Κυριακή 5 Δεκέμβρη 2004
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 4
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Μια ιστορία σαν όνειρο

Ταξίδευα. Από το μυαλό μου περνούσαν ιστορίες πολλές. Αλλες παλιές και ξεχασμένες, Αλλες πρόσφατες, που δεν έλεγαν να ξεχαστούν. Μια από αυτές ήτανε σαν όνειρο. Ημασταν, λέει, μια μεγάλη πορεία. Αλλοι κρατούσαν κόκκινες σημαίες, με σφυροδρέπανα, άλλοι πανό μεγάλα, άσπρα με κόκκινα γράμματα, όπου έγραφαν για το μεροκάματο, για την παιδεία. Ενας μικροκαμωμένος, με άσπρα μαλλιά, είχε κρεμασμένο μπροστά στο στήθος του ένα άσπρο χαρτόνι, όπου έγραφε ανορθόγραφα «όχι συντάξης πήνας». Δίπλα του πορευόταν μια, μικροκαμωμένη κι αυτή, με τα μαλλιά της δεμένα κότσο. Είχε κι αυτή κρεμασμένο, μπροστά στο στήθος, ένα άσπρο χαρτόνι, όπου έγραφε με άσπρα γράμματα «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία». Κάποια στιγμή, έτσι έλεγε η ιστορία, αρχίσαμε να τραγουδάμε. Στην αρχή με φωνές που έτρεμαν και που μόλις ακούγονταν. Σιγά σιγά όμως οι φωνές δυνάμωναν και τότε πρόσεξα, πως ο καθένας έλεγε το δικό του τραγούδι. Αλλος «εμπρός της γης οι κολασμένοι», άλλος «παιδιά σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους», άλλος «στο Γοργοπόταμο στην Αλαμάνα». Κι όμως, μόλο που ο καθένας έλεγε το δικό του τραγούδι, τα λόγια δεν μπερδεύονταν. Μπορούσες να διακρίνεις τα λόγια του καθενός. Και στο τέλος, όλα αυτά τα παράταιρα λόγια έγιναν ένα τραγούδι, που είχε τα δικά του λόγια και που ακουγόταν καθαρά και δυνατά.

Μου άρεσε αυτή η ιστορία, και όπως κάνουμε με τα «σι ντι», όταν μας αρέσει το τραγούδι, την «ξανάβαλα» από την αρχή. Ηθελα να την «ξανακούσω». Αυτή τη φορά, μάλιστα, πρόσεξα τα τραγούδια που έλεγαν οι άνθρωποι της πορείας, γιατί με ενδιέφερε ν' ακούσω τα λόγια τους. Κάποια στιγμή, μάλιστα, άρχισα να τα μουρμουρίζω κι εγώ. Κι αυτή τη δεύτερη φορά, εκτός από το ζευγάρι των μικροκαμωμένων, με τα χαρτόνια κρεμασμένα μπροστά στο στήθος, είδα και άλλους να έχουν άλλα χαρτόνια, γραμμένα κι αυτά με κόκκινα γράμματα και με άλλα συνθήματα. Το περίεργο με όλη αυτή την ιστορία, ήτανε πως κάθε φορά είχε το ίδιο τέλος. Ενώ, δηλαδή, στην αρχή της πορείας αυτοί που πορεύονταν ήταν λίγοι, τα συνθήματα λίγα, τα χαρτόνια που κρέμονταν στα στήθια των ανθρώπων ήτανε κι αυτά λίγα και τα τραγούδια δεν ακούγονταν σχεδόν καθόλου, στο τέλος άλλαζαν τα πράγματα. Οι άνθρωποι πλήθαιναν, τα χαρτόνια το ίδιο, και το τραγούδι ήτανε ένα. Τα λόγια που έλεγαν όλοι οι τραγουδιστές ήτανε κι αυτά τα ίδια και ακούγονταν καθαρά, κρυστάλλινα. Οταν, μάλιστα, το ταξίδι μου πλησίαζε στο τέλος και έλεγα από μέσα μου να τελειώνω με την «ιστορία», μιας και την είχα ξαναφέρει στο μυαλό μου πολλές φορές και την είχα μάθει «απ' έξω», πρόσεξα πως η πορεία δεν τέλειωνε πουθενά. Δηλαδή ο δρόμος που ακολουθούσαν οι οδοιπόροι χανόταν κάπου εκεί στον ορίζοντα, τα τραγούδια όμως εξακολουθούσαν να είναι τα ίδια, δυνατά, ευκρινή και κρυστάλλινα και οι φωνές όσο πήγαινε πιο δυνατές.

Και μέχρις εδώ καλά. Καταλάβαινα πως ήτανε μια ιστορία που δεν την είχα ζήσει. Ητανε όνειρο. `Η, αν θες, σύντροφέ μου, ήτανε μια ιστορία που ήθελα να τη ζήσω, μα όλο και κάτι συνέβαινε και τα πράγματα άλλαζαν. Μια φορά δεν ακουγόταν το παράγγελμα της έναρξης και οι οδοιπόροι έμεναν εκεί στην αφετηρία, με τα χαρτόνια και τα πανό ακουμπισμένα στους τοίχους και στα κιγκλιδώματα. Ούτε τραγούδια ούτε τίποτε. Την άλλη φορά δε συναντιούνταν πουθενά οι οδοιπόροι, γιατί οι οδηγίες για τον τόπο της συγκέντρωσης ήτανε λανθασμένες. Και μια άλλη φορά, γιατί έβρεχε. Ναι, έβρεχε, λέει, και οι οδοιπόροι έμειναν στα σπίτια τους, γιατί φοβήθηκαν τη βροχή. Εδώ ακριβώς τελείωσε το ταξίδι και έπρεπε να κατέβω.


Του
Γιώργου ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ