Κυριακή 31 Οχτώβρη 2004
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 4
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
28η Οκτωβρίου

«Κι ο στρατός μας που πήγε στην Κορέα

Πολεμούσε για τα ιδανικά, ιδανικά.

Είχε βάψει τους κίτρινους στο αίμα

Δείχνοντάς τους τι θα πει ελευτεριά»

Ητανε το τραγούδι που λέγαμε νεοσύλλεκτοι πηγαίνοντας για το πεδίο βολής. Ομολογώ πως κι εγώ το τραγουδούσα και καμάρωνα. Κι ας μου ήτανε «βάσανο οι αρβύλες» και βιαζόμουνα κιόλας να ξαναγυρίσω στο θάλαμο να ξαναδιαβάσω το γράμμα που το 'κρυψα κάτω από το μαξιλάρι μου, πριν φύγουμε για τις ασκήσεις. Είχα μέρες, βλέπεις, να πάρω νέα από το σπίτι και ανησυχούσα. Με πείραζαν όλα. Το πρωινό εγερτήριο, οι ασκήσεις, το φαγητό, η βαριά χλαίνη, που έπρεπε να την κουμπώνουμε μέχρι επάνω, το χοντρό της γιακά. Με πείραζαν και οι αγγαρείες, τα παραγγέλματα, τα καψώνια, ένα ψηλός λοχίας που «μαλάκα» με ανέβαζε, «μαλάκα» με κατέβαζε. Με κούραζε αφόρητα η πρωινή αναφορά. Το βραδινό σιωπητήριο με μελαγχολούσε,. Με ενοχλούσε και το μαύρο μουστάκι του λοχαγού, η φάτσα του επιλοχία. Ο συνταγματάρχης μου φαινότανε γελοίος, και το νούμερο 2 με 4 της σκοπιάς βασανιστικό. Δεν μπορούσα να λύσω και το Μ1 γρήγορα, όπως έπρεπε. Ροχάλιζε και ο απέναντί μου και δε μ' άφηνε να κοιμηθώ κι αυτά που μας έλεγαν στο «μάθημα» το απόγεμα δεν μπορούσα να τα χωνέψω.

Ητανε περιττά, ανυπόφορα, ακατανόητα. Κι ένα πρωινό ένας κεφάλας δεκανέας απ τη Χαλκίδα μας μπέρδεψε τις αρβύλες. Χαμός. Για να προλάβουμε το προσκλητήριο, φορέσαμε όποιες βρήκαμε μπροστά μας. Εγώ φόρεσα μια με προκαδούρα από κάτω και μια με λάστιχο. Ετσι, όπως ήμασταν υποχρεωμένοι να τρέχουμε σαν τους τρελούς, χωρίς λόγο, το ένα βήμα μου έκανε «κρακ», λόγω προκαδούρας και το άλλο «πλατς» λόγω λάστιχου. Μου πονούσε και το δεξί μου μεγάλο δάχτυλο, γιατί η ξένη αρβύλα που φόρεσα το πρωί πάνω στον πανικό μου ήτανε δυο πόντους πιο κοντή. Και πήγαινα κούτσα κούτσα σαν πάπια. Γελούσα με τον εαυτό μου. Γελούσα με όλο τα στράτευμα, γιατί, στο κάτω κάτω, δεν ήμουνα εγώ ο μόνος γελοίος εκεί μέσα. Από το μεγάλο διοικητή μέχρι τον τελευταίο φαντάρο όλοι είχαμε μερίδιο από την ένδοξη εκείνη γελοιότητα. Πότε να παριστάνουμε τους ανδρείους και τους πολεμοχαρείς και πότε να λιώνουμε από τη νύστα στη βραδινή σκοπιά. Και τα βράδια να 'ρχονται εκείνα τα όνειρα, θεέ μου, τα ξεδιάντροπα και τα ανοικονόμητα, με κορίτσια ξετσίπωτα μέσα σε καυτές κρεβατοκάμαρες. Το πάλευα από δω, το πάλευα από κει. Προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου πως έκανε κάτι πολύ σοβαρό. Φορούσα το δίκοχο μου στραβά και κοιταζόμουνα στο σπασμένο καθρέφτη της «Καλλιόπης». Κρεμούσα στον ώμο το Μ1 με τη φαρδιά ξιφολόγχη. Φορτωνόμουνα και το σακίδιό μου με την κουβέρτα, την καραβάνα και το παγούρι. Τίποτε, εξακολουθούσα να φαντάζω σαν ένας αχρείαστος ιππότης της ελεεινής μορφής. Ενας κακομούτσουνος «Miles gloriosus», απόλεμος, άκαπνος και κατάκοπος από τα ανυπόφορα «εντός εκτός ντο». Επάνω τους και τους φάγαμε, δηλαδή. Ποιους;

Αυτό είναι που ποτέ μου δεν κατάλαβα. Γι' αυτό κι όταν μας μάθανε το πανάθλιο εκείνο τραγούδι για τους κίτρινους που είχαμε βάψει στο αίμα «δείχνοντάς τους τι θα πει ελευτεριά», κάθισα εκείνο το βράδυ στο κρεβάτι μου, που έτριζε σαν διάολος. Κουκουλώθηκα με την γκρίζα μου κουβέρτα με τα καφέ γράμματα «ελληνικός στρατός». Αναψα και το φακό μου κι έγραψα στη μάνα μου γράμμα πονεμένο, που το θυμάμαι ύστερα από τόσα χρόνια. «Μητέρα» της έγραψα «ορκίζομαι πως ποτέ στη ζωή μου δε θα σταθώ προσοχή, όταν μπροστά μου θα περνούνε όπλα και θ' ακούγονται και τραγούδια που θα μιλάνε για "αίμα" και ακατανόητα "ιδανικά"»!


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ