Παρασκευή 6 Φλεβάρη 2004
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 12
ΕΚΛΟΓΕΣ 2004
Πώς το κατεστημένο αναδείχνει ηγέτες

Το ερώτημα «πώς κατασκευάζονται οι πολιτικοί ηγέτες» έχει τεθεί πριν από πολλά χρόνια στις χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού και έχει ήδη απαντηθεί. Ισχυρές ομάδες της οικονομικής ολιγαρχίας, προωθούν στο πολιτικό στερέωμα τους «δικούς» τους ανθρώπους, τους χρηματοδοτούν, τους στηρίζουν μέσω του Τύπου, στελεχώνουν τα επιτελεία τους με ανθρώπους τους και όταν αυτοί εκλέγονται στα ποθητά αξιώματα, αρχίζει η εξόφληση των γραμματίων... Οταν οι πολιτικοί ολοκληρώσουν τον κύκλο τους, τους περιμένει μια πλουσιοπάροχα αμειβόμενη θέση διευθύνοντα συμβούλου μεγάλης πολυεθνικής, η οποία, εκτός των άλλων, αξιοποιεί και το πολιτικό του παρελθόν, τις γνωριμίες του κλπ. Τόσο ξεκάθαρα - πιο καθαρά δε γίνεται - λειτουργεί το λόμπι της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας στην ανεπτυγμένη καπιταλιστικά Δύση.

Πώς κατασκευάζονται οι πολιτικοί ηγέτες στην Ελλάδα; Οχι ακριβώς όπως στη Δύση, αλλά και στη χώρα μας πλέον το οικονομικό κατεστημένο, πάντα σε σύμφωνη γνώμη με τον ξένο παράγοντα - αυτό δα έλειπε - ελέγχει το παιχνίδι της ανάδειξης των πολιτικών ηγετών, την αντικατάστασή τους ή και τον εκτοπισμό τους.

Επειδή τις μέρες αυτές ζούμε «ιστορικές» αλλαγές, το πέρασμα της σκυτάλης της εξουσίας από τον Σημίτη στον Παπανδρέου, θα πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα: Ηταν ο Σημίτης περίπτωση πολιτικού που αναδείχτηκε και προωθήθηκε από το ντόπιο κατεστημένο; Οποιος έχει παρακολουθήσει τις πολιτικές εξελίξεις από το 1996 μέχρι και τις μέρες μας, ανεπιφύλακτα θα απαντήσει θετικά στην ερώτηση αυτή. Ο Σημίτης προσωπικά και οι κυβερνήσεις του υποστηρίχτηκαν από την αστική τάξη της χώρας, η οποία είδε στο πρόσωπό του, τον κατάλληλο άνθρωπο που θα επιχειρούσε τον απαιτούμενο αστικό εκσυγχρονισμό για την προσαρμογή του ελληνικού καπιταλισμού στις συνθήκες της ΟΝΕ.

Τις εικόνες αλλοφροσύνης που ζούμε τις μέρες αυτές με τη διαδοχή στο ΠΑΣΟΚ του Γ. Παπανδρέου, τις ζήσαμε και το 1996, τόσο με την ανάδειξη του Σημίτη στη θέση του πρωθυπουργού το Γενάρη του χρόνου αυτού, όσο και κατά την εκλογή του στη θέση του Προέδρου από το κομματικό συνέδριο τον Ιούνη. Το εκδοτικό κατεστημένο, οι τρεις σωματοφύλακες της ελληνικής δημοκρατίας (τα συγκροτήματα Λαμπράκη, Τεγόπουλου και Μπόμπολα) αφού έριξαν όλο τους το βάρος στην επικράτηση Σημίτη, με τα πρωτοσέλιδά τους, έδωσαν το σύνθημα της γενικής επίθεσης κατά των λαϊκών κατακτήσεων. Ο μεσαίωνας του εκσυγχρονισμού, που είχε ξεκινήσει από το 1990 από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, με το Σημίτη πλέον επικεφαλής της κυβέρνησης και του κόμματος, πέρασε σε νέα, πιο βίαια και επιθετική φάση.

Πώς είδε ο Τύπος της εποχής εκείνης τη νέα εποχή που σηματοδοτούσε η έλευση του Σημίτη στα πολιτικά πράγματα της χώρας; Η «Ελευθεροτυπία» τη Δεύτερα 1 Ιούλη στην πρώτη σελίδα είχε τίτλο με μεγάλα γράμματα «ΑΡΧΗΓΟΣ ΓΙΑ ΝΙΚΗ» και από κάτω μια επιβλητική φωτογραφία του νικητή του συνεδρίου. Τα ΝΕΑ είχαν πρωτοσέλιδο τίτλο «ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ με πρόεδρο Σημίτη, είπε το ΠΑΣΟΚ» και στους υπότιτλους «ένα νέο κεφάλαιο ιστορίας άνοιξε χθες το Συνέδριο». Το δε πρωτοσέλιδο του ΕΘΝΟΥΣ μιλούσε για «ΑΕΡΑ ΝΙΚΗΣ» ενώ τον πυχιαίο τίτλο συμπλήρωνε η εικόνα του νικητή πρωθυπουργού.

Το εκδοτικό κατεστημένο είχε λοιπόν εκφράσει την υποστήριξή του στο πρόσωπο του ανθρώπου που είχε σηκώσει τη σημαία της προσαρμογής της ελληνικής κοινωνίας στην ΟΝΕ. Ενδιαφέρον έχει να δούμε τις αντιδράσεις των παραγόντων της αγοράς και της αμερικανικής πρεσβείας. Ετσι «Το ΒΗΜΑ» την Κυριακή 30 Ιούνη, τη μέρα της κρίσιμης ψηφοφορίας, έγραφε τα ακόλουθα αποκαλυπτικά: «Είναι τόση η αδημονία των παραγωγικών τάξεων για τις πολιτικές εξελίξεις στη μεταπαπανδρεϊκή εποχή, ώστε ο ΣΕΒ αναγκάστηκε να παρέμβει υπενθυμίζοντας ότι η οικονομία μας βρίσκεται σε ένα λεπτό σημείο ισορροπίας: ή θα ακολουθήσει το δρόμο της ανάπτυξης, της Ευρώπης, του μέλλοντος, ή θα διολισθήσει σε μείωση ανταγωνιστικότητας, απώλεια αγορών, αύξηση της ανεργίας. Ο πρώτος δρόμος κατά τον ΣΕΒ, προϋποθέτει τη θεραπεία των γνήσιων αδυναμιών του δημόσιου τομέα αλλά και της οικονομίας γενικότερα, προϋποθέτει επίσης πολιτική βούληση με αποφασιστικότητα, σαφείς προτεραιότητες και ξεκάθαρη στρατηγική για ανάπτυξη. Η τοποθέτηση αυτή του ΣΕΒ ερμηνεύτηκε - και σωστά - ως έκφραση ανοιχτής προτίμησης προς το πρόσωπο του Κ. Σημίτη, ο οποίος ως πρωθυπουργός έχει εκφράσει την έμμονή του στη συνεπή και απαρέγκλητη εφαρμογή του Προγράμματος Σύγκλισης».

Και οι βιομήχανοι ψήφισαν τότε Σημίτη και μάλιστα προέτασσαν εκβιαστικά διλήμματα του τύπου Σημίτης ή χάος. Οσο για τη θέση της αμερικανικής πρεσβείας, υπήρξε κατατοπιστικό δημοσίευμα της εφημερίδας «Καθημερινή» στις 30 Ιούνη, μέρα που γινόταν η κρίσιμη ψηφοφορία, το οποίο υπογράφει ο Αλ. Παπαχελάς. Ετσι, σύμφωνα με το δημοσίευμα: «Εκτίμηση της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα, έως τα μέσα της περασμένης βδομάδας, ήταν πως ο πρωθυπουργός Κ. Σημίτης θα ξεπεράσει το σκόπελο του συνεδρίου και θα προχωρήσει σε διαχείριση των ανοιχτών προβλημάτων εξωτερικής πολιτικής». Και η προτίμηση των Αμερικανών στο πρόσωπο του Σημίτη έγινε κατά το δημοσιογράφο, επειδή «μπορεί να μην έχει δημιουργήσει (σ.σ. ο Σημίτης) εξαιρετικά στενές ή "ειδικές" σχέσεις με τις ΗΠΑ, αλλά θεωρείται προβλεπτός, συνετός ηγέτης που θα αποφύγει τις σπασμωδικές κινήσεις ή εντάσεις στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής». Οπως είναι γνωστό οι στενές ή και «ειδικές» αυτές σχέσεις, θεμελιώθηκαν αμέσως μετά με την κρίση στα Ιμια και το δημόσιο «ευχαριστώ» του πρωθυπουργού στους Αμερικανούς.

Από τα αποσπάσματα αυτά γίνεται φανερό πως εκδοτικό κατεστημένο, επιχειρηματίες και ξένος παράγοντας διαμόρφωσαν τις μελλοντικές εξελίξεις στο πολιτικό σκηνικό το 1996, με τη στήριξή τους αν όχι τις παρεμβάσεις τους σε ένα κόμμα που ήταν πέρα για πέρα υποταγμένο στις επιδιώξεις τους. Και οι εξελίξεις δεν τους διέψευσαν. Η κυβέρνηση Σημίτη, σύμφωνα με την αστική αρθρογραφία, υπήρξε η πιο φιλοεπιχειρηματική κυβέρνηση της μεταπολίτευσης, εφάρμοσε άγριες αντιλαϊκές πολιτικές, έκανε παρεμβάσεις στην οικονομία (ιδιωτικοποιήσεις, εργασιακές σχέσεις, ασφαλιστικό) που καμιά κυβέρνηση δεν είχε διανοηθεί στο παρελθόν να κάνει, έπαιρνε δημόσια εύσημα από τους παράγοντες της οικονομικής ολιγαρχίας. Στα εξωτερικά θέματα υπήρξε πειθήνιο όργανο στα χέρια της νέας τάξης, πλήρως υποταγμένη στις αμερικανικές επιταγές, παραδίδοντάς τους τον χερσαίο, θαλάσσιο και εναέριο χώρο στη διάρκεια των ιμπεριαλιστικών τυχοδιωκτικών επεμβάσεων στη Γιουγκοσλαβία, το Αφγανιστάν και το Ιράκ. Η κυβέρνηση Σημίτη, και προσωπικά ο ίδιος αποδείχτηκε άξια εμπιστοσύνης, όλων αυτών που τους στήριξαν και τους προώθησαν στην εξουσία.

Γιατί φεύγει;

Ο Σημίτης έχει την τύχη όλων των πολιτικών ηγετών που κάνουν τη δουλιά του κατεστημένου εναντίον του λαού. Ο Σημίτης, επικεφαλής μιας κυβέρνησης που καταγράφεται σαν τον πιο αυθεντικό εκφραστή του μεγάλου κεφαλαίου και πιστό υπηρέτη της νέας τάξης πραγμάτων, αντικειμενικά δημιούργησε δυσαρέσκεια στα λαϊκά στρώματα, τα οποία πλήρωσαν τις συνέπειες μιας συγκεκριμένης ταξικής πολιτικής που τα οδήγησε σε δεινή θέση και στην οικονομική δυσπραγία. Δεν είχε πλέον τη δυνατότητα να τα υποτάσσει στη συγκεκριμένη πολιτική ή τουλάχιστον να τα κάνει να την ανέχονται. Υπήρξε ο επικεφαλής ενός κόμματος και μιας κυβέρνησης, που επί των ημερών του σημειώθηκε μια άνευ προηγουμένου συσσώρευση και λεηλασία του παραγόμενου κοινωνικού πλούτου, ο οποίος συγκεντρώθηκε στα χέρια μιας χούφτας επιχειρηματικών οικογενειών, ρεντιέρηδων, τυχάρπαστων τυχοδιωκτών που είχαν γαντζωθεί γύρω από τον κομματικό και κρατικό ιστό και απομυζούσαν το μόχθο που δημιουργούσαν τα εκατομμύρια των μισθωτών σκλάβων. Επί των ημερών της κυβέρνησής του, επανήλθαν λέξεις, όπως φτώχεια, νεόφτωχοι, ανεργία, οι οποίες για πολλές δεκαετίες είχαν διαγραφεί από το ελληνικό λεξιλόγιο. Ο Σημίτης, έκανε ό,τι είχε να κάνει, επιτέλεσε το έργο του και ακριβώς για το λόγο αυτό έχασε την εμπιστοσύνη των λαϊκών στρωμάτων και μοιραία ήρθε η στιγμή να αποσυρθεί. Γιατί περί απόσυρσής του από όλους εκείνους που τον είχαν ανεβάσει στην κορυφή της πυραμίδας του αστικού πολιτικού συστήματος, πρόκειται. Τον εκθρονισμό του ανθρώπου που τόσο πιστά υπηρέτησε την ολιγαρχία επί 8 συναπτά έτη, τα διαπλεκόμενα μέσα μαζικής ενημέρωσης, προσπάθησαν να τον παρουσιάσουν σαν δική του απόφαση, την οποία οι αυλοκόλακες της ενημέρωσης διάνθισαν με φράσεις περί «γενναίας πράξης», «θυσίας του ηγέτη» κλπ. Στην πραγματικότητα οι ίδιοι του είχαν στείλει το μήνυμα ότι οι ημέρες του τελείωσαν και ότι πρέπει να κάνει στην άκρη, υπέρ του Γ. Παπανδρέου.

Πολιτικός εκφραστής της μεγαλοαστικής τάξης

Τα προπαγανδιστικά επιτελεία της άρχουσας τάξης, είτε για να κάνουν πιο ανώδυνη την ώρα του αποχωρισμού, είτε γιατί θέλησαν να δώσουν το πραγματικό ταξικό στίγμα του ανθρώπου που επί τόσα χρόνια τους υπηρέτησε, μίλησαν με τα λόγια της αλήθειας για το ποιος ήταν ο πολιτικός Σημίτης και τι έπραξε όλα αυτά τα χρόνια που ήταν επικεφαλής της κυβέρνησης. Ετσι, η ΠΑΝΔΩΡΑ (ΒΗΜΑ 31/12/2003) έγραφε τα εξής αποκαλυπτικά: «Αν φεύγει, είναι επιτυχία του ότι μεθοδεύει έτσι την αποχώρησή του ώστε να τον χειροκροτεί ακόμα και το αταβιστικό ΠΑΣΟΚ. Ολοι εκείνοι που τον αντιμετωπίζουν ακόμα και σήμερα με ταξικό μίσος. Ολοι εκείνοι που δεν του συγχώρεσαν ότι ο διάδοχος του Ανδρέα Παπανδρέου, ο διάδοχος που άλλαξε το ΠΑΣΟΚ, δεν ήταν ένας μάγκας και καραμπουζουκλής, αλλά ένα "αστόπαιδο". (Βέβαια ξεχνούν βολικά ότι και ο Ανδρέας Παπανδρέου το ίδιο ακριβώς ήταν: ένας κατ' εξοχήν εκπρόσωπος των φιλελεύθερων στρωμάτων της αστικής τάξης του τόπου...)

Η ειρωνεία με την περίπτωση Σημίτη είναι το να σκέπτεσαι ότι και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής (ο θείος) που ήταν παιδί ευκατάστατης αγροτικής οικογένειας και κατασκεύασε με πολλή τέχνη την "αριστοκρατικότητά" του, θα ήταν ικανοποιημένος με τις πρωθυπουργίες Σημίτη. Διότι, μπορεί μεν να είναι πολλές και σημαντικές οι διαφορές μεταξύ του Γεωργίου Ράλλη και του Κ. Σημίτη, αλλά δεν επισκιάζουν τις ομοιότητες. Και είναι γνωστό ότι ο διάδοχος που είχε επιλέξει ο Καραμανλής για την Ελλάδα της Ευρώπης που εκείνος θεμελίωσε, ήταν ο Ράλλης. Απλώς, οι καιροί δεν ευνοούσαν την επιλογή Καραμανλή. Επρεπε να περάσουν καμιά δεκαπενταριά χρόνια και να βρεθεί μια κατάλληλη εκδοχή του Ράλλη...».


Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ