Κυριακή 25 Μάη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 26
ΔΙΕΘΝΗ
Σκέψεις για τους διεθνείς συσχετισμούς

Στη μεταπολεμική περίοδο του δευτέρου μισού του εικοστού αιώνα που κυριαρχούσε ο ανταγωνισμός του ψυχρού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ-ΕΣΣΔ, η πολιτική της ειρηνικής συνεργασίας κι η μεταφορά της επίλυσης των διεθνών διενέξεων από το στρατιωτικό στο πολιτικό πεδίο αποτελούσε την κορυφή της διεθνούς πολιτικής πυραμίδας.

Σ' έναν κόσμο που κυριαρχούσε η «ισορροπία του τρόμου» κι η απειλή πυρηνικού ολοκαυτώματος, κάθε προσπάθεια περιορισμού της ανταγωνιστικής όξυνσης με την πολιτική του «διεθνούς ισόρροπου ελεγχόμενου αφοπλισμού», είχε στρατηγική αξία. Σήμερα, στην εποχή της μονοπωλιακής επικράτησης του ενός πόλου ισχύος, των ΗΠΑ και της διάλυσης του άλλου, της ΕΣΣΔ, ανατράπηκαν οι όροι άσκησης εκείνης της πολιτικής, τουλάχιστον στις διαδικασίες υλοποίησής της. Οι ισχυρές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις του καπιταλισμού με επικυρίαρχες τις ΗΠΑ είτε ακυρώνουν ανοιχτά κάθε τέτοια πολιτική, είτε τη χρησιμοποιούν ως επένδυση στις κατακτητικές τους προθέσεις.

Εκείνη η πολιτική περιορίστηκε κυρίως στις σχέσεις μεταξύ μικρών κι αδύναμων κρατών κι αυτό όχι πάντα. Ως κατά κανόνα δορυφόροι των ισχυρών υποχρεώνονται να την περιορίσουν στο επίπεδο που δε θίγει το μιλιταριστικό πνεύμα και τις κατακτητικές προθέσεις του ισχυρού διεθνούς ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού. Ετσι παρουσιάζεται το φαινόμενο, η ελληνική π.χ. κυβέρνηση να αμολάει λογύδρια ειρήνης και συνεννόησης και ταυτόχρονα να συμπράττει στην ιμπεριαλιστική μιλιταριστική οργάνωση (ευρωστρατός) κι επέμβαση (Γιουγκοσλαβία, Ιράκ κλπ.).

Με αφορμή τα απανωτά «λουκέτα» επιδοτουμένων επιχειρήσεων και το πλήθος των εργαζομένων στο δρόμο της ανεργίας επαναφέρεται και καλλιεργείται το επαίσχυντο σύνθημα «να μη γίνουμε Βουλγαρία κι Αλβανία». Καλλιεργείται, κυρίως, από τα γνωστά πολιτικά και δημοσιογραφικά φερέφωνα ενός καθεστώτος που επιχορηγεί τη μεταφορά επιχειρήσεων από την Ελλάδα σε αυτές ακριβώς τις χώρες, Βουλγαρία - Αλβανία, που υποτίθεται ότι αποτελούν κατάντια, με μοναδική δικαιολογία το χαμηλό εργατικό κόστος. Μέσα από αυτές τις πρακτορικές αντιφάσεις αποκαλύπτεται για πολλοστή φορά το ζήτημα της καθεστωτικής αλλαγής στις πρώην Λαϊκές Δημοκρατίες στο πλαίσιο του διαλυμένου σοβιετικού πόλου ισχύος και της φιλειρηνικής πολιτικής που προαναφέρεται.

Αναρωτιέται κανείς εάν οι τωρινές άθλιες συνθήκες εργασίας της πρώην ΛΔ της Βουλγαρίας με τη βαριά βιομηχανία, αποτελούσε το όνειρο του βουλγαρικού έθνους. Αναρωτιέται, επίσης, εάν οι Βούλγαροι εργάτες επιζητούσαν να γίνουν η αναλώσιμη ύλη της νομιμοποιημένης μαύρης εργασίας του διεθνούς κεφαλαίου. Ασφαλώς, μόνο στα αρρωστημένα μυαλά της πολιτικής και δημοσιογραφικής αλητείας μπορεί να υπάρχει παρόμοια άποψη.

Εκείνο που υπάρχει είναι μόνο ο καλλιεργημένος κίνδυνος της κοινωνικής αναστάτωσης που επιφέρει η επιδοτούμενη, από το αστικό κράτος της σοσιαλδημοκρατικής θολούρας, μεταφορά του ελληνικού κεφαλαίου σε όμορες κυρίως χώρες των βαλκανίων προς άγραν νόμιμης μαύρης εργασίας και προς δόξαν του σύγχρονου δουλεμπορίου στη νεόκοπη καπιταλιστική Βουλγαρία. Η επαίσχυντη αυτή πολιτική της μαύρης υπεραξίας της εθνικά ύποπτης ελληνικής αστικής τάξης αποβλέπει να επιφέρει χάσμα ανάμεσα στους λαούς και να οδηγήσει στην κοινωνική αναστάτωση που αποτελεί την πρώτη ύλη για πολεμικές εντάσεις με άδηλες συνέπειες.

Αυτή η πολιτική, όσο απλή κι αν φαίνεται, είναι ο κοινωνικός κρίκος στην αλυσίδα της ανατροπής της προηγούμενης διεθνούς πολιτικής κατά των στρατιωτικών ανταγωνισμών. Αποτελεί ή επιδιώκει να αποτελέσει το κοινωνικό υπόβαθρο στην άσκηση του μιλιταρισμού και του πολέμου ως διεξόδου κοινωνικών κρίσεων. Αυτό είναι άκρως επικίνδυνο, όταν είναι γνωστό ότι το λεγόμενο «βαλκανικό ζήτημα» τελεί εν υπνώσει κι είναι έτοιμο να ξυπνήσει όταν τα συμφέροντα των ισχυρών το θελήσουν.

Τέλος, κάτω από το βάρος της επιταχυνόμενης ανεργίας γίνεται αναγκαίο το ολόπλευρο άνοιγμα του προβληματισμού για την παμπάλαια σχέση μεταξύ ανεργίας και πολέμου στη σύγχρονη όμως τωρινή της μορφή. Αυτό όχι απλά γραμμένο στις διάφορες ανακοινώσεις υπό μορφή επαναλαμβανόμενου κλασικού τσιτάτου, αλλά, ως ζώσα πραγματικότητα.


Αντώνης ΔΑΜΙΓΟΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ