Για να αποφευχτούν παρεξηγήσεις, διευκρινίζουμε ότι δεν υπάρχει τίποτα μεταφυσικό, τίποτα πέρα, μετά ή παρά την επιστήμη στην κίνηση του ρομποτικού βραχίονα με τη σκέψη. Τα περί ψυχοκινητικής τα αφήνουμε, όπως πάντα, για τις φυλλάδες της αστρολογίας και του εσωτερισμού. Η κίνηση με τη σκέψη ήταν αποτέλεσμα της δουλιάς κυρίως δύο επιστημόνων, του ελληνικής καταγωγής Βραζιλιάνου Μιγκέλ Νικολέλις και του Αμερικανού Τζον Τσάπιν και βασίζεται στην κατάλληλη διασύνδεση του εγκεφάλου πειραματόζωων με ενσύρματες ή ασύρματες διατάξεις μετατροπής των ηλεκτρικών ερεθισμών, που παράγουν οι νευρώνες, σε κατάλληλες εντολές, που μεταδίδονται στη συνέχεια στο ρομποτικό βραχίονα.
Η εξέλιξη - ορόσημο που άνοιξε το δρόμο για την οδήγηση ρομποτικών μηχανισμών με τη σκέψη ήρθε ένα ανοιξιάτικο απόγευμα του 2000. Η μαϊμουδίτσα Μπελ είχε εκπαιδευτεί να κινεί ένα μοχλό προς την κατεύθυνση που εμφανίζεται ένα φωτεινό σήμα, ώστε να παίρνει για ανταμοιβή μια σταγόνα φρουτοχυμού. Το απόγευμα εκείνο στο κεφάλι της Μπελ είχε κολληθεί ένας μεταλλικός σκούφος με διατάξεις μικροηλεκτροδίων βυθισμένων σε διαφορετικές περιοχές του φλοιού του εγκεφάλου της που ελέγχει την κίνηση του σώματός της. Καθένα από τα 100 μικροηλεκτρόδια είχε τοποθετηθεί δίπλα σε ένα κινητικό νευρώνα. Οταν ο νευρώνας παρήγαγε μια μικρή ηλεκτρική εκκένωση - ένα «δυναμικό δράσης» - το παρακείμενο μικροηλεκτρόδιο συλλάμβανε τον ηλεκτρικό παλμό και τον έστελνε μέσω του σκούφου σε ένα κουτί με την κατάλληλη ηλεκτρονική διάταξη καταγραφής και ανάλυσης. Το κουτί αυτό ήταν συνδεδεμένο σε δύο υπολογιστές, στον ένα μέσω τοπικού δικτύου και στον άλλο που βρισκόταν 1.000 χιλιόμετρα μακριά, μέσω Ιντερνετ. Οι υπολογιστές με τη σειρά τους έλεγχαν δύο πανομοιότυπους ρομποτικούς βραχίονες.
Οταν η Μπελ κινούσε το μοχλό, η ηλεκτρονική διάταξη χρησιμοποιώντας δύο μαθηματικά μοντέλα πραγματικού χρόνου ανέλυε τις μικροσκοπικές διαφορές δυναμικού που παράγονταν από τους νευρώνες της. Τα στοιχεία από την ανάλυση αυτή επεξεργάζονταν οι δύο υπολογιστές (τοπικός και απομακρυσμένος) κινώντας τους αντίστοιχους ρομποτικούς βραχίονες. Για να κινούνται οι βραχίονες ταυτόχρονα και με τον ίδιο τρόπο που η Μπελ κινούσε το χέρι της θα έπρεπε η ανάλυση της νευρωνικής της δραστηριότητας να γίνεται σωστά και μέσα σε 300 χιλιοστά του δευτερολέπτου, όσο δηλαδή είναι το διάστημα από τη στιγμή που σκεφτόμαστε να κινήσουμε το χέρι μας μέχρι τη στιγμή που αρχίζει να κινείται. Το μυστικό βρίσκεται βεβαίως στο «σωστά». Για να γίνει αυτό έπρεπε να αναπτυχθούν ειδικοί αλγόριθμοι στη βάση των οποίων βρίσκεται μια ανακάλυψη των αρχών της δεκαετίας του 1980 από τον Απόστολο Γεωργόπουλο, του Πανεπιστημίου Τζον Χόπκινς. Ο Γεωργόπουλος είχε διαπιστώσει ότι κάθε κινητικός νευρώνας αντιδρά πιο έντονα όταν το πειραματόζωο κινεί το χέρι του προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Σε οποιαδήποτε άλλη γωνία, η αντίδραση του νευρώνα είναι ανάλογη του συνημιτόνου της γωνίας απόκλισης. Με άλλα λόγια, οι κινητικοί νευρώνες είναι συντονισμένοι κατά ομάδες με μια συγκεκριμένη κίνηση και ο εγκέφαλος φαίνεται να βασίζεται στη συλλογική δραστηριότητα διάσπαρτων πληθυσμών νευρώνων, για να δώσει μια εντολή κίνησης στους μύες.Ο Νικολέλις και ο Τσάπιν προχώρησαν τη σκέψη του Γεωργόπουλου παραπέρα, εξετάζοντας τις αντιδράσεις πολλών νευρώνων μαζί και όχι μόνο μεμονωμένων νευρώνων. Χάρη και στις τεχνολογικές εξελίξεις που είχαν μεσολαβήσει (αύξηση της ταχύτητας επεξεργασίας των μικροϋπολογιστών, νέα μικροηλεκτρόδια πολύ λεπτά και με επικάλυψη τεφλόν, ώστε να μην καταστρέφουν τους νευρώνες ούτε να γίνονται στόχος του ανοσοποιητικού συστήματος κτλ.) μπόρεσαν να ανακαλύψουν την αντιστοιχία ανάμεσα στα ηλεκτρικά σήματα και την κίνηση προς μια κατεύθυνση.
Στα δυο χρόνια που πέρασαν από τότε οι δύο ερευνητές αλλά και οι ερευνητές άλλων εργαστηρίων πέτυχαν να συνδυάσουν τις δυνατότητες της νευρολογίας, της επιστήμης των υπολογιστών, της μικροηλεκτρονικής και της ρομποτικής, για να δώσουν τη δυνατότητα σε ποντίκια και πιθήκους να ελέγχουν μηχανικές και ηλεκτρονικές συσκευές μόνο με τη σκέψη της κίνησης, δηλαδή με το να φαντάζονται τις κινήσεις, όπως φαντάζεται ότι κινεί τα χέρια ή τα πόδια του κάποιος που τα έχασε σε ατύχημα. Για να το πετύχουν, αφού είχαν εκπαιδεύσει τα πειραματόζωα, με έναν τρόπο ανάλογο με την Μπελ, έκαναν το μοχλό να μην κινείται. Τα ζώα δεν άργησαν να αντιληφθούν, ότι όταν «σκέφτονταν» την κίνηση που πριν έκαναν με το μοχλό πετύχαιναν και πάλι το επιθυμητό αποτέλεσμα δηλαδή την επιβράβευση με τροφή. Ο λόγος που συνέβαινε αυτό ήταν ότι με τη σκέψη της κίνησης οι νευρώνες τους παρήγαγαν το ίδιο σχέδιο ηλεκτρικών παλμών που ανιχνευόταν από τον υπολογιστή, όπως όταν πραγματικά κινούσαν το μοχλό.
Προς το παρόν, η ιατρική δεν έχει δυνατότητα να αποκαταστήσει τις κινητικές βλάβες λόγω τραυμάτων στη σπονδυλική στήλη ή λόγω εγκεφαλικών επεισοδίων. Στο απώτερο μέλλον οι νευρολόγοι μπορεί να έχουν τη δυνατότητα αναγέννησης των τραυματισμένων νευρώνων, ή προγραμματισμού των βλαστοκυττάρων, ώστε να πάρουν τη θέση κατεστραμμένων νευρώνων. Μέχρι τότε, οι διασυνδέσεις εγκεφάλου - υπολογιστή, γνωστές και ως νευροπροσθετική φαντάζουν σαν η μόνη επιλογή αποκατάστασης των κινητικών λειτουργιών. Βεβαίως, η ώρα των δοκιμών σε ανθρώπους απέχει αρκετά χρόνια.