Κυριακή 25 Απρίλη 2004
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 9
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΩΝ ΤΟΥ ΚΚΕ ΚΑΙ Ο ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΜΟΣ
Η αντινεοφιλελεύθερη διαχείριση ως στρατηγική του ΣΥΝ

Στο προηγούμενο άρθρο αναφερθήκαμε στην πολιτική του ΣΥΝ η οποία, με βάση το προγραμματικό του συνέδριο εδράζεται στη θέση ότι «κύρια διαχωριστική γραμμή συνιστά σήμερα η τοποθέτηση απέναντι στο νεοφιλελευθερισμό...» και ότι «το δίλημμα... είναι η επιλογή ανάμεσα στη συνέχιση και στην παραπέρα ενίσχυση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής... και στην υιοθέτηση μιας κοινωνικά προσανατολισμένης πολιτικής...». Η αντίθεση λοιπόν για το ΣΥΝ είναι «νεοφιλελεύθερη διαχείριση ή κοινωνικό κράτος», εντός δηλαδή των ορίων του συστήματος. Αρα για το ΣΥΝ οι αιτίες για τα μεγάλα προβλήματα του λαού δε βρίσκονται στον ίδιο τον καπιταλισμό, αλλά στη μορφή διαχείρισής του, στο «μη εκσυγχρονισμό του». Από δω απορρέει και η πρότασή του για «προοδευτικό εκσυγχρονισμό», για «αντινεοφιλελεύθερο μέτωπο».

Με την πρόταση για «αντινεοφιλελεύθερο μέτωπο» αντικειμενικά παραπέμπουν σε ένα συγκεκριμένο τρόπο άσκησης της πολιτικής και στον τρόπο λειτουργίας της οικονομίας και όχι στο καπιταλιστικό σύστημα. Την οποία οικονομία την εξετάζουν ουδέτερα από ταξική σκοπιά, δηλαδή αταξικά ή υπερταξικά. Δε θέτουν το ερώτημα οικονομία για ποια τάξη, ποια συμφέροντα; Δεν την εξετάζουν από την άποψη των σχέσεων παραγωγής, δηλαδή ποια κοινωνική δύναμη έχει την ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Μιλούν γενικά για ανάπτυξη της οικονομίας ως τη μόνη προϋπόθεση που ωφελεί ολόκληρη την κοινωνία. Ετσι πέφτουν στην αντιφατική εκτίμηση ότι ενώ υπάρχει ανάπτυξη του ΑΕΠ, δεν ωφελούνται τα λαϊκά στρώματα και αυτό οφείλεται στη νεοφιλελεύθερη πολιτική διαχείρισης. Στην οποία αντιπαρατάσσουν την αντινεοφιλελεύθερη πολιτική διαχείρισης.

Ετσι επεξεργάζονται στόχους και προτάσεις ως λύση στα λαϊκά προβλήματα που ως πλαίσιο δεν εκφράζει εναλλακτική πρόταση διεξόδου, αλλά πολιτική άμβλυνσης των πιο ακραίων μορφών των προβλημάτων. Ετσι στο προγραμματικό του συνέδριο εκτιμά ότι «προκειμένου να φέρουν αποτελέσματα και να έχουν προοπτική, οι αγώνες, η κριτική και οι προτάσεις της Αριστεράς δεν μπορεί να περιορίζονται στις τεχνικές πτυχές των προβλημάτων και να επικεντρώνονται στις ανεπάρκειες των διαχειριστών της εξουσίας. Πρέπει να στοχεύουν πιο πέρα, στην αμφισβήτηση των κανόνων, των αξιών και των εξουσιών της νεοφιλελεύθερης μορφής του καπιταλισμού. Και συνεχίζουν ως εξής: «Αφετηρία της Αριστεράς είναι ο αγώνας της υπέρ των άμεσων στόχων που απασχολούν τους εργαζόμενους, κινητοποιούν τα προοδευτικά τμήματα της κοινωνίας και απαντούν σε ώριμα προβλήματα και ανάγκες της, φιλοδοξία και στρατηγική επιδίωξη είναι η συνεπής και συνεκτική συγκρότηση ενός τέτοιου σχεδίου...». Με περιεχόμενο «...μια συνολική εναλλακτική οικονομική πολιτική, με στόχο ένα νέο πλαίσιο ανάπτυξης και αναδιανομής...».

Αλλά αυτή η πολιτική αντικειμενικά έρχεται σε αντίθεση με τα λαϊκά συμφέροντα, ενισχύει την πολιτική του κεφαλαίου, και γι' αυτό είναι επικίνδυνη ως αριστερό άλλοθι.

Από την ως τώρα εμπειρία της πολιτικής πραχτικής του ΣΥΝ μπορούμε να δούμε ορισμένα παραδείγματα που τεκμηριώνουν την παραπάνω εκτίμησή μας. Ο ΣΥΝ συνδέει την αντιμετώπιση της ανεργίας με την αύξηση των επενδύσεων, την καλύτερη διαχείριση των κοινοτικών πακέτων και προσθέτει και τη μείωση του χρόνου εργασίας, αν και την εφαρμογή της δεν την αντιμετωπίζει ως καθολικό ζήτημα που οδηγεί στη μείωση του βαθμού εκμετάλλευσης, αλλά μόνο ως ένα μέτρο αντιμετώπισης της ανεργίας.

Η συγκεκριμένη απάντηση στο πρόβλημα της ανεργίας δεν μπορεί να αντιμετωπίζει το συγκεκριμένο πρόβλημα ως αποτέλεσμα ακριβώς των επενδύσεων. Η αύξηση των επενδύσεων, η οποία συμβάλλει στην αύξηση της παραγωγικότητας, σημαίνει παραγωγή με λιγότερα εργατικά χέρια. Ετσι όχι μόνο δεν οδηγεί σε αντιμετώπιση της ανεργίας, αλλά σε συνθήκες καπιταλισμού και αναδιαρθρώσεων, αυξάνει δραματικά την ανεργία. Οι επενδύσεις σε συνθήκες απελευθέρωσης της κίνησης κεφαλαίων, υπηρεσιών, εμπορευμάτων και εργατών, σε συνθήκες ανόδου της παραγωγικότητας, με στόχο την ανταγωνιστικότητα και τα υπερκέρδη, ένα αποτέλεσμα έχουν: την καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων, εργατικού κυρίως δυναμικού. Οι επενδύσεις γίνονται σε τομείς της οικονομίας που μπορούν να αποδώσουν το μέγιστο κέρδος. Οι άλλοι τομείς ή δεν αναπτύσσονται καθόλου και καταστρέφονται ή φυτοζωούν. Ταυτόχρονα η ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων στα πλαίσια της καπιταλιστικής ενοποίησης οδηγεί στο να κλείνουν ακόμη και κερδοφόρες επιχειρήσεις και να μεταφέρονται δραστηριότητές τους στο εξωτερικό, αφού εκεί μπορούν να αποκομίζουν ακόμη μεγαλύτερα κέρδη. Τρανταχτό παράδειγμα η «Σίσσερ-Πάλκο». Γεγονός που συμπιέζει και την τιμή της εργατικής δύναμης, δηλαδή φτηναίνει τον εργάτη και αυξάνει την ανεργία.

Επίσης η μείωση των ωρών εργασίας δεν μπορεί να φέρει αντίστοιχη αύξηση θέσεων, από τη στιγμή που λειτουργούν οι βασικοί νόμοι της καπιταλιστικής αγοράς και γενικότερα του συγκεκριμένου τρόπου παραγωγής, δηλαδή της υπεραξίας, της καπιταλιστικής χρήσης των νέων τεχνολογιών, της τάσης μείωσης του μέσου ποσοστού κέρδους που συνεπάγεται επιθετικά μέτρα για τη μείωση όσο γίνεται προς τα κάτω της τιμής της εργατικής δύναμης και της ζωντανής εργασίας. Με στόχο επίσης να αξιοποιείται η εφεδρική εργατική δύναμη για να πέφτουν οι αμοιβές και κοινωνικές παροχές, για να χειραγωγούνται και να εξαγοράζονται οι εργαζόμενοι.

Ο ΣΥΝ μιλώντας για επενδύσεις θεωρεί ως πλεονέκτημα που δεν αξιοποιείται από τις ελληνικές κυβερνήσεις, σε όφελος της ανάπτυξης της οικονομίας, τα κοινοτικά πλαίσια στήριξης (ΚΠΣ). Αλλά αυτά τα πακέτα δε δίνονται με δυνατότητα ελεύθερης διαχείρισης από κάθε κράτος - μέλος, αλλά καθορίζεται τι και πώς θα επενδυθεί. Και βεβαίως ό,τι επενδύεται, επενδύεται με συγχρηματοδότηση από το κράτος και μοχλοί είναι οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι που καρπώνονται τα κονδύλια. Τρανταχτό παράδειγμα τα μεγάλα έργα, όπως το αεροδρόμιο που εκμεταλλεύεται η γερμανική «Χόχτιφ». Επίσης τα κοινοτικά κονδύλια, σε ένα μεγάλο μέρος τους, επιστρέφονται τελικά στην ΕΕ, ιδιαίτερα στις ισχυρές καπιταλιστικές χώρες, αφού αυτές αναλαμβάνουν να μας τροφοδοτήσουν με δικές τους πρώτες ύλες, μηχανήματα και εμπορεύματα που συνδέονται με τις επενδύσεις στην Ελλάδα. Τα κοινοτικά πακέτα επίσης είναι που ως αγροτικές επιδοτήσεις οδηγούν στην καταστροφή των μικροπαραγωγών, με το θάψιμο των αγροτικών προϊόντων στη 10ετία του '80, με τη συρρίκνωση της αγροτικής παραγωγής γεγονός, που έφερε την αύξηση του εμπορικού ισοζυγίου των αγροτικών προϊόντων. Και βεβαίως, ενώ μπορούν να παραχθούν αγροτικά προϊόντα που να ικανοποιούν τις διατροφικές ανάγκες του λαού μας, εισάγονται. Με επιπτώσεις και στη μεταποιητική βιομηχανία αγροτικών προϊόντων ή στην ανάπτυξη κλάδων βιομηχανίας με βασική πρώτη ύλη αγροτικά προϊόντα (πχ βαμβάκι και κλωστοϋφαντουργία -ιματισμός), γεγονός που θα μπορούσε να δημιουργήσει και θέσεις εργασίας.

Το θέμα δεν είναι αποκλειστικά οι επενδύσεις, αλλά ποιος είναι ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής και για ποιον σκοπό συντελείται η ανάπτυξη. Το θέμα δεν εξαντλείται με την αύξηση του ΑΕΠ, αλλά ποιος υπηρετείται από την αύξηση αυτή, ποιος χάνει. Μετά απ' αυτό δεν είναι να απορεί κανείς που στο προγραμματικό τους συνέδριο εκτιμούν ότι «η αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ με ρυθμούς υψηλότερους του μέσου όρου των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης δε μεταφράζεται σε πραγματική οικονομική και κοινωνική σύγκλιση...». Τέτοια αυταπάτη καλλιεργούν.

Απ' όλα τα παραπάνω φαίνεται ότι η πάλη κατά του νεοφιλελευθερισμού δεν αντιμετωπίζει τα λαϊκά προβλήματα. Η πάλη κατά του νεοφιλελευθερισμού, προκειμένου να δημιουργεί προϋποθέσεις ριζοσπαστικοποίησης λαϊκών δυνάμεων, συνθήκες απόσπασης κατακτήσεων για την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών της εργατικής και λαϊκής οικογένειας, πρέπει να συνδέεται, να ταυτίζεται με την πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού. Οσο και αν ο ΣΥΝ χρησιμοποιεί κάποτε αντικαπιταλιστική φρασεολογία, η στρατηγική του δεν οδηγεί εκτός των πλαισίων του συστήματος. Από δω απορρέουν και μια σειρά επιλογές του, σε μια πολιτική συμβιβασμού, αναπόφευκτα σε επίπεδο κινήματος.

Ετσι ο ΣΥΝ συμφώνησε με επιλογές ωφέλιμες για το κεφάλαιο όπως: Τις ελαστικές εργασιακές σχέσεις, τη μερική απασχόληση. Προβάλλει εισοδηματική πολιτική στη λογική του εφικτού, που βασίζεται στην «αντοχή της οικονομίας» με βάση την ανταγωνιστικότητα την οποία και επιδιώκει, όπως και τα κόμματα της πλουτοκρατίας. Προβάλλει τη συνύπαρξη ιδιωτικού και δημόσιου τομέα στους τομείς «κοινωνικής πολιτικής», πράγμα που ακυρώνει και τη θέση του για «δημόσια κοινωνικά αγαθά». Δέχτηκε ιδιωτικοποιήσεις, προβάλλοντας ως κύριο ζήτημα το τίμημα και τη διαφάνεια. Δέχτηκε την ΚΑΠ. Και δεν έχει πολιτική υπεράσπισης των ΕΒΕ.

Το πιο χαρακτηριστικό ζήτημα σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο είναι η στάση του απέναντι στο ΠΑΣΟΚ, όπου το κύριο βάρος της κριτικής είναι ότι δεν ανταποκρίθηκε για διάλογο και συνεργασία. Την ίδια ώρα όμως, και ενώ ασκεί κριτική για την ηγεμονική στάση του ΠΑΣΟΚ, συνεργάζονται στο συνδικαλιστικό κίνημα, στο κίνημα των ΕΒΕ και της αγροτιάς, στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Πράγμα που δείχνει και καιροσκοπισμό προκειμένου να κερδηθούν αξιώματα, αλλά και σαφή επιλογή να δημιουργηθούν προϋποθέσεις για μια πιο γενικευμένη συνεργασία με τη σοσιαλδημοκρατία. Αριστερή Ενότητα για συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ. Γι' αυτό μιλά για τη μεγάλη Αριστερά.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ


Σ. Λ.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ