Στάθηκε στον τοίχο μπροστά, πλάι σε δρόμο, πλάι σε ανθρώπους, αντικριστά στην κάμερα. Δελτίον Τύπου, το ονόμασε. Μια μικρή ανθρώπινη τραγωδία με πολλές προεκτάσεις. Ενα μονόπρακτο αφόρητου πόνου και αλήθειας. Μια κραυγή απελπισίας. Η κραυγή της απόγνωσης, της οργής και του θανάτου.
«Εκανα τα πάντα ν' απεξαρτηθώ. Πάλεψα, αγωνίστηκα, υπέφερα, ταπεινώθηκα, πικράθηκα. Κι όταν είδα τον ήλιο ν' ανατέλλει ξανά, κι όταν μπόρεσα ξανά να πάρω βαθιά ανάσα, ήρθαν και μου πήραν την μπουκιά από το στόμα. Βρήκα τις πόρτες κατάκλειστες. Δε με δέχτηκε κανείς. Κούφια λόγια μόνο και υποσχέσεις. Η κηλίδα του ναρκομανή παρέμεινε. Η κηλίδα δε θα σβήσει ποτέ. Σας χαρίζω την ηρωίνη. Δε θα σας κάνω τη χάρη. Θα φύγω από ποτάσα.
Μάριος Μαλούχος».
Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου, πράξη αντρίκεια, με άποψη, πράξη ηρωική, είπανε μερικοί!
Αυτοί λένε: «Οσο λιγότερα τ' ατίθασα επαναστατικά κοφτερά, κριτικά μυαλά, τόσο το καλύτερο».
Σας θέλουν έτσι, ακίνητους και πετρωμένους. Πραγματικούς νεκρούς. Ομοιους με κείνες τις πεταλούδες, που τις σκοτώνουν, καρφιτσώνοντάς τες πάνω στα χαρτόνια. Χρωματιστές, άψυχες φιγούρες. Αγκυλωμένα άπνοα πτώματα. Εξαρτημένα, υποταγμένα κι αδύνατα.
Αγώνες χρειάζονται για το γκρεμοτσάκισμά τους. Αγώνες μαζικοί κι οργανωμένοι. Κι όχι μεμονωμένες πράξεις απόγνωσης κι αυτοθυσίας. Κι εσύ, Μάριε, τώρα με την απουσία σου στέρησες τους αγωνιστές από έναν δυναμικό και υπεύθυνο μπροστάρη. Το λάθος σου. Αυτοί να λιγοστεύουν και όχι εσείς!
Κουράγιο κι έρχονται μέρες δύσκολες, και βάσανα δίχως τελειωμό.
«Θεέ μου - λέει ο Καζαντζάκης - μη δώσεις ποτέ στον άνθρωπο όσα μπορεί ν' αντέξει».
Οπως μονολογεί και η Μάνα στο «Ματωμένο Γάμο» του Λόρκα.
«Τώρα πια άλλες μανάδες θα καρτερούν στα παραθύρια το γιο τους να γυρίσει. Εγώ όχι! Εγώ θα είμαι μόνη. Εγώ και τούτοι οι τέσσερις τοίχοι! Ο γιος μου τώρα είναι μια σκοτεινή φωνή πίσω από τα βουνά. Ο γιος μου τώρα είναι μια αγκαλιά ξερά λουλούδια».
Και θα 'ρθουν πάλι Μάηδες, Μάριε, και εσύ δε θα υπάρχεις. Και θα 'ρθει πάλι ανάσταση και συ, Μάριε, δε θ' αναστηθείς. θα ξημερώνει, θα βραδιάζει. Θα βρέχει, θα χιονίζει, θα φυσομανά, Μάριε... και εσύ δε θα υπάρχεις. Εκεί που πήγες, τίποτα δε θα μπορούσε να σε συντροφέψει. Ούτε οι καταγγελίες σου, ούτε οι διαμαρτυρίες σου, ούτε η αμφισβήτησή σου. Θα μείνουνε για πάντα εδώ, ένοχες και κυριαρχημένες, να κατατρώνε τα σπλάχνα άλλων παιδιών. Γιατί;