Κυριακή 16 Νοέμβρη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Ο κλέφτης

Παπαγεωργίου Βασίλης

Κουρελιασμένος, αξύριστος, κακομοιριασμένος και τρισάθλιος γύριζε στους δρόμους έξω απ' το χωριό, ρίχνοντας δώθε και κείθε άγριες ματιές. Οι αρβύλες του ήτανε σκισμένες και μόλις κρατιόντανε πάνω στ' άθλια πόδια του. Ητανε μάλλον ψηλός στο ανάστημα και μ' αυτή του την κορμοστασιά φαινόταν πιο απαίσιος. Τα μαλλιά του άγρια - άγρια καβαλίκευαν τ' αυτιά του ακούρευτα κι αχτένιστα, η τραγιάσκα του, χιλιοτρυπημένη και βρώμικη, έμοιαζε σαν να την είχε σηκώσει από τα σκουπίδια. Το πρόσωπό του - τι άσχημο που ήταν! Τα μάτια του - τι τρομάρα! Θα 'χε κάμποσες βδομάδες ο άθλιος να βάλει ξυράφι στα μούτρα του και τα γένια του είχανε τούφες - τούφες φυτρώσει. Αληθινή αθλιότητα προσωποποιημένη.

Θα 'χε κάμποσες μέρες να φάει - ποιος ξέρει! - και κοίταζε στ' αμπέλια για κανένα σταφύλι. Μα, τι να βρει ο δόλιος που τα 'χαν από 'να μήνα τρυγημένα! Μα, αν καμιά φορά τύχαινε να βρει κανένα μισόξερο και μισοσαπισμένο τσαμπί, το καταβρόχθιζε λαίμαργα χωρίς να τον πολυενδιαφέρει η ποιότητα. Υστερα γύριζε - γύριζε, καθόταν κάπου για μια στιγμή και πάλι γύριζε. Μη νομίσετε πως ήταν μεγάλος στα χρόνια. Μόλις είκοσι δυο χρονώ, τρομάρα του. Κι ήταν έτσι αγνώριστος, σαν να 'βγαινε από τα κάτεργα ύστερα από πολύχρονα δεσμά.

Τον είχε διώξει ο πατέρας του - τι τρομερό! Ο πατέρας του, ένας άξεστος κι απολίτιστος, πιο πολύ από τη φτώχεια κι από την εξαθλίωση παρά από δικό του φταίξιμο. Τον είχε διώξει, γιατί, για φανταστείτε! - του 'κλεβε τα λεφτά. Οχι μόνο τα λεφτά, μα κι ό,τι έβρισκε άλλο. Τον τσάκωσε επ' αυτοφώρω εκεί που νόμιζε πως η γριά του τον έκλεβε και την είχε αρχίσει στο ραβδί κείνες τις μέρες για να μαρτυρήσει, μα κείνη η δόλια τι να πει, τι ήξερε να πει!

- Μην τα παίρνει ο γιόκας σου; του 'πε κάποια στιγμή, περισσότερο για να τον ξεφορτωθεί παρά γιατί πραγματικά υποπτευότανε το γιο τους.

Κι εκείνος ο γέρο - μπέκρος τον βρήκε πάνω στην κλεψιά. Εκεί που έπαιρνε τη νύχτα απ' το παλιό σεντούκι που χρησίμευε για χρηματοκιβώτιο τα λεφτά. Και τι λεφτά, εξήντα πέντε δραχμές, αν θέλετε! Και κατάλαβε ύστερα ότι αυτός του 'κλεβε κι άλλα πράγματα. Τον έπιασε, τον έδεσε το βλάκα, όπως δένουν το ζώο - γιατί ήταν ακόμη δυνατός στα χέρια - και του τις έβρεξε στα γερά. Υστερα τον έδιωξε.

- Κλέφτη! του είπε, φύγε από το σπίτι μου! να μη σε ιδούν τα μάτια μου! Και του 'κλεισε την πόρτα. Μα ευθύς μετάνιωσε, που δεν τον παράδωκε στην Αστυνομία. Σκέφτηκε πως θα 'πρεπε να τον μηνύσει και τo 'καμε.

Γύριζε τώρα ο αλήτης χωρίς στέγη άλλη απ' τον ουρανό, που κείνο τον καιρό άρχιζε πια να βαρυφορτώνεται από σύννεφα, απειλώντας διαρκώς βροχή. Βροχή και κρύο τον απειλούσαν. Αλίμονό του! Πού θα πήγαινε; Ολοι τον απόδιωχναν κι η Αστυνομία τον κυνηγούσε.

Ηταν που ήταν κουτός. Τα κατάντημά του τον αποβλάκωσε. Κι έβλεπες να διαγράφεται πάνω στο πρόσωπό του η βλακεία στη ζωώδική της μορφή. Περπάταγε κι άλλοτε κουβέντιαζε μόνος του σιγανά, άλλοτε μούγκριζε σαν άγριο ζώο. Κι είχε ένα φόβο μην τον πιάσουν οι χωροφύλακες αλλόκοτο.

Ημουνα τότε μαθητής στο Δημοτικό Σχολείο. Το σχολειό μας είχε είδος αυλόγυρο, μια αρκετά μεγάλη έκταση που δεν ανήκε όμως σ' αυτό. Δεν έπαιζε όμως κανένα ρόλο, γιατί οι μαθητές εκεί έτρεχαν στα διαλείμματα κι έπαιζαν αμέριμνα.

Ο Κλέφτης - έτσι θα τον λέμε γιατί δε θυμάμαι πια όνομα - έκανε πολλές φορές την εμφάνισή του στην κορφή του μεγάλου σχολικού αυλόγυρου. Ξεπρόβαλλε έτσι άθλιος από ψηλά και γινόταν, ο ανόητος, στόχος στα παιδιά. Στόχος πραγματικά.

- Ερχεται, έρχεται, παιδιά! φώναζαν οι μικροί μαθητές και έτρεχαν και τον περικύκλωναν. Στην αρχή μόνο τον φοβόνταν. Τώρα τον συνήθισαν. Ακουγαν τα μονολογητά του κι άλλα γελούσαν κι άλλα περίεργα κοίταζαν.

- Τσακιστείτε δω γρήγορα! φώναζε από μακριά ο δάσκαλος κι από φόβο τα παιδιά εγκατέλειπαν τον κλέφτη κι έφευγαν. Ο δάσκαλος γνώριζε τον Κλέφτη κι ήξερε τις πράξεις του. Δεν μπορούσε, λοιπόν, να δέχεται στον αυλόγυρο του σχολειού ένα τέτοιο «κακόηθες υποκείμενον και παράνομον σφετεριστήν της πατρικής περιουσίας κλπ.» κι είχε την άπειρη καλοσύνη να στέλνει να ειδοποιεί την Αστυνομία ότι ο «παράνομος άρπαξ» έρχεται στο σχολειό του για να μολύνει τους μαθητές του. Χωροφύλακες πολλές φορές τότε έρχονταν κι ο Κλέφτης τo 'σκαζε με του Χάρου την τρομάρα. Το 'κανε πολλές φορές έτσι ο δάσκαλος. Ητανε, βλέπετε, νομοταγής κι είχε να κερδίσει, αν θα πιανόταν ο Κλέφτης. Τι καλοσύνη!

Μα ο Κλέφτης τώρα πια, αντί ν' αραιώνει τις επισκέψεις του, το αντίθετο, τις αύξαινε. Κάθε πρωί όλο και πιο κακομοιριασμένος, έτσι δειλά, έκανε την εμφάνισή του, έλεγες και το σχολειό ήταν μαγνήτης και τον τραβούσε, καθόταν και κοίταζε στο μπουλούκι των παιδιών. Κοίταζε και κάπου - κάπου τα μάτια του ύγραιναν.

Τρομάρα, όμως, τον έπιανε σαν αντίκριζε το δάσκαλο.

- Τον κερατά!..

Μα μια από τις συχνές επισκέψεις του Κλέφτη είχε σα συνέπεια τη δημιουργία της συγκινητικότατης εικόνας, που μου μένει ακόμη τόσο ζωηρή στη μνήμη - και που θα μένει ίσως - και που αποτελεί μια ζωηρότατη αναμνηστική εντύπωση των παιδικών μου χρόνων.

Ξάφνου, ενώ μια μέρα καθισμένος αυτός ο ελεεινός κοίταζε, όπως πάντα αχόρταγα, ένα κοριτσάκι, που ήταν μαθήτρια αυτού του σχολειού, προχώρησε με γοργό βήμα, στάθηκε μπρος του, τον κοίταξε κι άρχισε τα κλάματα.

Ηταν η αδερφούλα του. Κόρη εκείνου του άξεστου πατέρα που αναφέραμε. Γι' αυτήν τόσες φορές ερχόταν, με την άσβεστη επιθυμία να τη βλέπει. Κείνη δεν ξέρω, αν τον έβλεπε και βαστούσε. Το γεγονός είναι πως αυτή τη στιγμή δε βάσταξε.

Ο Κλέφτης αγαπούσε την αδερφούλα του, παρ' όλη του την αμορφωσιά και τη βλακεία και γι' αυτό καθόταν ώρες ολόκληρες για να τη βλέπει με μάτια υγρά απ' τα δάκρυα. Ναι, αυτός ο αποξενωμένος κι ο αποδιωγμένος, μέσα σ' όλη του την αγριοσύνη, διατηρούσε αμείωτο το συναίσθημα της αδελφικής αγάπης.

Η αδερφούλα του έκλαιγε, έκλαιγε αδιάκοπα με λυγμούς, χωρίς να λέει λέξη. Κι εκείνος, αποσβολωμένος, την κοίταζε αποχαυνωμένα με μάτια γουρλωμένα και με λογισμό χαμένο. Δεν ξέρω να πω, αν αυτή τη στιγμή σκεφτόταν ή έγινε μάρμαρο.

Μεις τα παιδιά μαζευτήκαμε και κοιτάζαμε σα χαμένα. Πιο κάτω, ο δάσκαλος κοίταζε κι αυτός τη δραματική σκηνή. Δεν ξέρω πώς ο καλός νομοταγής δεν αγριοφώναξε στα παιδιά να γκρεμοτσακιστούν μακριά από το «κακόηθες και ρυπαρόν και ανήθικον υποκείμενον» και δε ζήτησε την Αστυνομία, όπως θα 'κανε σ' άλλη περίπτωση.

Εμένα μια αόριστη συγκινητική ανατριχίλα με κατέλαβε κι ένα παιδικό δάκρυ ανάβλυσε στο ματόβρυσό μου, χωρίς καλά - καλά να ξέρω γιατί.

Η αδερφούλα έκλαιγε, όλο έκλαιγε. Και μεις μέναμε καρφωμένοι στον τόπο μας σα να χαιρετίζαμε σε στάση προσοχής την ιερότητα του δραματικού και συγκινητικού εκείνου στιγμιότυπου.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ