Και από εκείνη τη στιγμή αρχίζει μια ανελέητη εκδίκηση από την περιφρονημένη ποίηση προς την πολιτική εξουσία. Η συσσωρευμένη, για δεκαετίες, οργή της άκοπης σελίδας, ξεχειλίζει σαν επικίνδυνος χείμαρρος. Τώρα εάν ο Μαθός ξαφνικά θυμάται ότι είναι και δημοσιογράφος (και όχι μονάχα δημοσιοσχεσίτης) ή απλώς σκέφτεται να «ψάξει» το θέμα, για να μάθει τη νεανική ζωή του πρωθυπουργού και να τον εκβιάσει, σημασία δεν έχει καμία. Γεγονός είναι ότι πολύ γρήγορα ο Μαθός θα ζει και θα αναπνέει μόνο για αυτό το θέμα. Η απουσία του άγνωστου και αινιγματικού ποιητή, του γίνεται έμμονη ιδέα. Και από εκείνη τη στιγμή αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση, η κάθοδος προς την ανωνυμία. Ο «θεάνθρωπος» της τηλεόρασης σε χρόνο ρεκόρ μεταμορφώνεται σε κοινό θνητό. Απολύεται, παρακολουθείται, εκβιάζεται, ποδοπατείται. Συντρίβεται. Ελευθερώνεται, όμως.
Επιχειρεί να δαγκώσει το χέρι που τον έτρεφε τόσα χρόνια; Θα μάθει το μάθημά του, η Εξουσία έλεος για τους αποστάτες δεν έχει. Γενικώς, δεν έχει έλεος... Αλλωστε, ούτε και αυτός ο ίδιος, μέχρι χτες, που ήταν προσκυνημένος, είχε έλεος. Το τομάρι του, η άνοδός του, τα τυχερά του... Με γρήγορο ποιητικό ρυθμό, με πολλά ευρήματα, με συναίσθημα, με χιούμορ, και κυρίως με τη γνώση του, «διδάσκει» στους επίδοξους δημοσιογράφους τι τους περιμένει τη στιγμή που θα αρνηθούν να «συμμορφωθούν προς τας υποδείξεις». Με λίγα λόγια, το πρώτο μυθιστόρημα του δημοσιογράφου και ποιητή Γιάννη Πλαχούρη καταφέρνει να αιχμαλωτίσει τον αναγνώστη, επειδή παρουσιάζει ενδιαφέρον προς τη δομή, αλλά και προς την πλοκή του. Διαβάζεται απνευστί.