Κυριακή 5 Δεκέμβρη 2004
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Θεατρικοί μονόλογοι

Μέρος δεύτερο

Β. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Μονόλογος

ΝΑΤΑΣΑ

Ετών 27. Ενα εύθραυστο πλάσμα, ντελικάτο, με κέρινα μεταξένια μαλλιά και θλιμμένα μάτια.

Η φωνή ακούγεται σαν νοσταλγικό κελάρυσμα καναρινιού. Εχει μια φινέτσα, απ' όλο της το παρουσιαστικό, αναδύεται μια αξιοπρέπεια, μια αρχοντιά. Το δωμάτιο είναι θλιβερό και ακατάστατο. Πεταμένα βιβλία εδώ κι εκεί, μισοπιωμένα κι άπλυτα φλιτζάνια του καφέ. Ενα ανθοδοχείο με ξεραμένα άνθη στο λαβομάνο. Τασάκια από αποτσίγαρα. Ενα χλομό φως ξεφεύγει από μια λεκιασμένη κουρτίνα. Είναι ν' απορείς, τι γυρεύει σ' αυτόν τον άθλιο χώρο ένα τόσο λεπτό κι ευαίσθητο πλάσμα.

Φαίνεται πως κάποιοι κάτι την ρώτησαν κι απαντά.

ΝΑΤΑΣΑ... Οι δρόμοι μας από καιρό είχαν χωρίσει και συγκλονίστηκα κυριολεκτικά όταν έμαθα τον θάνατο του Κώστα... Αυτή είναι η μοίρα μας, η λύτρωσή μας θα ήταν καλύτερα να πω... Πολλές φορές βρισκόμαστε στο μεγάλο δίλημμα του Αμλετ και διεισδύουμε στη φιλοσοφία του.

Πίνει μια γουλιά από τον καφέ της.

Ολο το πάθος μας για ένα ρόλο. Το όραμα του θεατρίνου, ο ρόλος που θα του δώσει το μεγάλο τίναγμα. Στο πιο σκληρό, στο πιο ανελέητο επάγγελμα του κόσμου.

Μου δόθηκε η ευκαιρία γι' αυτό. Υστερα από σωρό μικρορόλους και περάσματα. Περιοδείες κι αρπαχτές στην επαρχία, πρόχειρες και ανοργάνωτες παραστάσεις, που δε σε εκπροσωπούσαν. Υστερα από τις Ιουλιέτες, τις Οφηλίες και τις Μαργαρίτες της Σχολής, προσγειώνονταν τα όνειρά σου, στο βάθος της κουίντας μιας επιθεώρησης σηκώνοντας τα χέρια φωνάζοντας «όλε» στα επιφωνήματα της πρωταγωνίστριας... 'Η κατρακυλούσες πιο πολύ στ' ατέλειωτα και βασανιστικά ταξίδια των μπουλουκιών. Ενα κομμάτι ξερό ψωμί, ένα φτηνό ξενοδοχείο και η απέραντη φιλοδοξία να σε πνίγει και να σε καταδυναστεύει.

Πώς να μην πέσεις στην «άσπρη», όταν μέρα τη μέρα, χρόνο το χρόνο τα όνειρά σου ξεφλουδίζουν και η φιλοδοξία σου κονταίνει, κονταίνει να σβηστεί; Πώς να ξεπεράσεις τα στεγανά και να μπεις με οποιοδήποτε αντίτιμο στο κλειστό κύκλωμα, όταν οι δρόμοι είναι κλειστοί;

Η ευκαιρία για το ρόλο μού δόθηκε. Ομως το τρένο είχε φύγει. Ημουνα πλέον νεκρή. Η ηρωίνη είχε κυριαρχήσει στη ζωή μου. Τ' αμέτρητα όνειρα, τα φώτα της σκηνής, τα κόκκινα λαμπιόνια της μαρκίζας, οι τεράστιες φωτογραφίες, τα εξώφυλλα, οι συνεντεύξεις, το ραδιόφωνο, η τηλεόραση, ο κινηματογράφος, η προβολή που οραματίζεται ο θεατρίνος είχαν αντικατασταθεί από έναν τρομακτικό, ένα αδυσώπητο αγώνα για τη δόση.

Η δόση πια ήταν η ζωή μου.

Εκανα προσπάθειες, δεν μπορώ να πω... Να φύγω, ν' αποτοξινωθώ, να κυνηγήσω, να ξαναβρώ το κέφι για τη δουλιά. Τη δουλιά που τόσο αγαπούσα και τόσο ονειρεύτηκα. Δε βαριέσαι. Χαμένοι κόποι.

Ηταν στον καιρό της «στέρησης».

Μου ζητήθηκε να με ακούσουν για το ρόλο. Ο Τένεσι Ουίλιαμς ήταν ένας συγγραφέας που λάτρευα. Ο «Γυάλινος κόσμος», ένα έργο που υπεραγαπούσα. Η Λάουρα ένας ρόλος που ονειρευόμουνα.

Οταν μου πρότειναν να με ακούσουν, η ζωή μου κυριολεκτικά είχε μεταμορφωθεί. Ωρες ατελείωτες το διάβασμα. Οι ορθοφωνικές ασκήσεις και αναπνοές, οι κινήσεις, οι στοχασμοί, οι αναλύσεις στην προσωπικότητα της ηρωίδας. Οι συνήθειες, το ντύσιμό της είχαν γίνει βίωμά μου. Είχα ταυτιστεί μαζί της. Νόμιζα πως ήμουν η Λάουρα, ήμουν έτοιμη για την Λάουρα. Τον καιρό της στέρησης όλα αυτά... Τον καιρό της μεγάλης μου μάχης. Τον καιρό που πίστευα πως θα νικούσα.

Το ραντεβού για την ακρόαση είχε φτάσει.

Ναι η αλήθεια είναι πως είχα τρακ. Η αλήθεια είναι πως είχα μια υπερδιέγερση. Χρόνια και χρόνια αναζητούσα και περίμενα αυτή τη στιγμή. Χρόνια και χρόνια το ριζικό του θεατρίνου να περιμένει την ευκαιρία. Πίστευα, σχεδόν ήμουνα βέβαιη, πως θα έπαιρνα το ρόλο. Ολη μου η ζωή, όλο μου το πάθος για έναν ρόλο. Είχα δώσει τα πάντα κι αυτό ήταν μια υπέρμετρη ευθύνη, ένα παραπανίσιο άγχος για την επιτυχία.

Είναι η αλήθεια πως είχα τρακ.

Εκείνο όμως το τρέμουλο, εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή! Εκείνοι οι αβάσταχτοι πόνο, εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή..! Βγήκα στη σκηνή. Ενας κόμπος έδενε την γλώσσα να με πνίξει. Ενας κρύος ίδρως. Μια έμμονη βασανιστική τάση για εμετό. Τα πόδια μου τρεκλίζουν. Τα μάτια μου θολώνουν. Μια παράξενη δυνατή ζάλη. Σβήνω, παγώνω και χάνομαι. Προσπαθώ να κρατηθώ από τη μοναδική καρέκλα που βρίσκεται πάνω στην άδεια σκηνή. Δεν τα καταφέρνω. Κάνω δυο βήματα προς την κουίντα. Να φύγω, να φύγω... να εξαφανιστώ το γρηγορότερο. Ν' ανοίξει η γη να με καταπιεί! Γκρεμίζομαι και δε θυμάμαι τίποτα άλλο. Κι ούτε μια λέξη. Μήτε καν η αρχή.

Ο ρόλος χάθηκε. Χάθηκε μαζί και η ζωή μου. Ενα μοναχικό κουρέλι στο δρόμο.

Τρυπιέμαι σ' όλο μου το κορμί. Με νερό και ζάχαρη να 'χω την ψευδαίσθηση. Τίποτα απ' όλα αυτά δε με γαληνεύει. Πάνω απ' όλα ωριμάζει μέσα μου βασανιστική η ιδέα του αδιεξόδου, η ιδέα του θανάτου!

Υστερα φάνηκε ο Κώστας στη ζωή μου. Ηταν καλό παιδί, μα ήταν και κείνος κατεδαφισμένος. Εκτός από το κοινό μας πάθος, δεν υπήρχαν άλλα σημεία επαφής και ο Κώστας έφυγε... Πού και πού τηλεφωνιόμασταν σαν δυο καλοί φίλοι... Είχε μπλέξει με τον Στάθη και τους άλλους... Λυπάμαι, δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Ηταν καλό παιδί..!

Δυο δάκρυα ύγραιναν τα μελιά της μάτια. Σηκώθηκε. Προχώρησε προς το μοναδικό παράθυρο του δωματίου και τράβηξε την μισάνοιχτη κουρτίνα να σκιάσει ακόμα περισσότερο το φως...

Αυλαία.

Ειρήνη

Μια Ειρήνη εντελώς διαφορετική. Ανανεωμένη. Αφάνταστα ψύχραιμη κι αποφασιστική.

Εχει αφήσει τα μαλλιά της ξέπλεκα. Ματιά ζεστή και περήφανη.

Η σκηνή άδεια. Στην άκρη ένα τραπεζάκι με λουλούδια. Στη μέση της σκηνής ένα αναλόγιο. Η ομιλία απευθύνεται στο κοινό. Το πρόσωπό της φωτίζεται έντονα.

ΕΙΡΗΝΗ: Οι φίλοι μού είπαν πόσο θα με ανέβαζε η ηρωίνη. Οχι όμως που θα με έριχνε... που θα με τσάκιζε... που θα με εξαφάνιζε... που θα με ποδοπατούσε!

Ο αγώνας αυτός μπορεί να κερδηθεί και θα κερδηθεί..! Είναι ωραίο να νικάς το θάνατο. Ξαναγιεννιέσαι κι εκτιμάς καλύτερα την αξία της ζωής. Στο πείσμα της νιότης μας, στο πείσμα του κάθε ξεδιάντροπου και εκπορνευτή συνειδήσεων εμπόρου, αξίζει αυτός ο αγώνας.

Δεν επιτρέπεται στη σημερινή εποχή να παραμένει κανείς στη γνώση του καλού και του κακού. Πρέπει να πάρει ενεργό θέση. Πρέπει να μετέχει στην ανατροπή του κακού με αγώνες και θυσίες.

Θέλω να πω δυο λόγια για τη γενιά μου. Η πνευματική καθίζηση και στειρότητα της δικτατορίας, ο ξεσηκωμός του Πολυτεχνείου που δε δικαιώθηκε, το πισωγύρισμα της μεταπολίτευσης, δημιούργησαν στη νεολαία σύγχυση αξιών και οραμάτων. Οι ψευτιές, οι απάτες, η βεβήλωση των ιερών και οσίων, η κατάπνιξη του πολιτιστικού κινήματος στα ουρλιαχτά των γηπέδων και της προπαγάνδας, αποτέλεσαν τους υψηλότερους στόχους των κυβερνώντων, οι οποίοι γνώριζαν πολύ καλά ότι η προώθηση των γραμμάτων και η επαφή με την κουλτούρα στα πλατιά στρώματα της κοινωνίας, σημαίνει αυτόματο ξύπνημα των συνειδήσεων και διεκδικητικό μονόδρομο και φυσικά κάτι τέτοιο δεν τους συμφέρει.

Η γενιά μου. Η γενιά της αμφισβήτησης των ιδεολογικών, πολιτικών και θρησκευτικών αναζητήσεων, άπειρη όπως ήταν, μπλέχτηκε στο γρανάζι του συστήματος κι εκμηδενίστηκε.

Η γενιά των παιδιών. Των παιδιών ενός χαμένου παραδείσου. Των ατέρμονων συζητήσεων στη θολούρα και την κάπνα μιας πανάθλιας καφετερίας με το νες - καφέ φραπέ, το τσιγάρο και την υψηλή διανόηση.

'Η και στην άλλη όψη του νομίσματος. Στους απίθανους ρυθμούς μιας ξέφρενης μουσικής στο αστραφτερό φλας χρωμάτων φθορίου της ντισκοτέκ που αναβοσβήνουν και δημιουργούν αποστάσεις από τα σημερινά καυτά προβλήματα της νιότης μας. Και το αποτέλεσμα δεν άργησε να φανεί. Λύτρωση στα στέκια των Εξαρχείων με τη μαστούρα και την άθλια χαμένη ματιά. Με ξενόφερτη φρασεολογία και συμπεριφορά, ντυμένοι με αμπέχονα, με δερμάτινες χοντρές ζώνες, τατουάζ και φθηνά γυαλιστερά τενεκεδάκια στους γυμνούς βραχίονες. Καβάλα σε μια μεταχειρισμένη «Καβασάκι», τρεχάλα με 100 σε μια φυγή, αναζήτηση του άπιαστου ονείρου.

Τις Κυριακές. Μέσα κι έξω απ' τα γήπεδα. Με τα ρόπαλα και τις αλυσίδες, τα πολύχρωμα κασκόλ της ιδιαίτερης προτίμησης, σ' έναν ανελέητο μεταξύ τους αγώνα, σ' έναν αγώνα εξόντωσης για την εξόντωση και βίας για τη βία.

Γροθιά στο κατεστημένο που τους ανέχεται, τους αναπαράγει και τους τρέφει για να μπορούν ανενόχλητα να επιδίδονται στο δικό τους όργιο του παραπλουτισμού και της εκμετάλλευσης.

Εχω τη γνώμη πως μέσα στην ατμόσφαιρα και το κλίμα της γενικής αμφισβήτησης χάνουν την επιρροή τους οι πολιτικοί προσανατολισμοί. Κι οι μικρές αυτές κοινωνικές ομάδες τραβιούνται στο περιθώριο και άθελά τους χρησιμοποιούνται από το σύστημα σαν μοχλοί καταστολής μαζικών κινητοποιήσεων και με τη διαστρέβλωση πετυχαίνουν τον αποπροσανατολισμό από τα πραγματικά προβλήματα που ενδιαφέρουν τους εργαζόμενους και βαραίνουν τις πλάτες τους.

Μας θέλουν έτσι. Ακίνητους και πετρωμένους. Πραγματικά νεκρούς. Ομοιους με κείνες τις πεταλούδες που τις σκοτώνουν καρφιτσώνοντάς τες πάνω σε χαρτόνια και τις μεταβάλουν σε χρωματιστές άψυχες φιγούρες. Αγκυλωμένα άπνοα πτώματα.

Χωμένους σε στενόμακρους ανήλιαγους διαδρόμους, χωρίς φως και νερό, με την μπόχα της σήψης και τον κουρνιαχτό των ηλεκτρονικών μηχανημάτων, εξαρτημένους, υποταγμένους κι αδύνατους...!

Ημουν κι εγώ ένα άτομο σαν αυτά. Πέρασα όλο το καμίνι με την υψηλή θερμοκρασία και θέλω να πιστεύω πως επέζησα...! Μέσα μου κυκλοφορούσαν χιλιάδες διαβολάκια που ζητούσαν να με κατασπαράξουν. Η ανία και το κενό που σου προσφέρει η αδράνεια. Αλλοτριώνεται ο χαρακτήρας του ανθρώπου και ψευδολογεί ασύστολα...! Κι όταν έφτασα στο χείλος της καταστροφής και όταν πάτησα στην άκρη του γκρεμού κι όταν έκανα το μεγάλο πέρασμα από το θάνατο στη ζωή κι όταν αντίκρισα κατάματα το χάρο κι όταν αντιλήφθηκα πως η Αβυσσος διέξοδο δεν έχει... Πήρα τη μεγάλη απόφαση... Να ζήσω... Να ζήσω... Να ζήσω...!

Μέσα μου πάλεψα αρκετούς μήνες και θέλω να πιστεύω πως νίκησα.

Είναι δύσκολο, αφάνταστα δύσκολο να κατακτηθεί η ψυχολογική ισορροπία. Δεν τελείωσα ακόμη. Ομως έχω ωριμάσει, μια κι έχω πιστέψει πως δεν υπάρχει τίποτα ομορφότερο, τίποτα ιδανικότερο, τίποτα σημαντικότερο από το να ζεις... Να ζεις... Να υπάρχεις... Να αγωνίζεσαι...!

ΑΥΛΑΙΑ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ