιχείρηση», καταλήγοντας ότι «περαιτέρω διαπραγματεύσεις δεν έχουν νόημα σε αυτό το σημείο...»
Ανακοίνωση της ΙΑΜ ανέφερε ότι οι εργοδότες «αρνήθηκαν να προτείνουν οποιεσδήποτε αυξήσεις μισθών, συσσώρευση αδείας διακοπών / αναρρωτικής άδειας, εξέλιξη (...) Επίσης, δεν θα επαναφέρουν τη σύνταξη καθορισμένων παροχών». Ο πρόεδρος της ΙΑΜ, Τζον Χόλντεν, δήλωσε στο «Reuters» ότι η διοίκηση της εταιρείας «προσπαθεί να πάρει εύσημα για μια πολύ μικρή, πολύ πενιχρή κίνηση, που δεν άγγιζε πραγματικά τα μεγάλα ζητήματα (...) Οι τομείς όπου δεν έκαναν βελτιώσεις είναι κραυγαλέοι».
Σχετικά δημοσιεύματα καταγράφουν την πίεση που ασκεί ο αγώνας των εργαζομένων, με καθυστερήσεις στην παραγωγή και στην παράδοση αεροσκαφών τύπου 737 MAX, με φόντο μια σειρά καταγγελίες και ενστάσεις για τις προδιαγραφές ασφάλειας, μετά και από απανωτά «περιστατικά» κατά τη διάρκεια πτήσεων αλλά και προσγειώσεων - απογειώσεων.
Αναλυτές της Wall Street εκτιμούν ότι η συνεχιζόμενη απεργία θα κοστίσει στην «Boeing» περίπου 1,5 δισ. δολάρια τον μήνα.
Την αξία του οργανωμένου συλλογικού αγώνα ανέδειξε στο μεταξύ και η μεγάλη απεργιακή κινητοποίηση που έκαναν λιμενεργάτες στις ανατολικές ακτές των ΗΠΑ, μετά από σχεδόν 5 δεκαετίες. Οι εργαζόμενοι απέσπασαν συμφωνία με αυξήσεις στις απολαβές τους, αλλά και δέσμευση για νέο γύρο διαπραγματεύσεων με στόχο Συλλογική Σύμβαση που θα κατοχυρώνει σημαντικά δικαιώματα, όχι μόνο μισθολογικά. Ενδεικτικά της πίεσης που άσκησε η απεργία ήταν και δημοσιεύματα που στοχοποιούσαν συνδικαλιστές, σε έναν ακόμα κλάδο όπου η μεγαλοεργοδοσία αξιοποιεί πολύπλευρα τον ρόλο των συμβιβασμένων συνδικαλιστικών ηγεσιών για να καλλιεργήσει ηττοπάθεια και συμβιβασμό. Ο αγώνας δόθηκε ενώ Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι επένδυσαν και σε αυταπάτες περί «καλών» και «κακών» εργοδοτών, ανάλογα με το αν είναι Αμερικανοί ή όχι, ενώ κορυφώνονται και οι ενδοαστικές κόντρες μπροστά στις προεδρικές εκλογές του Νοέμβρη, με όλο το αστικό πολιτικό σύστημα να προσπαθεί να «μαντρώσει» τους εργάτες πίσω από τις δικές του στρατηγικές επιδιώξεις.