Η ηρωική πάλη των κομμουνιστών ενάντια στον φασισμό και τα αδιέξοδα στη στρατηγική του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος
Σπασμένα παπούτσια κι όμως πρέπει να φύγουμε
Να κατακτήσουμε την Κόκκινη Ανοιξη
Εκεί που ανατέλλει ο ήλιος του μέλλοντος
Κάθε συνοικία είναι η πατρίδα του επαναστάτη,
κάθε γυναίκα του δίνει έναν αναστεναγμό
Τη νύχτα που τον οδηγούν τα άστρα,
δυνατή είναι η καρδιά και το χέρι θα χτυπήσει
(Απόσπασμα ιταλικού παρτιζάνικου τραγουδιού)
Στα τέλη Οκτώβρη του 1923, έπειτα από την εξαγγελία μιας πορείας - παρωδίας ένοπλων φασιστών (μελανοχιτώνων) με στόχο την κατάληψη της Ρώμης, ο βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ' παρέδωσε την κυβερνητική εξουσία στον Μπενίτο Μουσολίνι. Στην πραγματικότητα, η πορεία των φασιστών δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ στην έκταση που της αποδόθηκε ιστορικά, ενώ οι λίγες χιλιάδες άσχημα εξοπλισμένοι φασίστες που συγκεντρώθηκαν έξω από τη Ρώμη θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με ευκολία από τις αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις. Αλλωστε, και η μέχρι τότε βίαιη δράση των μελανοχιτώνων στηριζόταν όχι στις δικές τους δυνάμεις και δυνατότητες, αλλά στην προκλητική ανοχή και στήριξη των διαφόρων θεσμών και των κατασταλτικών μηχανισμών του καπιταλιστικού κράτους. Παρ' όλα αυτά, ο βασιλιάς, επικαλούμενος τον (αβάσιμο) κίνδυνο ξεσπάσματος εμφυλίου πολέμου και την ανάγκη αποφυγής της αιματοχυσίας, αρνήθηκε να υπογράψει διάταγμα που προέβλεπε την καταστολή τους.1
Ακόμα κι έτσι, όμως, ο διορισμός του Μουσολίνι ως πρωθυπουργού προϋπέθετε τη στήριξή του από μια κοινοβουλευτική βάση ευρύτερη αυτής των 35 βουλευτών (σε σύνολο 535) που είχε εκλέξει στις γενικές εκλογές (Μάης 1921). Την κυβέρνηση Μουσολίνι στήριξαν το χριστιανοδημοκρατικό Ιταλικό Λαϊκό Κόμμα, το Ιταλικό Φιλελεύθερο Κόμμα, η Σοσιαλιστική Δημοκρατία (δεν πρέπει να συγχέεται με τα δύο σοσιαλδημοκρατικά κόμματα) και ο Εθνικός Ιταλικός Σύνδεσμος. Κοντολογίς, ένα σημαντικό τμήμα των λεγόμενων αστικών δημοκρατικών κομμάτων όχι μόνο ανέχτηκαν την αναρρίχηση του φασισμού στην πολιτική εξουσία, αλλά και συμμετείχαν στις κυβερνήσεις Μουσολίνι, ανοίγοντας τον δρόμο για τον εκλογικό του θρίαμβο με 66% και 374 έδρες στις εκλογές του Απρίλη του 1924, που χρηματοδοτήθηκε αδρά από το ιταλικό κεφάλαιο.2 Λίγο αργότερα, τον Γενάρη του 1925, ο Μουσολίνι θα προχωρούσε στη διάλυση του κοινοβουλίου.
Πράγματι, υπό την ηγεσία του Μουσολίνι η καπιταλιστική εξουσία, εξασφαλίζοντας τη στήριξη μεσαίων αστικών στρωμάτων, πραγματοποίησε την καταστολή του εργατικού - λαϊκού και κομμουνιστικού κινήματος. Χιλιάδες κομμουνιστές και συνδικαλιστές φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν ή ακόμα και εξολοθρεύτηκαν από το αστικό κράτος, τις παρακρατικές του συμμορίες και τους μπράβους των εργοδοτών. Παράλληλα, το φασιστικό καθεστώς, προσανατολισμένο από τις πάγιες στοχεύσεις της ιταλικής εξωτερικής πολιτικής, προετοίμασε πολύμορφα την επικράτηση της Ιταλίας σε πλουτοπαραγωγικές πηγές και σημαντικούς εμπορικούς δρόμους (Μεσόγειος, Κόλπος του Αντεν).
Ωστόσο, τα κατορθώματα του ιταλικού ιμπεριαλισμού στα πεδία των μαχών δεν ήταν ανάλογα των προσδοκιών και στις περισσότερες περιπτώσεις (Βόρεια Αφρική, Ελλάδα) η διατήρηση των ιταλικών θέσεων στηρίχτηκε στη βοήθεια των γερμανικών ναζιστικών στρατευμάτων. Ως αποτέλεσμα, έπειτα από τη νίκη του Κόκκινου Στρατού στο Στάλινγκραντ (Φλεβάρης 1943), το άδοξο τέλος της εκστρατείας στη Βόρεια Αφρική (Μάης 1943) και την απόβαση των αμερικανοβρετανικών στρατευμάτων στη Σικελία (Ιούλης 1943), η ιταλική αστική τάξη κατάλαβε ότι το μέλλον του πολέμου είχε κριθεί. Πλέον η υπεράσπιση των συμφερόντων της, ακόμα και η διάσωση της εξουσίας της, επέβαλλαν την αλλαγή των συμμαχιών του ιταλικού καπιταλιστικού κράτους εν μέσω πολέμου.
Αλλωστε, ήταν νωπές οι μνήμες από όσα ακολούθησαν το τέλος του προηγούμενου Παγκοσμίου Πολέμου και στο εσωτερικό της Ιταλίας φούντωνε η αντίσταση, στην πρωτοπορία και την καθοδήγηση της οποίας βρίσκονταν οι Ιταλοί κομμουνιστές. Το ΚΚ Ιταλίας, έπειτα από μια δεκαπενταετία σκληρών διώξεων, είχε κατορθώσει να επαναφέρει το καθοδηγητικό του κέντρο στην Ιταλία από το 1941 και άρχισε να ανασυγκροτεί τις παράνομες Κομματικές του Οργανώσεις, ειδικότερα στις εργατουπόλεις του Βορρά.3 Η δράση του δεν άργησε να αποφέρει καρπούς, αφού άρχισαν να συγκροτούνται οι πρώτες παρτιζάνικες ομάδες, κυρίως στους ορεινούς όγκους, αλλά και μέσα στα αστικά κέντρα. Τον Μάη ακολούθησαν και οι πρώτες απεργίες στα εργοστάσια, οι οποίες έθεταν και πολιτικά αιτήματα.
Μέσα στο περιβάλλον που διαμόρφωσαν οι διεθνείς και εσωτερικές εξελίξεις, τα ξημερώματα της 25ης Ιούλη 1943 το Ανώτατο Φασιστικό Συμβούλιο, ένα όργανο που είχε συγκροτήσει ο ίδιος ο Μουσολίνι, στην τελευταία πολύωρη συνεδρίασή του αποφάσισε να τον καθαιρέσει. Το ίδιο απόγευμα ο Ιταλός βασιλιάς διέταξε τη σύλληψή του και έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον στρατάρχη Πιέτρο Μπαντόλιο, πρώην διοικητή της Ιταλικής Λιβύης, επικεφαλής των ιταλικών στρατιωτικών δυνάμεων την περίοδο του πολέμου της Αιθιοπίας, στη συνέχεια αντιβασιλιά της Ιταλικής Ανατολικής Αφρικής και τέλος αρχηγού του ιταλικού Γενικού Επιτελείου Στρατού στη διάρκεια της κατάληψης της Αλβανίας, του ιταλοελληνικού πολέμου και των επόμενων χρόνων.6 Ηταν φανερό πως η «νέα», κατ' όνομα αντιφασιστική αλλά πάντα καπιταλιστική Ιταλία θα χτιζόταν με τα ίδια υλικά που οικοδόμησαν νωρίτερα τον ιταλικό φασισμό.
«Η ιταλική κυβέρνηση, έχοντας αναγνωρίσει το αδύνατο της συνέχισης της άνισης μάχης εναντίον της συντριπτικής δύναμης του αντιπάλου και με την πρόθεση να διαφυλάξει το Εθνος από περισσότερες και σοβαρότερες καταστροφές, είχε αιτηθεί μια ανακωχή από τον Στρατηγό Αϊζενχάουερ, Αρχιστράτηγο των Αγγλοαμερικανικών συμμαχικών δυνάμεων. Η αίτηση έγινε αποδεκτή.
Συνεπώς, κάθε πράξη εχθρότητας ενάντια στις Αγγλοαμερικανικές δυνάμεις πρέπει να σταματήσει από πλευράς των ιταλικών δυνάμεων σε κάθε τοποθεσία. Πρέπει να αντιδρούμε, όμως, σε πιθανές επιθέσεις προερχόμενες από κάθε άλλη πλευρά».7
Η κατεύθυνση του Μπαντόλιο δεν εφαρμόστηκε άμεσα και έγκαιρα από τα ιταλικά στρατεύματα, τουλάχιστον σε ό,τι αφορούσε πιθανές γερμανικές επιθέσεις. Αμέσως μετά τη συνθηκολόγηση, όσα ναζιστικά στρατεύματα βρίσκονταν στην ιταλική επικράτεια αφόπλισαν τα ιταλικά, κατέλαβαν τα 2/3 της χώρας (κεντρική και βόρεια Ιταλία), όπου συγκεντρώνονταν και τα σημαντικότερα βιομηχανικά κέντρα, και κήρυξαν κατάσταση πολιορκίας.8
Στις 12 Σεπτέμβρη, Γερμανοί αλεξιπτωτιστές απελευθέρωσαν τον Μουσολίνι και τον οδήγησαν στο Μόναχο, όπου συναντήθηκε με τον Χίτλερ. Στις 23 Σεπτέμβρη, ο Μουσολίνι επέστρεψε στη βόρεια Ιταλία και ανήγγειλε τη συγκρότηση της λεγόμενης «Ιταλικής Κοινωνικής Δημοκρατίας», που έμεινε γνωστή στην Ιστορία ως καθεστώς του Σαλό (από την έδρα της κυβέρνησης). Το καθεστώς του Μουσολίνι βασιζόταν κυρίως στη δύναμη των γερμανικών όπλων και στην υποστήριξη ορισμένων πιστών οπαδών του.9
«Ο,τι οίκτος δειχθεί κατά τη διάρκεια της καταστολής συνιστά έγκλημα. (...) Λίγο αίμα αρχικά θα σώσει ποτάμια αίματος αργότερα. (...) Πυροβολήστε επιθετικά και χτυπήστε σαν σε μάχη».11
Ωστόσο, η ταξική σύγκρουση δεν κορυφώθηκε, αφενός γιατί σύντομα προς υπεράσπιση της κυβέρνησης Μπαντόλιο προσέτρεξαν τα αμερικανοβρετανικά στρατεύματα, αφετέρου εξαιτίας της στάσης του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (όπως μετονομάστηκε το ΚΚ Ιταλίας μετά την αυτοδιάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς).
Μία μέρα μετά την ανακοίνωση της συνθηκολόγησης, το ΙΚΚ, ακολουθώντας την πολιτική γραμμή της διαλυμένης Κομμουνιστικής Διεθνούς, κάλεσε αιφνιδιαστικά όλα τα κόμματα να συμμετάσχουν στον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας με πρωθυπουργό τον Μπαντόλιο. Ανάλογα, προώθησε τη συνένωση των αντιστασιακών οργανώσεων που καθοδηγούσε με δυνάμεις των αστικών κομμάτων, στο πλαίσιο της Εθνικής Επιτροπής Απελευθέρωσης. Και μπορεί ο Μπαντόλιο να αγνόησε τη χείρα φιλίας που έτεινε το ΙΚΚ, αλλά στην Εθνική Επιτροπή Απελευθέρωσης συμμετείχαν το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (διάδοχος του Λαϊκού Κόμματος), το Ιταλικό Φιλελεύθερο Κόμμα, το Κόμμα της Δράσης και τα δύο σοσιαλδημοκρατικά κόμματα.12 Παρόμοια ήταν η σύνθεση της Εθνικής Επιτροπής Απελευθέρωσης της βόρειας Ιταλίας, που συγκροτήθηκε λίγο αργότερα. Με άλλα λόγια, το ΙΚΚ συμμαχούσε με αστικές δυνάμεις που δήλωναν αποφασισμένες να αγωνιστούν ενάντια στον φασισμό, αλλά που νωρίτερα είχαν συνηγορήσει στην άνοδό του και είχαν συμμετάσχει στις κυβερνήσεις του Μουσολίνι.
Η λεγόμενη «στροφή του Σαλέρνο» εκ μέρους του ΙΚΚ θα ολοκληρωνόταν μετά την επιστροφή του Παλμίρο Τολιάτι από τη Μόσχα (Μάρτης 1944). Ο Τολιάτι τόνισε ότι το Κόμμα επιδίωκε την επαναφορά της αστικής δημοκρατίας, ακόμα κι αν αυτή προϋπέθετε την ταυτόχρονη αναγνώριση του βασιλιά, και απευθυνόμενος στα στελέχη του ΙΚΚ σημείωσε:
«2. Η εξέγερση που επιθυμούμε δεν πρέπει να είναι εξέγερση ενός πολιτικού κόμματος ή μιας μερίδας του αντιφασιστικού μετώπου. Πρέπει να είναι η εξέγερση όλων των ανθρώπων του έθνους.
3. Πάντα να θυμάστε ότι σκοπός της εξέγερσης δεν είναι η επιβολή μιας πολιτικής και κοινωνικής μεταρρύθμισης με τη σοσιαλιστική ή την κομμουνιστική έννοια. Σκοπός της εξέγερσης είναι η απελευθέρωση και η καταστροφή του φασισμού. Ολα τα υπόλοιπα προβλήματα θα λυθούν από τον λαό μέσα από την ελεύθερη μαζική διαβούλευση και την εκλογή ενός Κοινοβουλίου».13
Οι συγκεκριμένες τοποθετήσεις, που προδίκαζαν την κατεύθυνση του παρτιζανικού κινήματος, δεν συνιστούσαν ιταλική ιδιοτυπία. Αντικατόπτριζαν γενικότερες αδυναμίες στις επεξεργασίες του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, που δεν μπόρεσε να διαμορφώσει στρατηγική εξόδου από τον πόλεμο προς όφελος των εργατικών - λαϊκών δυνάμεων, δηλαδή μια επαναστατική στρατηγική που θα συνδύαζε την πάλη ενάντια στον φασισμό - ναζισμό με τον αγώνα για την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι πριν την αναχώρησή του για την Ιταλία, ο Τολιάτι παρέδωσε ένα υπόμνημα στον πρώην επικεφαλής της Κομμουνιστικής Διεθνούς, Γκεόργκι Ντιμιτρόφ, με τίτλο «Τα άμεσα καθήκοντα των κομμουνιστών στην Ιταλία». Εκεί υποστήριζε ότι οι κομμουνιστές έπρεπε να αρνηθούν τη συμμετοχή στην κυβέρνηση Μπαντόλιο και να απαιτήσουν την «παραίτηση του βασιλιά, ως συνεργού στην εγκαθίδρυση του φασιστικού καθεστώτος και σε όλα τα εγκλήματα του Μουσολίνι». Αν και τα παραπάνω δεν απέκλειαν τη συμμαχία του ΙΚΚ με αστικές πολιτικές δυνάμεις, με δεδομένο ότι αντιπροτεινόταν η συμμετοχή σε μια κυβέρνηση υπό τον κόμη Σφόρτσα, ούτε και απέκλιναν από τη γενική γραμμή του αντιφασιστικού μετώπου, ο υπουργός Εξωτερικών της ΕΣΣΔ, Β. Μόλοτοφ, παρέδωσε - εις γνώση της σοβιετικής κυβέρνησης - ένα υπόμνημα στον Τολιάτι το οποίο περιλάμβανε τις εξής οδηγίες: «1. Να μη ζητηθεί η άμεση παραίτηση του βασιλιά. 2) Οι κομμουνιστές μπορούν να μπουν στην κυβέρνηση Μπαντόλιο. 3) Επικέντρωση των προσπαθειών τους στην ανάπτυξη της ενότητας στον αγώνα εναντίον των Γερμανών».14
Η παράνομη δράση της Εθνικής Επιτροπής Απελευθέρωσης της βόρειας Ιταλίας συνοδεύτηκε με κλιμάκωση της δύναμης των παρτιζάνικων ομάδων. Μάλιστα, πολλοί από όσους επιχειρούσε να επιστρατεύσει το καθεστώς του Σαλό προτιμούσαν τον δρόμο του βουνού και την ένταξη στις παρτιζάνικες δυνάμεις. Οι τελευταίες, την περίοδο από τον Ιούνη έως τον Νοέμβρη του 1944, ξεκινώντας από ορεινές περιοχές, έχοντας τη στήριξη των εργατικών - λαϊκών μαζών και μαχόμενες με φτωχό οπλισμό αλλά με απαράμιλλο ηρωισμό, κατόρθωσαν να απελευθερώσουν πάνω από 20 περιοχές στα γερμανοκρατούμενα εδάφη. Αυτές ονομάστηκαν από τις εργατικές - λαϊκές δυνάμεις παρτιζάνικες δημοκρατίες, διέθεταν ευρεία έκταση και κατοικούνταν από δεκάδες χιλιάδες. Ενδεικτικά, η λεγόμενη παρτιζάνικη δημοκρατία του Αλτο Μονφεράτο περιλάμβανε μια περιοχή 150.000 κατοίκων, ενώ για 23 μέρες οι αντάρτες κατόρθωσαν να απελευθερώσουν και το αστικό κέντρο Αλμπα.15
Στις απελευθερωμένες περιοχές, ειδικότερα στις σημαντικότερες από αυτές, που περιλάμβαναν τους περισσότερους κατοίκους και διατηρήθηκαν υπό τον έλεγχο των παρτιζάνων για το μεγαλύτερο διάστημα, η εκδίωξη των μηχανισμών του καθεστώτος του Σαλό και των γερμανικών στρατευμάτων απαίτησε έναν νέο τρόπο οργάνωσης της καθημερινής ζωής και κάλυψης των πρωταρχικών αναγκών του πληθυσμού. Αν και ανάμεσα στους 100.000 παρτιζάνους που δρούσαν στη γερμανοκρατούμενη ζώνη το καλοκαίρι του 194416 περισσότεροι από τους μισούς ανήκαν στις υπό κομμουνιστική διοίκηση Ταξιαρχίες «Γκαριμπάλντι» (επικεφαλής ήταν τα στελέχη του ΙΚΚ Πιέτρο Σέκια και Λουίτζι Λόνγκο) και σε πολλές απελευθερωμένες περιοχές πλειοψηφούσαν ξεκάθαρα17, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη την ίδια περίοδο σε Γιουγκοσλαβία και Ελλάδα δεν επιχειρήθηκε η συγκρότηση λαογέννητων θεσμών Τοπικής Διοίκησης, Εκπαίδευσης και Δικαιοσύνης. Αντίθετα, πέρα από μεμονωμένες περιπτώσεις - που πρέπει να αποδοθούν σε πρωτοβουλίες τοπικών στελεχών των παρτιζάνων ή του ΙΚΚ - προωθήθηκε η αποκατάσταση στοιχειωδών λειτουργιών του καπιταλιστικού κράτους, λόγω ακριβώς της κεντρικής πολιτικής κατεύθυνσης του ΙΚΚ.18
Στο ίδιο πλαίσιο, το ΙΚΚ δεσμεύτηκε να μην αυτονομήσει τη δράση των Ταξιαρχιών «Γκαριμπάλντι» και γενικότερα των Οργανώσεών του από τις αντίστοιχες επιχειρήσεις αστικών ενόπλων δυνάμεων, και κυρίως των αμερικανοβρετανικών στρατευμάτων. Ετσι, παρόλο που η δύναμη των παρτιζάνων κλιμακώθηκε τους επόμενους μήνες (υπολογίζεται ότι λίγο πριν την απελευθέρωση έφτασαν τις 250.000)19, δεν επιδιώχθηκε η άμεση αναμέτρησή τους με τα στρατεύματα των Γερμανών και του καθεστώτος του Σαλό, με στόχο την απελευθέρωση μεγάλων πόλεων.
Τελικά, τα αμερικανοβρετανικά στρατεύματα κινήθηκαν βόρεια μόλις τον Απρίλη του 1945, όταν πλέον ο Κόκκινος Στρατός είχε ολοκληρώσει την απελευθέρωση της Πολωνίας, της Ουγγαρίας και της Αυστρίας, ξεκινούσε τη μάχη της Τσεχοσλοβακίας και ήταν σίγουρο ότι σύντομα θα προέλαυνε στα γερμανικά εδάφη.20 Τότε ήταν που Αμερικανοί και Βρετανοί ζήτησαν και τη συνδρομή των παρτιζάνικων δυνάμεων.
Ως μέρα γενικευμένης εξέγερσης ορίστηκε η 26η Απρίλη 1945. Οι κομμουνιστές παρτιζάνοι πρωταγωνίστησαν στην απελευθέρωση των βιομηχανικών κέντρων, όπως της Μπολόνια, του Τορίνο, του Μιλάνου, της Γένοβας κ.λπ., όπου διέθετε και σημαντική πολιτική επιρροή το ΙΚΚ. Σε αρκετές περιπτώσεις ολοκλήρωσαν, με τη συνδρομή των παράνομων Κομματικών Οργανώσεων και του ντόπιου πληθυσμού, την απελευθέρωση των πόλεων πριν την έλευση των αμερικανοβρετανικών στρατευμάτων, που ουσιαστικά δεν χρειάστηκε να δώσουν μάχη. Ενδεικτικά, στο Τορίνο 15.000 μαχητές της Ταξιαρχίας «Γκαριμπάλντι» εξουδετέρωσαν κάθε αντίδραση των εγχώριων φασιστών και των Γερμανών κατακτητών, εκκαθαρίζοντας την πόλη σπίτι - σπίτι.21
Μέχρι τις 2 Μάη οι γερμανικές δυνάμεις είχαν συνθηκολογήσει. Ωστόσο η πολυτραγουδισμένη Κόκκινη Ανοιξη δεν έφτασε, στον βαθμό που η απελευθέρωση συνοδεύτηκε από την αποκατάσταση της λειτουργίας του ιταλικού καπιταλιστικού κράτους. Η ηρωική στάση των κομμουνιστών παρτιζάνων και η αυτενέργεια των εργατικών - λαϊκών μαζών δεν μπορούσαν να επιλύσουν τα προβλήματα στρατηγικής του ΙΚΚ και του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος.
Το ΙΚΚ χαρακτήρισε τα γεγονότα της περιόδου δημοκρατική αντιφασιστική επανάσταση και επέμεινε στη διαμόρφωση μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας, η οποία, αν και ήθελε να τη χαρακτηρίζει αντιφασιστική, συμπεριλάμβανε αστικές δυνάμεις που είχαν συνεργαστεί με τον φασισμό. Και δεν μπορούσε να συμβαίνει αλλιώς, αφού ο ιταλικός φασισμός ήταν δημιούργημα του ιταλικού καπιταλισμού.
Σε αντίθεση με τις προπολεμικές του αναλύσεις, το ΙΚΚ δεν αντιμετώπιζε πλέον την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία ως μανδύα της ταξικής εκμετάλλευσης, αλλά ως μέσο για την ειρηνική και κοινοβουλευτική κατάκτηση της σοσιαλιστικής εξουσίας. Από αυτήν τη σκοπιά, θεωρούσε πρωταρχικό του στόχο να αποτρέψει τα σχέδια της καπιταλιστικής αντίδρασης, που επιθυμούσε την απομόνωσή του από την κυβέρνηση. Στην πραγματικότητα, όμως, οι σημαντικότερες αστικές δυνάμεις, όπως και οι ΗΠΑ και η Μ. Βρετανία, έχοντας διαμορφώσει σχέδιο ενσωμάτωσης των εργατικών - λαϊκών αντιδράσεων και προσμετρώντας την απήχηση του ΙΚΚ σε αυτές, θεωρούσαν προτιμότερη την προσέλκυσή του στην κυβέρνηση, παρά μια εκδίωξη, που θα μπορούσε να πυροδοτήσει τάσεις ανατροπής της καπιταλιστικής εξουσίας.22
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο και με δεδομένη την απουσία επαναστατικής στρατηγικής, ακόμα και η τιμωρία ορισμένων στελεχών του φασιστικού καθεστώτος και η εκτέλεση του ίδιου του Μουσολίνι από τους κομμουνιστές παρτιζάνους το πρώτο διάστημα, μπορεί να καταδικάστηκαν από ορισμένες συντηρητικές αστικές δυνάμεις, αλλά δεν τρόμαζαν την ιταλική καπιταλιστική εξουσία και τους νέους διεθνείς της συμμάχους. Αντίθετα, βοηθούσαν και στην εκτόνωση της δικαιολογημένης εργατικής - λαϊκής οργής. Εξάλλου, μια σειρά στελέχη του φασιστικού καθεστώτος που δεν είχαν ακολουθήσει την κυβέρνηση Μπαντόλιο ήταν επικίνδυνο να αποκαλύψουν τις σχέσεις της αστικής τάξης και των αστών πολιτικών με τον φασισμό, διαταράσσοντας τη σταθερότητα της νέας κυβέρνησης.
Από την άλλη, η συμμετοχή των κομμουνιστών στην κυβέρνηση δεν εξασφάλισε ούτε πρόσκαιρα μέτρα υπέρ των εργατικών - λαϊκών δυνάμεων. Το αμέσως επόμενο διάστημα ο πληθωρισμός έτρεχε και η ανεργία έλαβε πρωτόγνωρες διαστάσεις. Την ίδια περίοδο οι Ιταλοί καπιταλιστές που είχαν στηρίξει αποφασιστικά τον Μουσολίνι παρέμεναν στο απυρόβλητο, αποκομίζοντας νέα κέρδη από τη μεταπολεμική ανοικοδόμηση της χώρας (σύντομα θα ενισχύονταν και από το σχέδιο Μάρσαλ). Επιπρόσθετα, η επονομαζόμενη αντιφασιστική κυβέρνηση αφαίρεσε κάθε θεσμική αναγνώριση από τις Επιτροπές Εθνικής Απελευθέρωσης και ταυτόχρονα, με διάταγμα που υπέγραψε ο ίδιος ο Τολιάτι ως υπουργός Εσωτερικών, αμνηστεύτηκαν πολλά από τα στελέχη του φασιστικού καθεστώτος. Τελικά το ΙΚΚ, μετέχοντας στην κυβέρνηση, αναγνώρισε ακόμα και τα προνόμια που είχε παραχωρήσει ο Μουσολίνι στο Βατικανό.23
Το ΙΚΚ πετάχτηκε εκτός κυβέρνησης όταν η ιταλική καπιταλιστική εξουσία ένιωσε ότι είχε περάσει οριστικά τον σκόπελο της πολεμικής αποσταθεροποίησής της και το ίδιο είχε φθαρεί αρκετά στη συνείδηση των εργατικών - λαϊκών μαζών, από τη συμμετοχή του στην αντιλαϊκή αστική διαχείριση.
Πολλοί μελετητές της περιόδου υποστηρίζουν ότι η πολιτική του ΙΚΚ αποτελούσε προσαρμογή στα δεδομένα της χώρας του, όπου έδρευε σημαντικός αριθμός αγγλοαμερικανικών στρατευμάτων.24 Είναι αλήθεια ότι η αντιπαράθεση με τον αμερικανικό και βρετανικό ιμπεριαλισμό ήταν δύσκολη (ειδικά μετά το 1945 και μέχρι το 1949, όταν οι ΗΠΑ κατείχαν το μονοπώλιο της ατομικής βόμβας και υπήρχε διάχυτος ο φόβος μιας επίθεσης στην ΕΣΣΔ και σε χώρες όπου θα επιχειρούνταν σοσιαλιστική επανάσταση). Ωστόσο, οι δυνατότητες πάλης για την κατάκτηση της επαναστατικής εργατικής εξουσίας αφορούσαν και άλλες χώρες, όπως και την Ελλάδα, ενώ το ένοπλο εργατικό - λαϊκό κίνημα που απλώθηκε σε όλη την Ευρώπη έφερε μεγάλους τριγμούς στην καπιταλιστική εξουσία, που αφορούσαν και τις οικονομικές και τις στρατιωτικές αντοχές καπιταλιστικών κρατών όπως η Μ. Βρετανία. Αλλωστε, και η μετέπειτα εξέλιξη της ταξικής πάλης (π.χ. στην Κούβα ή στο Βιετνάμ) απέδειξε τη δύναμη της εργατικής - λαϊκής ένοπλης πάλης ακόμα κι όταν χρησιμοποίησε κατώτερης τεχνολογίας μέσα.
Το βέβαιο είναι ότι η σταθερότητα του μεταπολεμικού συσχετισμού προς όφελος της σοσιαλιστικής οικοδόμησης θα κρινόταν από τη νίκη των σοσιαλιστικών επαναστάσεων σε όσο το δυνατόν περισσότερες χώρες. Αυτήν τη γραμμή δεν μπόρεσε έγκαιρα και γενικευμένα να την επεξεργαστεί το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα, ώστε να μη χάσει τις «ευκαιρίες» που δημιούργησε ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος. Και αυτό αφορά και την Ιταλία, στο όνομα της οποίας κάποιοι μέχρι σήμερα υμνούν τον «πολιτικό ρεαλισμό» του ΙΚΚ, προκειμένου να τον αντιπαραθέσουν στον αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, που τον χαρακτηρίζουν τυχοδιωκτικό.
Αντίθετα, το διδακτικό συμπέρασμα που αναδύεται από τη μελέτη της περιόδου είναι ότι ο «πολιτικός ρεαλισμός» του ΙΚΚ οδήγησε στον μακροχρόνιο «ιστορικό συμβιβασμό» και στη μετάλλαξη και διάλυσή του, ενώ η - έστω καθυστερημένη και με αντιφάσεις - πάλη του ΚΚΕ μέσα από τον ΔΣΕ αποτέλεσε την παρακαταθήκη για τη διατήρηση του ταξικού του πυρήνα και την αντίστασή του στον «ευρωκομμουνιστικό» αναθεωρητισμό.
Παραπομπές:
1. Patricia Knight, «Mussolini and Fascism», Routledge Editions, London & New York, 2013, pp. 24-30.
2. Alexander De Grand, «Italian Fascism. Its Origins and Development», Nebraska University Press, Lincoln & London, p. 51.
3. Donald Sassoon, «Contemporary Italy. Society and Politics», Longman Editions, London & New York, 1997, pp. 254-256.
4. Timothy W. Mason, «The Turin Strikes of March 1943» στο Jane Caplan (ed.), «Nazism, Fascism and the Working Class», Cambridge University Press, Cambridge & New York, pp. 74-75.
5. David Broder, «The Rebirth of Italian Communism 1943 - 1944», Palgrave Macmillan Editions, Cham 2021, p. 59.
6. Philip Morgan, «The Fall of Mussolini», Oxford University Press, Oxford & New York, 2009, p. 11.
7. Charles F. Dellzel, «Mediterranean Fascism 1919 - 1945. Selected Documents», Macmillan Press, New York, 1970, p. 224.
8. Υπουργείο Αμυνας της ΕΣΣΔ, «Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, 1939 - 1945», τόμ. Β', εκδ. «Κυψέλη», Αθήνα, 1959, σελ. 181, και Stanislao G. Pugliese, «Fascism, Anti-Fascism and Resistance in Italy, 1919 to Present», Rowman & Littlefield Publishers, Oxford & New York, 2004, p. 19.
9. H. James Bargwyn, «Mussolini and the Sale Republic, 1943-1945», Palgrave Macmillan Editions, Cham, 2018, pp. 16-17.
10. James Holland, «Sicily '43: The First Assault on Fortress Europe», Bantam Press, London, 2020, p. 61.
11. Οπως παρατίθεται στο H. James Bargwyn, «Mussolini and the Sale Republic, 1943-1945», Palgrave Macmillan Editions, Cham, 2018, p. 6.
12. Marc Gilbert - Robert K. Nilsson, «Historical Dictionary of Modern Italy», Scarecrow Press, Maryland & Plymouth, 2007, p. 105.
13. David Travis, «Communist and Resistance in Italy (1943-1948)» στο Tony Judt, «Resistance and Revolution in Mediterranean Europe», Routledge Editions, London & New York, 1989, p. 92.
14. Οπως παρατίθενται στο ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, «Πρόλογος» στο «Ντοκουμέντα Συμμαχικών Διασκέψεων του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Γιάλτα - Μόσχα - Τεχεράνη - Πότσνταμ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2024, σελ. 70.
15. Gerd Rainer-Horn, «The Moment of Liberation in Western Europe. Power Struggles and Rebellionw, 1943 - 1948», Oxford University Press, Oxford, 2020, p. 84.
16. Giovani di Capua, «Resistenzialismo versus Resistenza», Rubbettino Editore, p. 77.
17. Giorgio Bocca, «Storia dell'Italia partigiana», Mondadori Editore, Milan, 1996, p. 494.
18. Gerd Rainer-Horn, «The Moment of Liberation in Western Europe. Power Struggles and Rebellionw, 1943 - 1948», Oxford University Press, Oxford, 2020, pp. 85-86.
19. Giovani di Capua, «Resistenzialismo versus Resistenza», Rubbettino Editore, p. 77.
20. ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, «Πρόλογος» στο «Ντοκουμέντα Συμμαχικών Διασκέψεων του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Γιάλτα - Μόσχα - Τεχεράνη - Πότσνταμ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2024, σελ. 47.
21. Ivan T. Berend, «Modern European Economy», Routledge Editions, London & New York, 2013, p. 185.
22. Ennio di Nolfo, «The United States and the PCI: The Years of Policy Formation, 1942 - 1946».
23. Κώστας Σκολαρίκος, «Ευρωκομμουνισμός: Θεωρία και στρατηγική υπέρ του κεφαλαίου», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2015, σελ. 45.
24. Silvio Pons, «Stalin and the Italian Communists» στο Melvyn P. Leffler - David S. Painter, «Origins of the Cold War, Routledge Editions», New York, 2004, pp. 205-216.