Πέμπτη 7 Οχτώβρη 2004
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 40
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
Ο μαύρος γάτος

Ρρρρ, ακουγόταν συνεχώς ανάμεσα από τις πυκνές φυλλωσιές της ακακίας. Ενα ρρρρ, πολύ χαμηλόφωνο, σχεδόν ανεπαίσθητο. Οι κότες αδιάκοπα σουλάτσαραν, ενόσω ο πλουμιστός κόκορας, μακάριος, συνέχιζε τη σιέστα του. Και, ξαφνικά, ένα χχχρα ξέσκιζε τον αέρα. Κακακακα... Οι κότες πανικόβλητες έτρεχαν παντού, και ο πλουμιστός κόκορας ως αλαλάζον κύμβαλο απειλούσε τον εισβολέα. Κικιρίίιιιι... Εκείνος, όμως, δεν καταλάβαινε...

Το σκηνικό επαναλαμβανόταν συχνά - πυκνά. Χειμώνες καλοκαίρια, χρόνια τώρα. Τις πιότερες φορές, ο μαύρος γάτος έφευγε άπρακτος, πεινασμένος, με σημάδια από τσιμπήματα σε όλο του σώμα. Ενα σώμα πονεμένο, «οξειδωμένο». Η ηλικία και οι κακουχίες είχαν αρχίσει να αφήνουν τα σημάδια τους σε όλο του σώμα. Μονίμως ακροβατώντας στα κλαριά της ακακίας. Είχε γίνει η κρυψώνα του και το γειτονικό κοτέτσι είχε καταντήσει η μοναδική του διαφυγή. Ζωής και επιβίωσης. Ζούσε σαν το φάντασμα. Ενα φάντασμα μαύρο και άραχνο.

Είχε φτάσει στη χώρα του «τίποτα και του πουθενά» κολυμπώντας... Χρρρ. Πόσο σιχαινόταν το νερό! Ομως, το όνειρο της ελευθερίας που τον οδηγούσε τον έκανε «αδιάβροχο». Οταν πάτησε στεριά, νόμισε ότι τα κατάφερε. Ο κεραμιδί γάτος που τον παρέσυρε σ' αυτό το ταξίδι, μόλις έφτασαν εδώ, τον κορόιδεψε. Περιπλανήθηκε, σε αμπελώνες, βουνά και νησιά. Μόνος. Κυνηγημένος από τις προλήψεις για τις μαύρες γάτες. Πολλές φορές ονειρεύεται ότι ήταν γάτα Αγκύρας, που τον είδε κάποια οικογένεια και τον αγάπησε. Τον πήρε σπίτι της και εκείνος γουργουρίζει ευχαριστημένος, ζεστός και χορτασμένος στην αγκαλιά κάποιου.

Ομως, ήταν μαύρος, κατάμαυρος. Τι γρουσουζιά!

Ανάμεσα στις περιπλανήσεις στα μήκη και τα πλάτη, συνάντησε μια μεγάλη παρέα γάτων. Τον προσκάλεσαν και ενώθηκε μαζί τους. Πέρναγαν τα χρόνια και εκείνος όλο ήλπιζε κάτι καλύτερο. Ομως, το μαύρο του χρώμα και οι περίεργες αντιλήψεις περί ελευθερίας δημιουργούσαν προβλήματα στην ομάδα των γάτων. Εκπτωτος, αυτά σκεφτόταν συνεχώς. Ξανά και ξανά χωμένος στις φυλλωσιές. Και δεν μπορούσε να κοιμηθεί ούτε νύχτα, ούτε μέρα. Μέχρι που άκουσε...

«...τον γάτο να τσακώσουνε σαν μούτρο αναρχικό. Βγήκε λοιπόν σεργιάνι το χαφιεδότσουρμο, αυτοί που αποτελούνε τον εθνικό κορμό.»... κακακα... κάάάά τραγουδούσε μια κότα λυράτη, άσπρη - άσπρη, με «αριστοκρατικό» αέρα. Πολυταξιδεμένη και πολύγνωμη είχε μόλις επιστρέψει στο κοτέτσι. Την είχε δει πόσο παράξενη είναι, να κόβει βόλτες πάνω - κάτω συνεχώς και να προσπαθεί να πείσει τις κότες να εγκαταλείψουν την ασφάλεια που παρέχει η παραγωγή των αυγών τους υπό το άγρυπνο βλέμμα του κόκορα - «γκαουλάιτερ».

Αλλά πώς μπορούσε να ξέρει; Και πού με είχε δει, σκέφτηκε ο μαύρος. Την είδε να μιλά με ένα σκύλο, που δήλωνε πως είχε χάσει τη φωνή του. «...θεραπεύουσα κάθε νόσο, δρούσα ψυχοσωματικώς». Γουβ! Δεν μπορούσε να ακινητοποιήσει και να κατανοήσει εικόνες, γεγονότα, καταστάσεις και χειρονομίες με ταχύτητα υπερατλαντικών πτήσεων.

«Ψιτ... γατούλη! Μη φοβάσαι. Πλησίασε», του λέει και ο μαύρος τα χάνει. Μα, δε φοβάται ότι θα τη φάω; «Αν με φας, θα χάσεις ένα σύντροφο. Δεν έχει σημασία που είμαι διαφορετική... Οι δύο μας και άλλοι, όλοι μαζί, μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο»... Τα κεχριμπαρένια του μάτια άστραψαν. Σαν βάλσαμο τα λόγια. Νιαρ, νιαρ ακούστηκε κι έτρεξε...


Χριστίνα ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ