Κυριακή 28 Νοέμβρη 2004
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 16
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΤΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
Καθ' οδόν: Προς τη Μαγκουφάνα

Ο κεντρικός δρόμος της Πεύκης, στα όρια με το δήμο Αμαρουσίου
Ο κεντρικός δρόμος της Πεύκης, στα όρια με το δήμο Αμαρουσίου
Αν υποτεθεί ότι δεν ήμουν ...πρωτευουσιάνος και έψαχνα να βρω τη Μαγκουφάνα, θα κουραζόμουν για να συναντήσω κάποιον ηλικιωμένο να με κατευθύνει στο μέρος αυτό! Το ίδιο θα συνέβαινε και αν ζητούσα να πάω στο Κουτσουκάρι, στο Κατσιπόδι, στο ...Κατσιμίδι και σε άλλους τόπους, που δεν άλλαξαν μόνον ονομασία, αλλά και φυσιογνωμία. Εγιναν αγνώριστοι ακόμα και στους ...γηγενείς, που έζησαν εκεί μια φορά κι έναν καιρό!

Ετσι και ο γράφων, που συχνά πυκνά επισκεπτόταν τη Μαγκουφάνα, τελευταία, έψαχνε να τη βρει με τη βοήθεια ...οδικού οδηγού! Ολα έχουν αλλάξει σε σημείο να μην ξέρει κανείς πού βρίσκεται. Παλιά ήξερες ότι παίρνοντας το δρόμο από το σταθμό του ηλεκτρικού στο Μαρούσι που οδηγεί στο Ηράκλειο, μετά την ανηφόρα, βρίσκεσαι στα όρια της πευκόφυτης Μαγκουφάνας. Από τότε που έγινε, από Κοινότητα, πριν τρεις δεκαετίες θαρρώ, Δήμος Πεύκης, η φυσιογνωμία της άλλαξε. Καλλωπίστηκε, δε λέω, απέκτησε λαβύρινθο από δεντροστοιχισμένους δρόμους, που σε μπερδεύουν, και υψηλά χτίσματα, αλλά τα δάση της έγιναν ανάμνηση μακρινή. Την ανακαίνισαν ριζικά, ξεριζώνοντας τα πευκοδάση που την περιτριγύριζαν. Πριν πρωτοκατοικηθεί από τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, όπου δεν υπήρχαν πεύκα, στην εύφορη και αφράτη γη ευδοκιμούσαν οι πατάτες και οι μεγαλοϊδιοκτήτες, με αμπολές, έφερναν το νερό για πότισμα από τον Κοκκιναρά, τη σημερινή Πολιτεία. Οσοι πρόσφυγες δεν πήρανε σπίτι του συνοικισμού, τους δόθηκαν τεμάχια γης και συνέχισαν εκεί τη ζωή τους σε αγροικίες... μακριά από τον κόσμο!

Τα κτίρια γίνονται όλο και ψηλότερα
Τα κτίρια γίνονται όλο και ψηλότερα
Η περιοχή ήταν φιλόξενη και υγιεινή για τους φυματικούς, καθώς και για άλλους παραθεριστές. Οσοι Αθηναίοι είχαν τη δυνατότητα, εκεί παραθέριζαν. Οταν έφυγαν οι ασθενείς, γέμισε ο τόπος πολυτελή κτίσματα, που ...κόλλησαν πάνω στο Μαρούσι!

Πώς και τι περιμέναμε να κλείσουν τα σχολεία προπολεμικά για να πάμε στη θεία Αλεξάνδρα που είχε αγροικία εκεί. Ηταν μια από τις πέντε αδελφές της μάνας μου που ξεριζώθηκαν από την Κάτω Παναγιά στα παράλια της Σμύρνης και βρέθηκαν εδώ ορφανά μαζί με ένα αγόρι, καθότι ο πατέρας τους χάθηκε στην «αιχμαλωσία» μαζί με εκατοντάδες χιλιάδες άλλους Ελληνες στα βάθη της Ασιατικής Τουρκίας.

Και η μάνα τους πέθανε καθ' οδόν προς τον Πειραιά από το μεγάλο καημό. Η θεία Αλεξάνδρα ήταν δεξιοτέχνης μαγείρισσα, ήταν κι αυτός ένας από τους λόγους που τραβούσε στο σπιτικό της το σόι, μικρούς και μεγάλους. Αλλος σημαντικότατος για τα παιδιά λόγος, ήταν ότι είχε ποδηλατάδικο στο Μαρούσι. Καβαλούσε σε ποδήλατο, ως τα βαθιά της γεράματα!

Με το ποδήλατο «όργωνα» την πανέμορφη αττική γη από προάστιο σε προάστιο και ήμουν πανευτυχής. Μα και στον πόλεμο με τους Γερμανούς, εκεί καταφύγαμε όταν βομβάρδισαν τον Πειραιά στην πρώτη τους αεροπορική επίθεση στο λιμάνι και ανατίναξαν το καράβι με πυρομαχικά, που σκόρπισε θάνατο και πανικό στον κόσμο, και ...όπου φύγει φύγει!

Τσιμέντο παντού...
Τσιμέντο παντού...
Από τον Πειραιά έρχονταν και οι πλαϊνοί παραθεριστές, ήταν δικό τους το σπίτι και ήταν ευκατάστατοι. Με το κορίτσι τους, την Μαρίνα, είχαμε την ίδια ηλικία και πηγαίναμε στο Γυμνάσιο. Για να μην ξεχνάμε και τα μαθήματά μας, ρίχναμε καμιά ματιά και στα βιβλία και συν τω χρόνω αναπτύχθηκε μεταξύ μας μια βαθιά παιδική και απονήρευτη αγάπη. Ηταν ένα πολύ ευαίσθητο και καλόκαρδο πλάσμα, που μπορούσε να παραμένει αμίλητο και εκστατικό κάτω από τα δέντρα και ν' ακούει την πολυφωνία πουλιών και τζιτζικιών. Φοβόταν, όμως, τον πόλεμο πολύ και ποιος δεν τον φοβόταν; Ιδίως τους Γερμανούς, που σιδερόφραχτοι προχωρούσαν ακάθεκτοι στα ελληνικά εδάφη και σε λίγο τους είδαμε να έρχονται και να στρατοπεδεύουν μιαν ανάσα από εμάς, στο δάσος.

Δραματικά, η ζωή μας γύρισε άνω - κάτω! Οι αξιωματικοί τους ήρθαν και στρογγυλοκάθισαν στο σπίτι της θείας Αλεξάνδρας και μας πέταξαν στο υπόγειο και στην αποθήκη. Δεν είχαμε θέση πια εμείς εκεί. Πήραμε δρόμο και φύγαμε, με τι; Με τα πόδια!

Κάποτε φτάσαμε στο Κουτσουκάρι, που ήταν τότε κοινότητα, όπως και η Μαγκουφάνα, και το σπίτι μας ήταν βυθισμένο σε βαθύ σκοτάδι, δεν υπήρχε φως, παρότι είχαμε συνδεθεί πριν από λίγο καιρό με το δίκτυο της Ηλεκτρικής εταιρίας. Νερό είχαμε από το πηγάδι, τροφή; Αστα να πάνε...

Το δημοτικό Θέατρο και το δημαρχείο της Πεύκης
Το δημοτικό Θέατρο και το δημαρχείο της Πεύκης
Θα ήταν χειμώνας του 1943, όταν τα αγγλοαμερικάνικα αεροπλάνα, μια φοβερή νυχτιά ήρθαν και σκόρπισαν πλήθος βομβών, «όπου λάχει» στο κέντρο του Πειραιά και δεν άφησαν ούτε την Αγία Τριάδα όρθια! Θρήνος και οδυρμός στο μεγάλο λιμάνι. Αναρίθμητοι οι νεκροί και τραυματίες. Βλέποντας στην τηλεόραση τα σημερινά «κατορθώματά» τους στο Ιράκ, θυμάμαι εκείνα.

Ανάμεσα στα θύματα του «συμμαχικού» βομβαρδισμού στο εμπορικό τμήμα του Πειραιά και γύρω από το Δημοτικό Θέατρο, αναγνωρίστηκε ολόκληρη η οικογένεια της γλυκιάς Μαρίνας κι εκείνη μαζί και, από τότε, όποτε έβλεπα το εξοχικό της μέσα στα πεύκα, άθελα η ματιά μου μάταια την αναζητούσε...

Η Πεύκη, αν και άλλαξε εντελώς ο ρυθμός της ζωής της, εξακολουθεί να είναι ελκυστική. Το παλιό της όνομα λέγεται ότι προήλθε από μια μαγκούφα - Αννα, όμως τότε οι λιγοστοί κάτοικοι γίνονταν μια αγκαλιά, υπήρχε αγάπη και ενδιαφέρον του ενός για τον άλλον. Τώρα στις πολυκατοικίες είναι ζήτημα αν γνωρίζονται οι συγκάτοικοι μεταξύ τους! Ισως η πρωτινή ονομασία του όμορφου προαστίου να ...του ταίριαζε καλύτερα σήμερα! Ομως, η μουγκαμάρα των Νεοελλήνων γενικά, που αποφεύγουν και την «Καλημέρα», είναι θέμα ειδικής μελέτης!


Το δημοτικό άλσος
Το δημοτικό άλσος


Βαγγέλης ΜΗΝΙΩΤΗΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ