Μια πάλη που περνάει τώρα στον επόμενο μεγάλο αγωνιστικό σταθμό, της Εργατικής Πρωτομαγιάς, που φέτος αποκτά ξεχωριστή σημασία μέσα στο εφιαλτικό περιβάλλον της ξέφρενης πολεμικής προετοιμασίας από τα καπιταλιστικά κράτη και τις συμμαχίες τους. Το περιβάλλον των εμπορικών πολέμων, των ματωμένων εξοπλισμών, της κλιμάκωσης του μακελειού στη Μέση Ανατολή, της συνέχισης των συγκρούσεων στην Ουκρανία, με την ελληνική κυβέρνηση να χώνεται στη «συμμαχία των προθύμων» με αποστολή ακόμα και στρατευμάτων στα πεδία των μαχών.
Χαρακτηριστικά είναι όσα βλέπουν και όσα ακούνε οι εργαζόμενοι μόνο τις τελευταίες μέρες, την ίδια στιγμή που δεν μπορούν να βγάλουν τον μήνα με τους μισθούς πείνας των 743 ευρώ και με την ακρίβεια να καλπάζει.
Από τη μία ο χορός των τρισεκατομμυρίων που πάνε κι έρχονται στα χρηματιστήρια, με τις αγορές να «αντιδρούν» πότε έτσι και πότε αλλιώς στους δασμούς των ΗΠΑ και στα αντίποινα της Κίνας και των άλλων ιμπεριαλιστικών κέντρων. Και από την άλλη οι επιπτώσεις στη ζωή του λαού, με προειδοποιήσεις για τα νέα κύματα ακρίβειας, για περισσότερη εκμετάλλευση στους χώρους δουλειάς.
Από τη μία το ΝΑΤΟ απαιτεί 5% του ΑΕΠ για τις πολεμικές δαπάνες, η ΕΕ εξαγγέλλει 800 δισ. ευρώ ζεστό χρήμα για τις βιομηχανίες του πολέμου, βάζοντας «χέρι» και στα αποθεματικά των συνταξιοδοτικών ταμείων. Από την άλλη οι Ελληνες εφοπλιστές τρίβουν τα χέρια τους για τη «διεθνή αναταραχή», που δημιουργεί «νέες ευκαιρίες» για περισσότερα κέρδη από το τσαλαβούτημα στους σκληρούς ανταγωνισμούς.
Οι συνταξιούχοι και οι εργαζόμενοι στο Δημόσιο ακούνε τα κρατικά επιτελεία και τις «δεξαμενές σκέψης» στα φόρουμ του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού (βλ. Φόρουμ των Δελφών) να τους λένε ότι πρέπει να τα «κουτσοβολεύουν» με τα ψίχουλα, να ξεχάσουν 13ο και 14ο μισθό και σύνταξη. Γιατί, όπως λένε, «προτεραιότητα έχουν οι αυξημένες αμυντικές δαπάνες», γιατί έτσι «θα ενισχυθεί η ευελιξία της οικονομίας», έτσι θωρακίζεται η «δημοσιονομική σταθερότητα».
Οσο δηλαδή ενισχύονται οι επιχειρηματικοί όμιλοι, όσο περισσότερο πλούτο απομυζούν και μάλιστα στο πλαίσιο της στροφής στις πολεμικές δαπάνες, τόσο χειρότερα καλείται να ζήσει η μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία, τόσο θα επιδεινώνεται η Υγεία και η Παιδεία, τόσο θα υποβαθμίζονται υποδομές, τόσο πιο εκτεθειμένος θα είναι ο λαός σε παλιούς και νέους κινδύνους.
Αυτό είναι το πλαίσιο της άγριας εκμετάλλευσης και των πολέμων, στο οποίο η κυβέρνηση, το κεφάλαιο και τα κόμματά του, το σάπιο κράτος τους καλούν τον λαό και τη νεολαία να υποταχθούν.
Ολες τις παραπάνω εξελίξεις που διαμορφώνουν την εφιαλτική «κανονικότητα», προμηνύοντας τα ακόμα χειρότερα για τους λαούς όλου του κόσμου, τις διαπερνά το νήμα του κέρδους. Το ίδιο «νήμα» που περνά από τα καθημερινά εγκλήματα στους χώρους δουλειάς - παγίδες θανάτου, στις υποδομές - ρημαδιό και στα κάθε λογής «Τέμπη» που διαλύουν τις ζωές των εκατομμυρίων εργαζομένων και λαϊκών ανθρώπων.
Ποιος κερδίζει - ποιος πληρώνει λοιπόν;
Κερδίζουν οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι, οι επενδυτές, μια χούφτα μέτοχοι στα μονοπώλια του κάθε κλάδου. Και χαμένοι είναι οι εργαζόμενοι, οι βιοπαλαιστές σε πόλεις και χωριά, τα παιδιά τους.
Ο λαός έχει πια μεγάλη πείρα. Εχει την πείρα από τις «πράσινες» μπίζνες, στις οποίες κατευθύνθηκαν αμέτρητα κεφάλαια τα προηγούμενα χρόνια. Το αποτέλεσμα; Ενεργειακή φτώχεια για τη λαϊκή πλειοψηφία, ερημοποίηση και ανεργία σε μια σειρά περιοχές, διαλυμένα δικαιώματα για τους μισθωτούς στον κλάδο της Ενέργειας.
Η «στροφή» δε στην πολεμική οικονομία όχι απλά θα βαθύνει και θα επεκτείνει αυτή την αθλιότητα στους χώρους δουλειάς, αλλά θα φέρνει και τα εκατομμύρια των εργαζομένων ένα βήμα πιο κοντά στο φιτίλι της γενικευμένης ανάφλεξης. Τους βάζει όχι απλά στο επίκεντρο της επίθεσης σε δικαιώματα και κατακτήσεις, αλλά στο στόχαστρο των λυσσαλέων πολεμικών συγκρούσεων.
Η πρωτόγνωρη αυτή κατάσταση, που κάθε τόσο συμπυκνώνεται στο «τι άλλο θα δούμε;», απαιτεί και μια «πρωτόγνωρη» απάντηση από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της. Δεν υπάρχουν περιθώρια ούτε αναμονής και νέων αυταπατών, ούτε αναζήτησης σωτήρων και επιστροφής σε χρεοκοπημένες «συνταγές» του παρελθόντος.
Το δίλημμα «`Η τα κέρδη των καπιταλιστών ή οι ανάγκες των εργαζομένων», που έγινε σύνθημα στα χείλη εκατομμυρίων λαού και νεολαίας στις μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις των προηγούμενων μηνών, δείχνει τον δρόμο για την αναγκαία «πρωτόγνωρη» απάντηση, για τη συνέχεια της πάλης, για την οργάνωση της αντεπίθεσης.
Δείχνει τον δρόμο της πάλης απέναντι στον πραγματικό αντίπαλο, σε ένα σύστημα που δεν διστάζει να διαφημίζει ανοιχτά ότι εγκληματεί για το κέρδος, επιβάλλοντας στον λαό ανείπωτες θυσίες και διαρκή υποβάθμιση των δικαιωμάτων του. Που φτάνει σήμερα να καλεί τους εργαζόμενους να «ταΐζουν» την πολεμική μηχανή, πετσοκόβοντας τα δικαιώματά τους, πότε στο όνομα της «άμυνας» απέναντι στους «εμπορικούς πολέμους», πότε στο όνομα της θωράκισης απέναντι στις κρίσεις και πότε για τους αιματηρούς πολέμους των ιμπεριαλιστών.
Απέναντι σε αυτό το βάρβαρο και σάπιο καπιταλιστικό σύστημα, που κάθε μέρα δείχνει ότι δεν βελτιώνεται, αλλά γίνεται ακόμα πιο εγκληματικό - ακόμα πιο εχθρικό, πρέπει να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους οι εργαζόμενοι.
Οι δυνατότητες υπάρχουν, οι «από κάτω» έδειξαν για μια ακόμα φορά στην πρόσφατη απεργία ότι μπορούν να οργανωθούν και να οργανώσουν την αντεπίθεση.
Η βελτίωση των συσχετισμών σε μια σειρά μεγάλους κλάδους και χώρους δουλειάς, η δημιουργία σωματείων από νέους εργαζόμενους που μάχονται κόντρα στην εργοδοσία και το κράτος, οι διεκδικήσεις για μισθούς και ΣΣΕ, που αγκαλιάζουν περισσότερες δυνάμεις, οι χιλιάδες εργαζόμενοι που με θάρρος απευθύνονται στα σωματεία τους, ξεπερνώντας δισταγμούς και φόβους απέναντι στην εργοδοσία, είναι στοιχεία ελπιδοφόρα που βγάζουν στην επιφάνεια νέες δυνατότητες.
Τώρα είναι που πρέπει στα «γεμάτα» να βαθύνει ο προβληματισμός και η συζήτηση μέσα στην εργατική τάξη για το «τι κρίνεται σήμερα», επομένως και για το «τι κίνημα χρειάζεται».
Από τη σκοπιά των «από κάτω», δεν κρίνεται ούτε το πώς θα αποκατασταθεί η «εμπιστοσύνη στο κράτος και τους θεσμούς», όπως λένε η κυβέρνηση και τα άλλα κόμματα του συστήματος, ούτε το πώς θα «ξοδευτεί» η οργή και η δυσαρέσκεια σε δοκιμασμένες «λύσεις» που οδηγούν στα ίδια αδιέξοδα. Κρίνεται όμως το κατά πόσο η έλλειψη εμπιστοσύνης στο κράτος και τους θεσμούς του θα βαθύνει ακόμα περισσότερο, θα «δεθεί» με το στέρεο συμπέρασμα ότι το αστικό κράτος είναι εχθρικό για τον λαό, ακριβώς επειδή είναι φιλικό για τους ομίλους και τα κέρδη τους. Κρίνεται το κατά πόσο κερδίζει έδαφος μέσα στο κίνημα και τους αγώνες η λογική της σύγκρουσης με αυτό το κράτος και όχι αυταπάτες ότι μπορεί να βελτιωθεί, να γίνει πιο «φιλολαϊκό».
Ακόμα περισσότερο, κρίνεται το ποια είναι εκείνη η δύναμη που μπορεί να ανατρέψει ριζικά αυτή την κατάσταση. Οι εργαζόμενοι έχουν περισσότερα πειστήρια ότι αυτή η δύναμη δεν μπορεί να αναζητηθεί σε κυβερνητικές εναλλαγές, ότι δεν μπορεί να αναζητείται «διέξοδος» μέσα στον λαβύρινθο του συστήματος, αλλά, στον αντίποδα:
Βρίσκεται στην ισχυροποίηση του εργατικού - λαϊκού κινήματος, πρώτα και κύρια μέσα από τους χώρους δουλειάς και τους κλάδους, με τους εργαζόμενους οργανωμένους παντού, και με όλες τις μορφές πάλης, που θα βάζουν στο στόχαστρο όσα τσακίζουν τη ζωή του λαού: Τους μισθούς πείνας, τα διαλυμένα σχολεία και νοσοκομεία, την ιμπεριαλιστική πολεμική εμπλοκή κ.ο.κ. Που θα παλεύει δηλαδή με κριτήριο τις σύγχρονες ανάγκες και όχι τις «αντοχές» της οικονομίας και τη «σταθερότητα» του πολιτικού συστήματος.
Σε αυτή την κατεύθυνση, και χτίζοντας τη δύναμη της ανατροπής, κάθε αγωνιστική πρωτοβουλία, κάθε σταθμός του κινήματος μπορεί και πρέπει να συμβάλλει στον πανελλαδικό συντονισμό, στην οικοδόμηση της συμμαχίας της εργατικής τάξης με τους βιοπαλαιστές αγρότες και αυτοαπασχολούμενους, να οξύνει τη σύγκρουση με το σύστημα και τους εκπροσώπους του. Να ενώνει όλους όσοι πλήττονται από τα κοινά προβλήματα που τους προκαλεί ο κοινός αντίπαλος: Οι επιχειρηματικοί όμιλοι, το κράτος και οι κυβερνήσεις του. Οσους δηλαδή έχουν κάθε λόγο να παλέψουν για την ανατροπή του καπιταλισμού και την κατάργηση της εκμετάλλευσης.
Τι άλλο κρίνεται σήμερα; Το κατά πόσο «κερδίζει έδαφος» η προοπτική του πραγματικά καινούργιου και διαφορετικού, το οποίο αναδύεται όλο και περισσότερο σαν ανάγκη των καιρών. Δηλαδή η ανάγκη για μια άλλη οργάνωση της κοινωνίας, χωρίς το καπιταλιστικό κέρδος, με τον λαό στην εξουσία και με όλα τα πολιτικά και οικονομικά εργαλεία στα χέρια του, με κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής ώστε να εξασφαλίσει την ευημερία. Να μετατρέψει την Υγεία, την Παιδεία, την Ενέργεια, τις συγκοινωνίες κ.ά. από πεδία επιχειρηματικής δράσης και καθημερινών απειλών σε πραγματικά κοινωνικά αγαθά.
Αυτήν τη διέξοδο, τη σοσιαλιστική, που είναι και η μόνη ρεαλιστική, προβάλλει το ΚΚΕ, και τη φωτίζει μέσα στην πάλη ενάντια στην πολιτική της κυβέρνησης και των άλλων κομμάτων του συστήματος, για να μπει τέλος στον φαύλο κύκλο των πολέμων και της εκμετάλλευσης.