Μια ιδιαίτερη αναφορά είναι απαραίτητη και στον επονομαζόμενο «εθνικό» στόχο της ένταξης της Κύπρου και στην επίδραση της διεύρυνσης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Σε ό,τι αφορά την Κύπρο, η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου των Βρυξελλών είναι αποκαλυπτική. Εντονες πιέσεις προς την ηγεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας για «συνολική διευθέτηση» και όχι για «δίκαιη και βιώσιμη λύση», όπως προβλέπουν οι αποφάσεις του ΟΗΕ, πολύ περισσότερο δε αφού πρόκειται για καθεστώς κατοχής. Η συνολική αυτή διευθέτηση πρέπει να πραγματοποιηθεί μέχρι τα τέλη του 2002, ειδάλλως οι όποιες αποφάσεις θα βασίζονται στα συμπεράσματα του Ελσίνκι, που, όπως είναι γνωστό, προβλέπουν την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, ανεξάρτητα από την επίλυση του πολιτικού προβλήματος, αλλά εφόσον το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο «λάβει υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία». Σε όποια περίπτωση, όμως, ο κίνδυνος οριστικής διχοτόμησης του νησιού είναι περισσότερο από ορατός και ίσως η ένταξη μόνο των μη κατεχόμενων εδαφών αποτελέσει μια λύση που πολλοί τη σκέφτονται, λιγότεροι την ομολογούν, αλλά σίγουρα είναι εναντίον των συμφερόντων τόσο των Ελληνοκυπρίων όσο και των Τουρκοκυπρίων και δημιουργεί ένα άσχημο προηγούμενο στο Διεθνές Δίκαιο.
Σε ό,τι αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις η απόφαση αναστολής των στρατιωτικών ασκήσεων στην Κύπρο, που ανακοινώθηκε στις Βρυξέλλες θέτει στην ίδια μοίρα θύματα και θύτες και η αποδοχή από την ελληνική κυβέρνηση της συμφωνίας της Αγκυρας, με τη μετονομασία της σε συμφωνία των Βρυξελλών αναγνωρίζει το ρόλο της Τουρκίας, σε περιοχές που θεωρεί ζωτικών της συμφερόντων, περιλαμβανομένων της Κύπρου και του Αιγαίου, σύμφωνα με τις επιταγές των ΗΠΑ.
Το ΚΚΕ είναι, από την πρώτη στιγμή, ενάντια στη διεύρυνση της ΕΕ, γιατί θα ήταν παράδοξο να παλεύει για την αποδέσμευση της χώρας και να αποδέχεται την ένταξη άλλων χωρών ή να παλεύει για τη διάλυση του ιμπεριαλιστικού αυτού μηχανισμού και να αποδέχεται μέτρα ενδυνάμωσής του. Ενας ακόμη λόγος που το οδήγησε σε αυτή την τοποθέτηση είναι γιατί πιστεύει ότι η διεύρυνση γίνεται σε βάρος των εργαζομένων, των αγροτών, των λαϊκών στρωμάτων τόσο των χωρών - μελών της ΕΕ, όσο και των υποψήφιων χωρών, ότι δυναμώνει το ιμπεριαλιστικό κέντρο της ΕΕ και ότι βάζει νέα εμπόδια στους αγώνες των λαών. Γιατί δεν έχει αυταπάτες για το ρόλο που μπορεί να παίξει η ενδυνάμωση ενός ιμπεριαλιστικού κέντρου στον παγκόσμιο ανταγωνισμό και δεν το θεωρεί αντίβαρο απέναντι σε ένα άλλο ιμπεριαλιστικό κέντρο για τη διαμόρφωση μιας νέας ισορροπίας. Αντίθετα, εκτιμά ότι αυτή η ανάπτυξη της ΕΕ γεννά νέους κινδύνους για την παγκόσμια ειρήνη, και ενισχύει το καθεστώς εκμετάλλευσης.