Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,
*
Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γρικάς τα που πικρά σου λέω (...).
*
Μαλλιά σγουρά που πάνω τους τα δάχτυλα περνούσα
τις νύχτες που κοιμόσουνα και πλάι σου ξαγρυπνούσα,
*
Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο και κοντυλογραμμένο,
- καμάρα που το βλέμμα μου κούρνιαζε αναπαμένο, (...)
*
Γιε μου, ποια Μοίρα στο 'γραφε και ποια μου το 'χε γράψει
τέτοιον καημό, τέτοια φωτιά στα στήθια μου ν' ανάψει. (...)
*
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
Ανοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω (...)
*
Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκιά, ζεστή κι αντρίκεια
τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια.
*
και μού λεες, γιε, πως όλ' αυτά τα ωραία θα 'ναι δικά μας,
και τώρα εσβήστης κ' έσβησε το φέγγος κ' η φωτιά μας. (...)
*
Πού πέταξε τ' αγόρι μου; πού πήγε; πού μ' αφήνει.
Χωρίς πουλάκι στο κλουβί, χωρίς νεράκι η κρήνη. (...)
*
Ω Παναγιά μου αν ήσουνα, καθώς εγώ, μητέρα,
βοήθεια στο γιο μου θα 'στελνες τον Αγγελο από πέρα. (...)
*
Τι έκανες γιε μου, εσύ κακό; Για τους δικούς σου κόπους
την πλερωμή σου ζήτησες απ' άδικους ανθρώπους.
*
Λίγο ψωμάκι ζήτησες και σου 'δωκαν μαχαίρι,
τον ίδρωτά σου ζήτησες και σου 'κοψαν το χέρι. (...)
*
Βασίλεψες αστέρι μου και βούλιαξεν ο κόσμος,
έσβησε ο ήλιος, μάδησε και του σπιτιού μου ο δυόσμος. (...)
*
Κόσμος περνά και με σκουντά, στρατός και με πατάει
κ' εμέ το μάτι ουδέ γυρνά κι ουδέ σε παρατάει.
*
Και, δες, μ' ανασηκώσανε, χιλιάδες γιους ξανοίγω (...)
*
Που 'σαι, καλέ μου, να χαρείς και να σταθείς κοντά μου,
Ακου, τα λόγια σου λαλώ και πλάτυνε η καρδιά μου (...)
*
Εσμιξε η μπλούζα το χακί, φαντάρος τον εργάτη
κι αστράφτουν όλοι μια καρδιά - βουλή, σφυγμός και μάτι.
*
Ω, τι όμορφα σαν σμίγουνε, σαν αγαπιούνται οι ανθρώποι!
φεγγοβολάνε οι ουρανοί, μοσκοβολάνε οι τόποι. (...)
*
Γλυκέ μου, εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι,
Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε. (...)
*
Γιε μου, στ' αδέλφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου,
σου πήρα το ντουφέκι σου, κοιμήσου, εσύ πουλί μου.
*
(Γιάννης Ρίτσος, «Επιτάφιος»)