Eurokinissi |
Χαρακτηριστικά, σε συζήτηση που έγινε την Παρασκευή στο Φόρουμ των Δελφών με αντικείμενο την «Πλοήγηση σε ταραγμένα νερά από την Ερυθρά Θάλασσα στη Νότια Κινεζική Θάλασσα», η Νταϊάν Τέρτον, στρατιωτική εκπρόσωπος της Αυστραλίας σε ΝΑΤΟ και ΕΕ, έβαλε θέμα ότι στρατιώτες της Β. Κορέας αποκτούν πολεμική πείρα και πρόσβαση σε ρωσική τεχνολογία στο μέτωπο της Ουκρανίας, ενώ η Κίνα οικοδομεί σταθερά τις στρατιωτικές της δυνατότητες.
Η Ελίζαμπεθ Iκόνομι, στέλεχος του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ στις ΗΠΑ, τόνισε ότι στην Ουάσιγκτον υπάρχει δικομματική συμφωνία για «ανοιχτό Ινδο-Ειρηνικό», ενάντια στην επέκταση της Κίνας, με στρατιωτική παρουσία σε συνεργασία με τους εταίρους της στην περιοχή μέσα και από τριμερή σχήματα που στήθηκαν ήδη από την εποχή Μπάιντεν, όπως ΗΠΑ - Νότια Κορέα - Φιλιππίνες, ή Ιαπωνία, τις σχέσεις με την Ινδία κ.λπ. Προεξόφλησε δε ότι θα συνεχιστεί η ισχυρή αμερικανοΝΑΤΟική παρουσία στην περιοχή, έστω μέσα από παζάρια του Τραμπ με τις κυβερνήσεις της περιοχής ώστε να αναλάβουν περισσότερα βάρη αυτής της ανάπτυξης, π.χ. αγοράζοντας σε αντιστάθμισμα περισσότερο καύσιμο από τις ΗΠΑ. Σε κάθε περίπτωση, υπογράμμισε, η Κίνα θα παραμείνει η μεγαλύτερη πρόκληση για τις ΗΠΑ, με συνέχιση και εξέλιξη των προσπαθειών για απομόνωσή της.
Ο Ακιο Τακαχάρα, καθηγητής πανεπιστημίου στο Τόκιο, συμφώνησε ότι «ο ελέφαντας στο δωμάτιο» είναι η Κίνα και οι προθέσεις της να γίνει υπερδύναμη, με ανάπτυξη του Ναυτικού της για προβολή της ισχύος της σε όλο τον κόσμο. Με ό,τι κινδύνους συνεπάγεται αυτό, όπως είπε, για τους θαλάσσιους διαύλους των ευρωατλαντικών, ειδικά σε ό,τι αφορά τη διασύνδεση των δύο «πιο υποσχόμενων», από πλευράς ανάπτυξης, ζωνών του κόσμου, της Ασίας και της Αφρικής, όπου - επεσήμανε - οι Κινέζοι είναι πολύ δραστήριοι.
Σε παραπλήσιο φόντο η Τζένα Μπεν-Γεχούντα, στέλεχος του Atlantic Council, παρουσίασε ως αναμενόμενη τη σημερινή στάση Τραμπ, θυμίζοντας ότι εδώ και πολλά χρόνια οι ΗΠΑ έλεγαν στους Ευρωπαίους να αναλάβουν μεγαλύτερα μερίδια και βάρη της πολεμικής προπαρασκευής τους. Για το πώς θα κινηθεί τώρα η Ευρώπη έβαλε πολλά ερωτηματικά, όπως σε ποια κατάσταση είναι η πολεμική της βιομηχανία για να πράξει άμεσα ό,τι χρειάζεται.
Εξάλλου ο Γκι Φερχόφστατ, πρώην πρωθυπουργός του Βελγίου, είπε ότι ο Τραμπ μπορεί να είναι «ευλογία» για την Ευρώπη, υπό την έννοια ότι θα γίνει πιο «δραστήρια» για «να κάνει πράγματα» που τάχα «ποτέ δεν έκανε στο παρελθόν». Ζήτησε «να οικοδομηθεί το συντομότερο δυνατόν ευρωπαϊκή στρατιωτική κοινότητα», «με ευρωπαϊκή διοίκηση, ευρωπαϊκό στρατό, ευρωπαϊκή επιμελητεία», επιμένοντας ότι δεν αρκεί η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών. Επικαλέστηκε δε παραδείγματα ότι ήδη δαπανώνται σημαντικά χρήματα, αλλά «δεν κάνουμε ούτε τα μισά από όσα κάνουν οι Αμερικανοί», αποδίδοντάς το σε «παθογένειες» όπως η πολυτυπία πολεμικών μέσων. Εβαλε επίσης θέμα ότι αν δεν συμφωνούν όλα τα κράτη - μέλη να αναλάβουν περισσότερες τέτοιες «ευθύνες», τότε πρέπει να προχωρήσει μόνη της μια «πιο σφιχτή» ομάδα.
Ο Ιβ. Κράστεφ, πρόεδρος του Κέντρου Φιλελεύθερων Σπουδών στη Βουλγαρία, έθεσε ως προβλήματα ότι παρά τις εξαγγελίες από τις Βρυξέλλες για πρόσθετα κονδύλια για στρατιωτικούς σκοπούς οι ευρωπαϊκές κοινωνίες δεν θέλουν πόλεμο, επίσης υπάρχει μεγάλη έκθεση στα συστήματα πληροφοριών των Αμερικανών (άρα και εξάρτηση) και, τέλος, στην κρίσιμη στιγμή θα μπει θέμα ποιος θα ηγηθεί, ερώτημα που δεν έχει εύκολη απάντηση. Επέμεινε βέβαια ότι το μεγαλύτερο θέμα για την ΕΕ είναι πώς θα δημιουργήσει «κοινή στρατηγική κουλτούρα» στους λαούς των κρατών - μελών.
Ο Μπ. Χαντάντ, αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας, αρμόδιος για ευρωπαϊκά θέματα, είπε ότι ζούμε την επιτάχυνση μιας διαδικασίας που «έτρεχε» εδώ και χρόνια. Θύμισε π.χ. ότι ήδη από την εποχή Ομπάμα οι ΗΠΑ μιλούσαν για τις «εξελίξεις στην Ασία» (άνοδος της Κίνας) και τον «δικαιότερο» διαμοιρασμό των βαρών εντός ΝΑΤΟ. Σε αυτό το φόντο, κάλεσε τους Ευρωπαίους «να αναλάβουμε την ιδιοκτησία της ασφάλειάς μας και της επιβίωσής μας», αυξάνοντας τις στρατιωτικές δαπάνες και εντείνοντας τη βιομηχανική συνεργασία εντός ΕΕ, εστιάζοντας σε τεχνολογίες αιχμής. Εβαλε επίσης πρόταγμα να ενισχυθούν οι σχέσεις με χώρες όπως Ινδία, Ιαπωνία και Καναδάς.
Κομμάτι όλων αυτών των σχεδιασμών αποτελούν και οι διευθετήσεις στα Ελληνοτουρκικά, με τους Αμερικανούς να μην «κρύβουν λόγια». Ενδεικτική ήταν η τοποθέτηση του Τζ. Πάιατ, πρώην πρέσβη στην Ελλάδα και αργότερα υφυπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ αρμόδιου για θέματα Ενέργειας.
«Ως πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα όταν συνέβη η κρίση με το "Ορούτς Ρέις" το καλοκαίρι του 2020, θεωρώ μεγάλη επιτυχία το γεγονός ότι γίνεται πλέον αποτελεσματική και άμεση διαχείριση αυτής της σχέσης μεταξύ των δύο κυβερνήσεων. Και πιστεύω ότι αυτό είναι ένα από τα πράγματαπου συμβάλλουν στα συμφέροντα μιας εταιρείας όπως η "Chevron"», είπε, δείχνοντας το γιατί δρομολογούνται οι επικίνδυνες «διευθετήσεις».
«Ο άμεσος θετικός διάλογος μεταξύ των δύο πρωτευουσών (Αγκυρας - Αθήνας) είναι μεγαλύτερο μήνυμα εμπιστοσύνης. Κοιτάζοντας προς το μέλλον, πιστεύω ότι υπάρχουν πολύ περισσότερες δυνατότητες για ευρύτερη περιφερειακή συνεργασία, όπως έχουμε συζητήσει στο παρελθόν (...) Το γεωπολιτικό κέντρο βάρους της Ευρώπης μετατοπίζεται νότια και ανατολικά, και η Ελλάδα και η Τουρκία βρίσκονται ακριβώς στη μέση αυτού του σεναρίου», πρόσθεσε ο Πάιατ, μην αφήνοντας περιθώρια παρερμηνειών για τα σχέδια που «τρέχουν» και τους κινδύνους για τα ελληνικά και κυπριακά δικαιώματα.
Πώς απαντά στα παραπάνω η ντόπια αστική τάξη; Ο υπουργός Αμυνας, Ν. Δένδιας, μιλώντας στο Φόρουμ θύμισε ότι τους τελευταίους μήνες έχει πάει στις ΗΠΑ 5 φορές, αναζητώντας προφανώς διαύλους και συνεννόηση. Θύμισε επίσης ότι επί της πρώτης προεδρίας Τραμπ υπεγράφη επικαιροποίηση της Συμφωνίας για τις Βάσεις, «η Αλεξανδρούπολη μπήκε στον χάρτη» των σχεδιασμών τους κ.λπ., εκφράζοντας την αισιοδοξία ότι θα υπάρξει ανάλογη πορεία και τώρα.
Αναφέρθηκε εξάλλου στα νέα εξοπλιστικά προγράμματα που προωθεί η κυβέρνηση με τη σύμφωνη γνώμη άλλων αστικών κομμάτων και μορφωμάτων, ενώ είπε ότι τα νέα αεροπλάνα και πλοία «θα λειτουργούν και απελευθερωμένα από τη χωρική άμυνα της πατρίδας» - ανεπτυγμένα προφανώς σε αποστολές και επιχειρήσεις όπου Γης για τα σχέδια του ΝΑΤΟ.
Χαιρετίζοντας τέλος την ομοθυμία των αστικών κομμάτων στο ζήτημα των εξοπλισμών, δεν απέφυγε και μια χυδαιότητα απέναντι στο ΚΚΕ, ότι τάχα «ιστορικά ψηφίζει αρνητικά πάντοτε, έστω και για το τελευταίο ευρώ της αμυντικής δαπάνης», αποσιωπώντας ότι το Κόμμα δεν στηρίζει τις δαπάνες για τους πολεμοκάπηλους σκοπούς του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, αυτά δηλαδή που αποδεδειγμένα υπονομεύουν την άμυνα της χώρας.