Απ' αφορμή την ελαστικοποίηση του οχτάωρου, του διευθυντικού δικαιώματος και άλλων εργασιακών διευθετήσεων
Ούτε καν βόδι στο ζυγό. Από το χάραμα ως τη δύση του ηλίου, πίσω από τις κορφές του Κόζιακα, στο κρύο και στη λάβα των 40°C υπό σκιά για τον επιούσιον.
Τουλάχιστον τα βόδια, το καταμεσήμερο στάλιζαν κάτω από τον ίσκιο καμιάς αγριοκορτσιάς, μέχρι να σπάσει η λάβα του καταμεσήμερου.
Κι αυτός έπρεπε να συνεχίζει να πατάει ξυπόλυτος τη λάσπη, μ' άχυρα ανάκατα να κόψει πλιθιά, για «επέκτασιν» της κύριας κατοικίας.
Η συγκέντρωση των εργατών με αίτημα το οκτάωρο μετατράπηκε σε πορεία και τα όργανα της τάξης ανέλαβαν να τους διαλύσουν. Οι εργάτες ορμήσανε προς τη γέφυρα, άλλοι ρίχτηκαν στο ποτάμι, ποδοβολητό, βρισιές συνθήματα οκτάωρο, οκτάωρο, μια παράξενη συμφωνική ήχων, κραυγών.
Σταματήστε παλιοκουμούνια μας βγάλατε το λάδι. Τα χέρια κινήθηκαν στις λαβές των όπλων.
-- Οκτάωρο, οκτάωρο ήταν η απάντηση.
Μέσα σ' αυτή την οχλοβοή ο Γιώργης ο Κανούτας ανασηκώθηκε, δείγμα ότι έπιασε το αίτημα.
-- Οκτάωρο, οκτάωρο.
Ο Γιώργης σηκώθηκε λίγο παραπάνω τέντωσε το είναι του στα όρια.
Μια κραυγή έσκισε τα πάντα ένα γύρω.
-- Δύωρον βρε σκυλιά κι τσάλες να πίνουμε.
Οι εργάτες, στήθηκαν σαν δωρικές κολόνες.
Η κραυγή που ερχόταν απ' το μέλλον ξανακούστηκε.
-- «Δύωρον βρε σκυλιά κι τσάλες να πίνουμε»