Παρουσιάζοντας την εισήγησή του ο Αγγελος Τζέκης, σημείωσε:
Και ο κρατικός προϋπολογισμός του 2005 της κυβέρνησης της ΝΔ, όπως και οι προηγούμενοι του ΠΑΣΟΚ, είναι ένα μέσο, ένας μηχανισμός αναδιανομής του κεφαλαίου, του τμήματος δηλαδή της υπεραξίας των εργαζομένων που συγκεντρώνεται από το κράτος μέσω των δημοσίων εσόδων, προς όφελος της πλουτοκρατίας.
Ο κρατικός προϋπολογισμός αξιοποιείται και από τη σημερινή κυβέρνηση για να επιταχυνθεί η υλοποίηση της αντιλαϊκής της πολιτικής. Ο ταξικός χαρακτήρας του προϋπολογισμού εκφράζεται μέσα από τους στρατηγικούς στόχους, για βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή για αύξηση της κεφαλαιοποίησης και κερδοφορίας.
Η εξέλιξη της κερδοφορίας του μεγάλου κεφαλαίου κατά το 2004 επιβεβαιώνει πλήρως την ορθότητα της θέσης του ΚΚΕ, ότι η ενίσχυση του κεφαλαίου, οι παχιές καπιταλιστικές αγελάδες δεν οδηγούν και σε κάποια βελτίωση του εργατικού και λαϊκού εισοδήματος.
Η ελληνική οικονομία, διατήρησε και το 2004, όπως άλλωστε και την προηγούμενη τριετία, υψηλότερο ετήσιο αυξητικό ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ από τους αντίστοιχους των υπολοίπων χωρών της ΕΕ. Ομως από αυτή την αύξηση δε βγήκαν ωφελημένοι οι εργαζόμενοι.
Στις συνθήκες του σκληρού ανταγωνισμού των απελευθερωμένων αγορών, της ανόδου τιμής του αργού πετρελαίου, των μεγάλων ανατιμήσεων από την εισαγωγή του ευρώ και μετά, του φόβου για εκδήλωση κρίσης στην ελληνική οικονομία, τα σπασμένα πλήρωσε, πληρώνει και θα πληρώνει ο μισθωτός εργαζόμενος και η οικογένειά του, ο συνταξιούχος, ο μικρομεσαίος αγρότης, ο ελευθεροεπαγγελματίας μικρέμπορος και βιοτέχνης.
Τα κέρδη των επιχειρήσεων κινούνται με υψηλούς ρυθμούς. Στην ίδια την εισηγητική έκθεση αναφέρεται ότι τα κέρδη είναι αυξημένα κατά 33%, χωρίς να υπολογίζονται τα κέρδη των τραπεζών που είναι πολύ μεγαλύτερα. Τα αποτελέσματα από το πρώτο 9μηνο του 2004 για τις εισηγμένες στο ΧΑΑ επιχειρήσεις είναι αποκαλυπτικά: Τα κέρδη των 345 εισηγμένων επιχειρήσεων στο ΧΑΑ κατά το πρώτο μόνο 9μηνο του 2004 ανήλθαν στα 6.930,2 εκατ. ευρώ. Το 74,4% αυτών των κερδών είναι συγκεντρωμένο σε 20 επιχειρήσεις, μεταξύ αυτών οι μεγάλες τράπεζες, τα ΕΛΠΕ, η ΜΟΤΟΡ ΟΪΛ, η ΔΕΗ, ο ΟΤΕ και η COSMOTE, οι μεγάλες κατασκευαστικές εταιρίες, ο ΤΙΤΑΝ, η ΒΙΟΧΑΛΚΟ, ο ΗΡΑΚΛΗΣ, η COCA-COLA, ο ΟΠΑΠ και η INTRALOT. Και μόνο ότι ο ΟΠΑΠ κατέχει τα σκήπτρα της κερδοφορίας, με πάνω από 544 εκατ. ευρώ και αύξηση κατά 83,6% το 2004/2003, αποδεικνύει περίτρανα τον παρασιτικό χαρακτήρα του συστήματος, του κινήτρου της κερδοφορίας και ανταγωνιστικότητας που διαχειρίζεται και εξυπηρετεί με την πολιτική της η ΝΔ, όπως στα προηγούμενα χρόνια το ΠΑΣΟΚ.
Είναι μύθος ότι είναι παράλληλες πορείες στην ίδια κατεύθυνση η βελτίωση της ανταγωνιστικής θέσης και κερδοφορίας του μεγάλου κεφαλαίου και η βελτίωση της οικονομικής κατάστασης των εργαζομένων. Μύθος, που πρέπει να καταδικαστεί αγωνιστικά και πολιτικά από τους εργαζόμενους, είναι ότι η στήριξη του κεφαλαίου φέρνει επενδύσεις που οδηγούν σε γενική παραγωγική ανάπτυξη και κοινωνική ευημερία.
Στην ενδιάμεση νομισματική έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας (10/2004) εκτιμάται παρά την τεράστια αύξηση της κερδοφορίας ότι οι επενδυτικές δαπάνες (σε τρέχουσες τιμές) των ιδιωτικών βιομηχανικών επιχειρήσεων μειώθηκε το 2003 κατά 8%, ενώ το 2004 θα μειωθεί περαιτέρω κατά 5,9%.
Οι συνολικές ονομαστικές επενδύσεις των 2.701 επενδυτικών σχεδίων που εντάχθηκαν στον 2601/98 κατά τη διάρκεια της εξαετίας 1998-2003 ανήλθαν ονομαστικά μόνο στα 3.163,4 εκατ. ευρώ.
Είναι μύθος ότι οι επενδύσεις και οι αναπτυξιακοί νόμοι συμβάλλουν στην αύξηση της απασχόλησης. Από τα 2.701 επενδυτικά σχέδια που επιδοτήθηκαν από τον προηγούμενο αναπτυξιακό νόμο 2601/98 την εξαετία 1998-03 δημιουργήθηκαν, ακόμα και με τις καλύτερες εκτιμήσεις, που όμως δεν είναι αξιόπιστες, 23.070 νέες θέσεις απασχόλησης (χωρίς να διευκρινίζεται πόσες από αυτές είναι ορισμένου χρόνου ή μερικής απασχόλησης), το ίδιο διάστημα και μόνο στον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας και μόνο στη Μακεδονία χάθηκαν πάνω από 30.000 θέσεις εργασίας.
Η μεγέθυνση του πιο ισχυρού τμήματος του κεφαλαίου ήρθε από τη μεγαλύτερη εκμετάλλευση των μισθωτών, από την καταστροφή ενός πιο αδύναμου τμήματος του κεφαλαίου, την καταστροφή μεγάλου τμήματος αγροτών - παραγωγών και άλλων μικρών εμπορευματοπαραγωγών. Κυρίως ήρθε από την επιδείνωση των όρων πληρωμής και διαβίωσης των εργατοϋπαλλήλων σε σχέση με τη νέα παραγωγική πίτα.
Τόσο τα οικονομικά στοιχεία όσο και η εμπειρία επιβεβαιώνουν τις πραγματικές απώλειες στην αγοραστική δύναμη του εργατικού και λαϊκού εισοδήματος, το οποίο βρέθηκε εκτεθειμένο στο μεγάλο κύμα της ακρίβειας που έφερε το ευρώ.
Μερικά από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της επιδείνωσης της θέσης των εργατικών και λαϊκών δυνάμεων στην κατά τα άλλα ευημερούσα για το κεφάλαιο ελληνική οικονομία είναι:
Αυτή η κατάσταση καταγράφεται ακόμη και στην εικόνα που δίνουν κοινωνικοί δείκτες της αστικής στατιστικής (όριο φτώχειας, παρατεταμένη φτώχεια, ιδιωτικές δαπάνες Υγείας, δημόσιες δαπάνες Υγείας και Παιδείας ως ποσοστά του ΑΕΠ, διαθέσιμο εισόδημα, συγκριτικό επίπεδο ακρίβειας κλπ.).
Η κυβέρνηση της ΝΔ ισχυρίζεται ότι ασκεί πολιτική «ήπιας προσαρμογής» στα δεδομένα της μεγαλύτερης ελλειμματικότητας της κληρονομιάς που παρέλαβε από το ΠΑΣΟΚ.
Πρόκειται για ένα εφεύρημα που στοχεύει στην υφαρπαγή της λαϊκής ανοχής για την απρόσκοπτη εφαρμογή μιας αντιλαϊκής πολιτικής, που θα γίνεται όλο και πιο σκληρή για την εργατική τάξη, τη νεολαία, τα μεσαία στρώματα των αστικών κέντρων και της υπαίθρου.
Η ΝΔ θέλει να κερδίσει χρόνο, αφ' ενός για να προχωρήσει σε σταδιακές αντεργατικές αναδιαρθρώσεις, όπως στο ασφαλιστικό, αφ' ετέρου για να ετεροχρονίσει τις φτωχότατες προεκλογικές υποσχέσεις της για ρύθμιση της πιο κραυγαλέας φτώχειας και κοινωνικής περιθωριοποίησης.
Ξέρει ότι μπροστά της είναι η προοπτική της κρίσης, επομένως ένα νέο μεγαλύτερο κύμα απολύσεων, ξεκληρισμένων αγροτών, καταστραμμένων αυτοαπασχολούμενων και μικρών επιχειρηματιών. Ενα νέο κύμα ανεργίας και φτώχειας, το οποίο πρέπει να διαχειριστεί, να ελέγξει για να μη διαμορφωθεί σε κίνημα αμφισβήτησης και σύγκρουσης με το κοινωνικό και πολιτικό κατεστημένο.
Το πρόβλημα της κυβέρνησης της ΝΔ είναι πώς θα «τετραγωνίσει τον κύκλο». Σε μια χρονιά με εμφανή τα σημάδια της ύφεσης στην αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου, με μηδενική, ίσως και συρρικνωμένη τη βιομηχανική παραγωγή, με κρίση στον τουρισμό, παρ' όλο που ήταν χρονιά των Ολυμπιακών Αγώνων, με μεγάλη ύφεση στις κατασκευές και με μια αβέβαιη διεθνή οικονομική συγκυρία, με μεγάλη όξυνση του ανταγωνισμού στις διεθνείς αγορές, παράγοντες που σε τελική ανάλυση επηρεάζουν περιοριστικά τη συγκέντρωση δημοσίων εσόδων, η κυβέρνηση έχει να διαχειριστεί τα κληρονομημένα μεγαλύτερα ελλείμματα και το ύψος του δημοσίου χρέους από τα προβλεπόμενα ως ανώτατα όρια στο σύμφωνο Σταθερότητας της ΕΕ.
Η κυβέρνηση δε θέλει και δεν μπορεί να ξεφύγει από την εφαρμογή της πεπατημένης. Να αναχαιτίσει τις δημόσιες δαπάνες που κατευθύνονται για κρατικές κοινωνικές υποχρεώσεις, όπως είναι οι δαπάνες για Κοινωνική Ασφάλιση, για την άμεση επιδότηση των ανέργων, για τις δημόσιες υπηρεσίες Υγείας και Εκπαίδευσης, για τη δημιουργία υποδομών προστασίας από τα φυσικά φαινόμενα (σεισμούς, πλημμύρες κλπ.) και μαζικών μεταφορών, χωρίς να λειτουργούν ως εμπορεύματα και μάλιστα τόσο ακριβά, ώστε να αποκλείεται η αγορά τους από τα λαϊκά εισοδήματα. Να σηματοδοτήσει πολιτική λιτότητας για τους μισθούς και τα ημερομίσθια, για τις συντάξεις, με αυξήσεις που υπολείπονται από την πραγματική αύξηση των τιμών και από την αύξηση της παραγωγικότητας και του παραγόμενου πλούτου. Δεν είναι τυχαίο ότι οι προβλέψεις αύξησης του τιμαρίθμου είναι πάντοτε κάτω από την πραγματική εξέλιξή του.