«Η αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ με ρυθμούς υψηλότερους του μέσου όρου των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης δε μεταφράζεται σε πραγματική οικονομική και κοινωνική σύγκλιση... το δίλημμα που ήδη τίθεται... είναι η επιλογή ανάμεσα στη συνέχιση και στην παραπέρα ενίσχυση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής... και στην υιοθέτηση μιας κοινωνικά προσανατολισμένης πολιτικής».
Επίσης, προβάλλουν την άποψη ότι η οικονομία έχει κυριαρχήσει έναντι της πολιτικής γι' αυτό πρέπει «να επιστρέψει η πολιτική στην οικονομία». Δεν υπάρχει πιο κραυγαλέα υποκριτική, αντιδιαλεκτική άποψη απ' αυτήν. Γιατί η πολιτική υπηρετεί την οικονομία, δηλαδή τις σχέσεις παραγωγής. Επομένως, αυτή η πολιτική υπηρετεί τον καπιταλισμό. Δεν μπορεί να εφαρμοστεί άλλη φιλολαϊκή πολιτική, αν δεν αλλάξουν οι σχέσεις παραγωγής που σημαίνει άλλη εξουσία, κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Η κίνηση του καπιταλισμού υπακούει σε αντικειμενικούς νόμους που καμία πολιτική βούληση δεν μπορεί να καταργήσει στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος.
Βεβαίως προκύπτει ένα ερώτημα: «Δεν μπορεί το κίνημα να αποσπά κατακτήσεις»; Το εργατικό, και γενικότερα το λαϊκό κίνημα μπορεί να αποσπά στα πλαίσια του καπιταλισμού κατακτήσεις π.χ., ως προς τους όρους πληρωμής, διαβίωσης, συνταξιοδότησης της εργατικής δύναμης, βεβαίως κάτω από την επίδραση ορισμένων προϋποθέσεων όπως είναι η δύναμη του κόμματος της εργατικής τάξης, το επίπεδο της ταξικής πάλης, η πρόοδος στις συμμαχίες.
«Γι' αυτό και έχει σημασία να αναδείχνονται άξονες και στόχοι πάλης που απαντούν στα λαϊκά προβλήματα, ανεβάζουν την ταξική συνείδηση, προωθούν τις κοινωνικές συμμαχίες, τη συσπείρωση δυνάμεων, αυξάνουν την αποτελεσματικότητα του αγώνα. Ομως αυτοί οι στόχοι πάλης και συσπείρωσης δεν αποτελούν τη διέξοδο από τη σημερινή κατάσταση, δε συνιστούν τον άλλο δρόμο εξέλιξης της ελληνικής κοινωνίας σε ρήξη με τα μονοπώλια, τον ιμπεριαλισμό. Δεν μπορούν να αναχαιτίσουν την κύρια τάση που καθορίζεται από τους νόμους του καπιταλιστικού συστήματος, από το νόμο του κέρδους. Γι' αυτό σήμερα χρειάζεται ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση με τις διάφορες αντιλήψεις που προβάλλονται ότι μπορεί να βελτιωθεί η ζωή του λαού, να αντιμετωπίσει τα προβλήματά του με ένα άλλο σύστημα κρατικομονοπωλιακών λύσεων, με μια καλύτερη διαχείριση, με ένα άλλο μείγμα της σημερινής πολιτικής».1
«Η ιστορία δείχνει ότι η νεοφιλελεύθερη και η σοσιαλδημοκρατική διαχείριση δεν καθορίζονταν αυστηρά από το ποιο κόμμα κυβερνούσε ή αυστηρά και μόνο από τον εσωτερικό συσχετισμό, αλλά από τη φάση που βρίσκεται το σύστημα της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής και συσσώρευσης. Σε επιμέρους ζητήματα, σε ζητήματα τακτικής, στον τρόπο άσκησης της διακυβέρνησης, κατά περιόδους επιδρούσε βέβαια η δύναμη του λαϊκού κινήματος, στο εύρος των κατακτήσεων. Και σε τέτοιες περιπτώσεις οι κατακτήσεις δεν ήταν καθολικές και κατοχυρωμένες μακροπρόθεσμα».2
Το εργατικό κίνημα, οι ταξικοί αγώνες αναπτύσσονται κάθε φορά γύρω από έναν κρίκο ή και δέσμη αιτημάτων - απαιτήσεων που καθορίζεται από το επίπεδο της πολιτικής συνείδησης, την όξυνση των αντιθέσεων, κλπ. Στην ίδια λογική βρίσκονται και οι προτάσεις του ΚΚΕ για επιμέρους συσπειρώσεις - συνεργασίες και μέτωπα πάλης για τις αναδιαρθρώσεις, την πάλη για τα δημοκρατικά δικαιώματα, το αντιπολεμικό κίνημα κλπ.
Αυτό που έχει σημασία είναι η συμβολή της ιδεολογικπολιτικής δράσης των κομμουνιστών, ώστε η εργατική τάξη να μπορεί να διαμορφώνει όσο γίνεται βαθύτερη αντικαπιταλιστική συνείδηση, να αξιοποιεί τις όποιες προσωρινές κατακτήσεις ως εφαλτήριο για την παραπέρα όξυνση της ταξικής πάλης.
Το καπιταλιστικό κράτος βεβαίως έχει τον προγραμματισμό του π.χ.: Τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, τα προγράμματα δημοσίων επενδύσεων (που περιλαμβάνουν και κινητοποίηση ιδιωτικού κεφαλαίου όπως τα ΚΠΣ), τα επενδυτικά προγράμματα του πιστωτικού τομέα. Δε συνιστούν όμως όλα αυτά συνολική και συνειδητή ρύθμιση της παραγωγής, δεν αναιρείται το αυθόρμητο ούτε συνιστά κατάργηση του κύκλου της κρίσης κλπ.
Μπορεί να επιτυγχάνεται προγραμματισμός στο πλαίσιο της καπιταλιστικής επιχείρησης, αλλά συνολικά την καπιταλιστική παραγωγή τη χαρακτηρίζει η αναρχία. Δεν μπορεί να υπάρξει γενικευμένη ρύθμιση και προγραμματισμός που να καταργήσει τις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις του συστήματος».3
Και όλ' αυτά επειδή οι καπιταλιστές παράγουν όχι για την ικανοποίηση των αναγκών της κοινωνίας, αλλά για το κέρδος. Επομένως, η παραγωγή τους δεν μπορεί να είναι τόση όση απαιτούν οι ανάγκες της κοινωνίας, τις οποίες επίσης δεν μπορούν να γνωρίζουν. Αυτό στον καπιταλισμό το λύνει η αγορά. Επομένως μόνο στιγμιαία, (ως στιγμή εδώ πρέπει να θεωρούμε μια πολύ μικρή χρονική περίοδο), μπορεί να επιτευχθεί αναλογικότητα ανάμεσα στους κλάδους παραγωγής μέσων παραγωγής και μέσων κατανάλωσης, όπως επίσης και παραγωγή μέσων κατανάλωσης που να μπορούν να απορροφηθούν.
Την κεφαλαιοκρατική παραγωγή χαρακτηρίζει η ασταμάτητη τάση για διάσπαση της αναγκαίας αλληλεξάρτησης ανάμεσα στους διάφορους κλάδους παραγωγής, ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση.
Η τάση αυτή αγγίζει ορισμένα όρια, τα οποία οδηγούν στη βίαιη αποκατάσταση των αναλογιών με απότομη πτώση της παραγωγής και μαζική καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων. Πρόκειται για τη διαδικασία του κύκλου της καπιταλιστικής κρίσης.
1,2,3, Από τη διάλεξη του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, «ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ», ΚΟΜΕΠ, τεύχος 2/2002 σελ. 103-107).