Στην έκθεση περιλαμβάνονται επιλογές έργων από τα 55 χρόνια δημιουργίας του διακεκριμένου καλλιτέχνη. Αποτελεί συνέχεια εκείνης που διοργάνωσε το 2003 το Μουσείο Μπενάκη. Πρόκειται για έργα που ξεκινούν από το 1949 (το παλαιότερο) και φτάνουν έως το 2002. Τα περισσότερα εκτίθενται για πρώτη φορά. Την τέχνη του Γ. Μαυροΐδη χαρακτηρίζει ένα ιδιαίτερα προσωπικό ύφος, που το ορίζουν οι έντονες χρωματικές αντιθέσεις και η εκφραστική δύναμη μιας πολυδιάστατης δημιουργίας. Η εμμονή του στην αποτύπωση της ανθρώπινης μορφής ήταν διαρκής, όπως και για την απόδοση του φωτός.
Λέξεις - κλειδιά στο έργο του είναι το χρώμα και το φως. Ο Γ. Μαυροΐδης ζωγραφίζει με το χρώμα, για να γεννήσει από το σκοτάδι φως. Η γόνιμη ενασχόλησή του με ζητήματα της αφηρημένης τέχνης και η μακρά θητεία του στον εξπρεσιονισμό, καθορίζουν τις αισθητικές κατευθύνσεις του έργου του, ενώ η επιμονή του στην απόδοση του φωτός και οι διαρκείς πειραματισμοί αποτύπωσης της ανθρώπινης μορφής και του σώματος, αποτελούν τα κεντρικά ζητήματα της δημιουργίας του.
Ο Γ. Μαυροΐδης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1912, αλλά τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στην Κύπρο απ' όπου καταγόταν. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μετά από μια δεκατριάχρονη πορεία στο διπλωματικό σώμα, το 1959 εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής στην ΑΣΚΤ. Από τη Σχολή αποχώρησε το 1982, ενώ την περίοδο 1975 - 1977 διατέλεσε διευθυντής και αργότερα ο πρώτος πρύτανης.
Η μεγάλη προσφορά του Γ. Μαυροΐδη, δεν είναι μόνο η ζωγραφική ή η λογοτεχνική του δραστηριότητα. Ο Γ. Μαυροΐδης υπήρξε δάσκαλος πολλών σημαντικών καλλιτεχνών μας. Η σχέση ανάμεσα στο δάσκαλο και το μαθητή «είναι μια "ερωτική" φιλοσοφία με βαθύτερη έννοια», έλεγε το 1991 σε συνέντευξή του στο «Ρ». «Πρέπει να υπάρχει μια μύηση των νέων και επομένως πρέπει να υπάρχει όλος ο αναγκαίος ψυχισμός. Χρειάζεται μεγάλη αγάπη... Η τέχνη τα τελευταία 40 χρόνια, το κλίμα και η "πιάτσα" της τέχνης, όχι μόνο εδώ αλλά και αλλού, συνέτειναν στο να ξεχαστεί αυτό που λέω. Ετσι, τεχνοκρατικά, προσπαθούν να μάθουν ορισμένα παιδιά τι να κάνουν για να γίνουν έμποροι...».
«Είναι πάρα πολύ δύσκολο να έχει κανείς τα "προς το ζην" από τη ζωγραφική. Τις περισσότερες φορές, όταν ένας είναι πραγματικός καλλιτέχνης, είναι πολύ πιθανό να μην μπορεί να υπάρξει... Και αυτό έχει σχέση με τους κριτικούς, με τους εμπόρους, με τις λεγόμενες "κλίκες", αλλά και με ορισμένους οι οποίοι παρουσιάζονται τώρα σαν αγοραστές. Ολα αυτά γίνονται πολλές φορές εις βάρος της πραγματικής καλλιτεχνικής ψυχής... Μεγάλος ζωγράφος δε βγήκε κανένας. Και το τονίζω αυτό. Αλλά αληθινοί ή όχι ζωγράφοι υπάρχουν. Προσπαθεί κανένας έξω απ' όλον αυτόν το συρφετό, να κάνει λιγάκι πιο αληθινό έργο».