Κυριακή 27 Αυγούστου 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 12
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΛΙΒΑΝΟΣ
«Πεδίο αντιπαράθεσης ξένων συμφερόντων» επί δεκαετίες

Σε αχίλλειο πτέρνα αναδεικνύεται το εκλογικό σύστημα της χώρας που παραμένει προσκολλημένο στα διαφορετικά θρησκευτικά δόγματα διαιωνίζοντας το διχασμό και περιθωριοποιώντας ταξικές και πολιτικές διαφορές

Από την αποχώρηση των συριακών στρατευμάτων το 2005 ανατολικά της Βηρυτού

Associated Press

Από την αποχώρηση των συριακών στρατευμάτων το 2005 ανατολικά της Βηρυτού
«Το Παρίσι της Μέσης Ανατολής», όπως ήταν γνωστός ο Λίβανος λίγο μετά τα μισά του περασμένου αιώνα, έχει μια εξαιρετικά ταραγμένη ιστορική πορεία, σημαδεμένη από πολέμους, εισβολές, εμφύλιες συρράξεις, αίμα και αντιπαραθέσεις. Μια ιστορία που ακόμη και σήμερα αντανακλάται και στο πολιτικό του σύστημα, το οποίο, ίσως, είναι ένα από τα πλέον πολύπλοκα που υπάρχουν και παρά το γεγονός ότι η χώρα συγκαταλέγεται μεταξύ των πιο «εκσυγχρονισμένων» κοινωνιών στις αραβικές χώρες, βασίζεται στο διαχωρισμό των θρησκειών και των θρησκευτικών δογμάτων!

Από τη μία αυτοκρατορία στην άλλη

Η γεωγραφική περιοχή που σήμερα βρίσκεται ο Λίβανος, με μικρές διαφοροποιήσεις, ήταν η πατρίδα των αρχαίων Φοινίκων. Μετά τη σαρρωτική επέλαση του Μεγάλου Αλεξάνδρου έγινε μέρος, διαδοχικά, της Συριακής, της Ρωμαϊκής, της Βυζαντινής, της Αραβικής και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έχοντας, στο ενδιάμεσο περάσει και από εξουσία των Σταυροφόρων.

Μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Λίβανος υπάχθηκε υπό τη γαλλική αποικιοκρατική σκέπη μαζί με τη Συρία. Οι δύο χώρες ανακήρυξαν την ανεξαρτησία τους το 1943, όταν η Γαλλία ήταν υπό γερμανική κατοχή. Η Βρετανία, φοβούμενη ότι οι ναζί σταδιακά θα ελέγξουν τη γεωστρατηγικά πολύτιμη περιοχή, αποστέλλουν στρατεύματα στη Βηρυτό. Οι μάχες είναι μικρής εμβέλειας, και το Λονδίνο διατηρεί τον έλεγχο της περιοχής μέχρι το τέλος του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Τα τελευταία γαλλικά στρατεύματα αποσύρονται το 1946.

Προσπαθώντας να σώσουν ό,τι απέμεινε, από τα ερείπια που άφησαν πίσω τους οι πρόσφατες ισραηλινές επιθέσεις

Associated Press

Προσπαθώντας να σώσουν ό,τι απέμεινε, από τα ερείπια που άφησαν πίσω τους οι πρόσφατες ισραηλινές επιθέσεις
Το 1947, ο τότε Λιβανέζος πρωθυπουργός, Ριάντ Σολχ, συντάσσεται με άλλες αραβικές ηγεσίες ενάντια στην προοπτική ίδρυσης ισραηλινού κράτους στην Παλαιστίνη και συμμετέχει στον Αραβικό Απελευθερωτικό Στρατό που πολέμησε τον ισραηλινό. Στις 15 Μάη 1948 ο Αραβικός Στρατός περνά τα σύνορα του Λιβάνου για να επιτεθεί στο νεοϊδρυθέν Ισραήλ. Στις 31 Οκτώβρη του ίδιου χρόνου, ο Αραβικός Απελευθερωτικός Στρατός ηττάται και υποχωρεί στο Λίβανο. Υπογράφεται εκεχειρία που προβλέπει σεβασμό των συνόρων και η κατάσταση παραμένει ήρεμη μεταξύ των δύο χωρών μέχρι την έναρξη του εμφυλίου πολέμου στο Λίβανο. Μέχρι σήμερα, ουδέποτε οι δύο πλευρές είχαν διπλωματικές σχέσεις και ουδέποτε κηρύχτηκε εκατέρωθεν επισήμως πόλεμος.

Εμφύλιος πόλεμος και ισραηλινές εισβολές

Μετά την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, ο Λίβανος, όπως και άλλες γειτονικές αραβικές χώρες, έγιναν το καταφύγιο για χιλιάδες Παλαιστίνιους πρόσφυγες που εκδιώχθηκαν από τα εδάφη τους. Οι 110.000 του 1948 είχαν γίνει περισσότεροι από 300.000 πρόσφυγες το 1975, που ελέγχονταν, διοικητικά, πολιτικά και στρατιωτικά, από τον Γιάσερ Αραφάτ και την ΟΑΠ. Η αύξησή τους δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα φυσικής εξέλιξης, αλλά και του διωγμού των Παλαιστινίων από την Ιορδανία στις αρχές του '70 και της νέας αναγκαστικής προσφυγιάς μετά τον πόλεμο των 6 ημερών του 1967.

Αμερικανοί πεζοναύτες, (ξανά) στη λιβανέζικη πρωτεύουσα το 1982
Αμερικανοί πεζοναύτες, (ξανά) στη λιβανέζικη πρωτεύουσα το 1982
Η διογκούμενη παλαιστινιακή παρουσία (και στρατιωτικά), ιδιαίτερα στο νότιο Λίβανο και στη Βηρυτό, λειτούργησε ως φιτίλι που πυροδότησε το μπαρούτι της γενικότερης δυσαρέσκειας που επικρατούσε από τη διαιώνιση ενός πολιτικού συστήματος βασισμένου στις θρησκείες, το οποίο, μάλιστα, στηριζόταν σε ξεπερασμένα δεδομένα της δεκαετίας του '40 ως προς τα ποσοστά των διαφόρων θρησκειών. Οι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες, στην πλειοψηφία τους μουσουλμάνοι, συντάχθηκαν με τους Λιβανέζους μουσουλμάνους, σιίτες (που ακόμη δεν ήταν πλειοψηφία), σουνίτες και δρούζους, στην απαίτησή τους για αλλαγή των ποσοστώσεων της εκλογικής εκπροσώπησης.

Η ένταση που άρχισε στις αρχές του '70 κατέληξε στις πρώτες ένοπλες συγκρούσεις τον Απρίλη του 1975, όταν ένοπλοι Χριστιανοί Φαλαγγίτες, με τους οποίους συντάχθηκαν και τα υπόλοιπα χριστιανικά δόγματα της χώρας επιτέθηκαν στους Παλαιστινίους και τους συμμάχους τους. Με δεδομένη τη σημαντική γεωστρατηγική θέση της χώρας, στην εμφύλια διαμάχη είναι σαφές ότι οι «παίχτες» ήταν πολύ περισσότεροι από όσους φαίνονταν στο «πεδίο της μάχης». Συριακά στρατεύματα (40.000) εισβάλλουν στο Λίβανο τον Ιούνη του 1976 και συντάσσονται με τους Χριστιανούς Μαρωνίτες προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο οι Παλαιστίνιοι (που είναι και οι μόνοι καλά οργανωμένοι ένοπλοι μέχρι εκείνη τη στιγμή) να καταφέρουν να ελέγξουν τη Βηρυτό.

Στη σκακιέρα, εισέρχεται και το Ισραήλ, το Μάρτη του 1978, εισβάλλοντας στο Λίβανο για να «σταματήσουν οι παλαιστινιακές επιθέσεις στο έδαφός του». Οι ισραηλινές δυνάμεις θέτουν υπό τον έλεγχό τους την περιοχή που ορίζεται από τον ποταμό Λιτάνι και ουσιαστικά έμελλε, αργότερα, να γίνει το φυσικό όριο του κατεχόμενου νοτίου Λιβάνου. Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, με τις αποφάσεις 425 και 426, ζητά την απόσυρση των ισραηλινών στρατευμάτων αλλά και των Παλαιστίνιων μαχητών. Εγκαθίσταται η δύναμη του ΟΗΕ, που υπάρχει μέχρι σήμερα στο νότο, η UNIFIL. Στα τέλη του ίδιου χρόνου, το Ισραήλ αποσύρεται αφήνοντας ως «επιστάτες» το ένοπλο σκέλος των Χριστιανών Φαλαγγιτών στο νότιο Λίβανο.

Οι συγκρούσεις στο Λίβανο συνεχίζονται μεταξύ των διαφόρων οργανώσεων, με τη Συρία να αλλάζει σταδιακά «στρατόπεδο». Εγκαταλείπει τους Χριστιανούς, που είναι πλέον οι επίσημοι σύμμαχοι του Ισραήλ και συντάσσεται με τις μουσουλμανικές, κυρίως, σιιτικές οργανώσεις, που αρχικώς τουλάχιστον συμπράττουν με τους Παλαιστίνιους μαχητές που παραμένουν στο Λίβανο. Στις 6 Ιούνη 1982, ο ισραηλινός στρατός εισβάλλει εκ νέου στο Λίβανο με το πρόσχημα της εκδίωξης της ΟΑΠ.

Η δολοφονία του ηγέτη των Χριστιανών Φαλαγγιτών που είχε καταφέρει να εκλεγεί και Πρόεδρος, του Μπασίρ Τζεμαγιέλ, το Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου, είναι ένας από τους παράγοντες που ενίσχυσαν τη συμμαχία Ισραηλινών και Χριστιανών Φαλαγγιτών. Οι δεύτεροι, υπό την προστασία και ανοχή των ισραηλινών στρατευμάτων που έχουν περικυκλώσει τη Βηρυτό, σφαγιάζουν εκατοντάδες γυναικόπαιδα στους καταυλισμούς Σάμπρα και Σατίλα επί ημέρες. Ο Αριέλ Σαρόν, ως υπουργός Αμυνας του Ισραήλ τότε, κρίνεται αργότερα ως ηθικός αυτουργός από ισραηλινή επιτροπή.

Την ίδια περίοδο, οι μαχητές της ΟΑΠ εγκαταλείπουν, όντως, το Λίβανο με γαλλικά και ελληνικά πλοία κυρίως. Πολλοί από αυτούς, συμπεριλαμβανομένης της ηγεσίας, μεταφέρονται στην Τύνιδα. Ταυτόχρονα, ιδρύεται και αρχίζει να δραστηριοποιείται η «Χεζμπολάχ», μια σιιτική ισλαμιστική οργάνωση, που θέτει ως μοναδικό της στόχο την αποτίναξη του ισραηλινού κατοχικού ζυγού από το νότο της χώρας. Οι συγκρούσεις μεταξύ των λιβανέζικων οργανώσεων κλιμακώνονται στο σημείο που όλοι μάχονται ενάντια σε όλους, χωρίς, όμως, να λείπουν τα πλήγματα και κατά όλων όσων γίνονται αντιληπτοί ως κατακτητές ή σύμμαχοι των κατακτητών.

Ετσι το 1983 η αμερικανική πρεσβεία καταστρέφεται από επίθεση με παγιδευμένο αυτοκίνητο, ενώ λίγο αργότερα, 241 Αμερικανοί πεζοναύτες σκοτώνονται από βομβαρδισμό των θέσεών τους στη Βηρυτό. Ο εμφύλιος κορυφώνεται τη διετία 1988 - 89, με τη χώρα να βυθίζεται στην απόλυτη καταστροφή και στο χάος, αφού κανείς πλέον δεν είναι σε θέση να ορίσει τα όρια των αντιπαρατιθέμενων πλευρών.

Το, ούτως ή άλλως, παραπαίον Κοινοβούλιο δεν καταφέρνει να ορίσει διάδοχο του Προέδρου Αμίν Τζεμαγιέλ (που διαδέχτηκε τον αδελφό του μετά τη δολοφονία). Δεκαπέντε λεπτά πριν την εκπνοή της θητείας του ορίζει προσωρινή διοίκηση υπό το Χριστιανό Μαρωνίτη στρατηγό Μισέλ Αούν. Ο προκάτοχός του, σουνίτης, Σαλίμ αλ Χος δε δέχεται την αλλαγή και τελικά ο Λίβανος μένει ακέφαλος, με δύο διαφορετικές κυβερνήσεις και περισσότερες από 40 διαφορετικές ένοπλες οργανώσεις. Σε όλη αυτή την περίοδο, το ΚΚ Λιβάνου, με το ένοπλο τμήμα του, μάχεται κατά όλων όσων εξυπηρετούν ξένα συμφέροντα, επιμένοντας στην ανάγκη κατάργησης του πολιτικού συστήματος που βασίζεται στις θρησκευτικές σέκτες και τα δόγματα.

Η συμφωνία Τάεφ και η περίοδος ανοικοδόμησης

Το 1989, ο Αραβικός Σύνδεσμος, οι ΗΠΑ και η Γαλλία προωθούν και πετυχαίνουν τη συμφωνία του Τάεφ, που σηματοδοτεί τον τερματισμό της σύρραξης, αναγνωρίζει το δικαίωμα στη Συρία να διατηρήσει στρατεύματα ως εγγυήτρια δύναμη και να αποσυρθεί σταδιακά όταν ο λιβανικός στρατός θα είναι σε θέση να ελέγξει τη χώρα «στο άμεσο μέλλον». Η συμφωνία, όμως, δεν προβλέπει αλλαγή του πολιτικού συστήματος και προκαλεί αντιδράσεις σε μεγάλη μερίδα του πληθυσμού που εκτιμά ότι πρόκειται για συμφωνία διαιώνισης τόσο της ισραηλινής κατοχής όσο και της συριακής επιρροής. Το τελικό αποτέλεσμα των αντιδράσεων είναι η αποχώρηση του στρατηγού Αούν από τη χώρα μέχρι τα μέσα του 2005 (ο οποίος ζητούσε αποχώρηση των συριακών αλλά όχι άμεσα των ισραηλινών στρατευμάτων), καθώς και η διατήρηση της ισραηλινής κατοχής στη νότια ζώνη του Λιβάνου.

Με το βάρος 100.000 νεκρών και 100.000 ακρωτηριασμένων και τη χώρα πλήρως κατεστραμμένη, αρχίζει μια πολυετής προσπάθεια ανοικοδόμησης που στηρίζεται κυρίως στο ιδιωτικό κεφάλαιο και σε επιχειρηματίες, όπως ο Ραφίκ Χαρίρι, που αίφνης εμφανίστηκαν πολυεκατομμυριούχοι με διασυνδέσεις σε Σαουδική Αραβία και άλλες χώρες, μετά τον εμφύλιο. Τα αποτελέσματα αρχίζουν να γίνονται ορατά. Το 2004 και 2005, οι ξένες επενδύσεις στη χώρα έχουν ξεπεράσει το 1 δισεκατομμύριο δολάρια ενώ ανακάμπτει κατακόρυφα η «βαριά βιομηχανία» του τουρισμού. Η οικονομική κατάσταση, όμως, της πλειοψηφίας του λαού παραμένει εξαιρετικά άσχημη, καθώς το «οικονομικό φαινόμενο» του Λιβάνου βασίζεται, κυρίως, σε δάνεια και σε ξεπούλημα της κρατικής περιουσίας, όπως είναι το ηλεκτροδοτικό και τηλεπικοινωνιακό δίκτυο κλπ.

Η αίσθηση κανονικότητας ενισχύεται μετά την αποχώρηση του ισραηλινού στρατού από τη ζώνη κατοχής του νοτίου Λιβάνου το Μάη του 2000. Καθ' όλα αυτά τα χρόνια, η «Χεζμπολάχ» συνέχισε τη δράση της κατά της κατοχής ενισχύοντας, με την οικονομική και υλική υποστήριξη, δικτύων ισλαμιστικών φιλανθρωπικών οργανώσεων αλλά και της Συρίας και του Ιράν, το κύρος της, τη δομή της και τη δημοφιλία της. Η ισραηλινή αποχώρηση πανηγυρίστηκε από πολλούς Λιβανέζους ως επιτυχία της ισλαμικής σιιτικής αντίστασης, γεγονός που δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα.

Η κατάσταση είναι εμφανές ότι αρχίζει και πάλι να αποσταθεροποιείται το φθινόπωρο το 2004, όταν με ανοιχτή παρέμβαση της Δαμασκού προς τις φίλα προσκείμενες πολιτικές λιβανικές δυνάμεις, επιτυγχάνεται συνταγματική τροποποίηση και παράταση της θητείας του Προέδρου Λαχούντ, που θεωρείται «φιλοσύριος». Η Δαμασκός, παραβιάζοντας ουσιαστικά τη συμφωνία του Τάεφ, δεν έχει προχωρήσει σε καμία αναδιάταξη των δυνάμεών της.

Σε τροχιά αποσταθεροποίησης μετά τη δολοφονία Χαρίρι

Ακολουθεί στις 14 Φλεβάρη 2005 η δολοφονία του πρώην πρωθυπουργού και ισχυρού άνδρα της λιβανικής οικονομίας Ραφίκ Χαρίρι. Ολα τα «βλέμματα» έδειξαν τη Δαμασκό ως ηθική αυτουργό, λόγω της πρότερης διένεξης για την προεδρική θητεία, αν και ο Χαρίρι διατηρούσε πολύ καλές σχέσεις με τον Πρόεδρο Ασαντ.

Για ορισμένους άλλους, ήταν σαφές ότι πίσω από τη δολοφονία Χαρίρι, που λειτούργησε ως εναρκτήριο λάκτισμα για μια νέα προσπάθεια αποσταθεροποίησης της χώρας, βρίσκονται οι δυνάμεις εκείνες που επιδιώκουν «γενικές ανακατατάξεις στην ευρεία Μέση Ανατολή», αρχής γενομένης από το Λίβανο που, λόγω των ιδιαιτεροτήτων του, μπορεί να λειτουργήσει ως μπουρλότο και να παρασύρει και άλλες χώρες στο χάος. Σήμερα, δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που υποστηρίζουν ότι η δολοφονία Χαρίρι ήταν η πρώτη πράξη της μεθοδικής προετοιμασίας της τωρινής ισραηλινής εισβολής στο πλαίσιο της επιβολής των σχεδίων της Ευρείας Μέσης Ανατολής.

Ο χρόνος που ακολούθησε με δολοφονικές επιθέσεις κατά πολιτικών προσώπων, συμπεριλαμβανομένου του πρώην ΓΓ της ΚΕ του ΚΚ Λιβάνου Τζορτζ Χάουι, την ολική αποχώρηση των συριακών στρατευμάτων μετά και από την εκβιαστική απόφαση 1559 του ΟΗΕ που προώθησαν ΗΠΑ - Γαλλία (ολοκληρώθηκε τον Απρίλη του 2005) αλλά και τις καθημερινές ογκώδεις διαδηλώσεις, «φιλοσυριακών» ή «αντισυριακών» δυνάμεων, δεν εμπόδισε, τελικά, τη διενέργεια εκλογών, σε στάδια, στις αρχές του καλοκαιριού του 2005.

Το «κόμμα του Μέλλοντος», του γιου του Χαρίρι, μαζί με τους συμμάχους του που «κλίνουν προς Ουάσιγκτον» επικρατεί χωρίς, όμως, να έχει την πλειοψηφία. Παράλληλα, ενισχύεται η κοινοβουλευτική παρουσία της «Χεζμπολάχ». Οι συμμαχίες εκ νέου αλλάζουν ριζικά, με τη «Χεζμπολάχ» να συμμαχεί με τον Χριστιανό Μαρωνίτη Αούν, που έχει πλέον επιστρέψει και πετυχαίνει καλό εκλογικό ποσοστό.

Το εκλογικό σύστημα της χώρας αποδεικνύεται για άλλη μια φορά τροχοπέδη καθώς εμποδίζει την ανάδειξη σαφώς πολιτικών κομμάτων με συγκεκριμένα προγράμματα. Η κυβέρνηση, περιορισμένη από τις ευκαιριακές παραταξιακές συμμαχίες και την έλλειψη σαφούς πολιτικής θέσης, δεν υλοποιεί τις δεσμεύσεις της για οικονομική ανάπτυξη και ευημερία. Διαδηλώσεις εργαζομένων, απεργίες και δυσαρέσκεια αυξάνονται και διογκώνεται στα τέλη του 2005.

Το πολιτικό σύστημα

Με βάση την «Εθνική Πράξη» - National Pact, του 1943 (που εντάχθηκε στο Σύνταγμα μόλις το 1990), ο Πρόεδρος της χώρας πρέπει να είναι χριστιανός καθολικός μαρωνίτης, ο πρωθυπουργός σουνίτης μουσουλμάνος και ο πρόεδρος του Κοινοβουλίου σιίτης μουσουλμάνος. Με βάση τις θρησκείες μοιράζονται και οι θέσεις του Κοινοβουλίου με ποσοστώσεις στη βάση του πληθυσμού της κάθε περιφέρειας (δηλαδή αν είναι περισσότεροι οι σιίτες σε μία περιφέρεια, αναγκαστικά θα καταλάβουν τις περισσότερες έδρες που προβλέπονται για την περιφέρεια).

Στο Λίβανο υπάρχουν 6 περιφέρειες που χωρίζονται σε 26 εκλογικά διαμερίσματα. Οι έδρες της Βουλής είναι 128 και διανέμονται ως εξής: 34 στους χριστιανούς μαρωνίτες, 14 στους ελληνορθόδοξους χριστιανούς, 8 στους χριστιανούς καθολικούς, 5 στους ορθόδοξους Αρμένιους, 1 στους καθολικούς Αρμένιους, 1 σε άλλους χριστιανούς, 27 στους σουνίτες μουσουλμάνους, 27 στους σιίτες μουσουλμάνους, 8 στους δρούζους μουσουλμάνους, και 2 στους αλαουίτες μουσουλμάνους. Ετσι, χριστιανοί και μουσουλμάνοι κατέχουν από 64 έδρες.

Με δεδομένη την ταξική διαφοροποίηση, σε μεγάλο βαθμό και με βάση τη θρησκεία, π.χ. οι σιίτες είναι το πλέον φτωχό κομμάτι της λιβανικής κοινωνίας, αλλά και την πληθυσμιακή αλλαγή που έχει επέλθει τις τελευταίες δεκαετίες (εκτιμάται ότι οι μουσουλμάνοι αποτελούν πλέον την πλειοψηφία αλλά δεν έχει γίνει καμία σχετική καταμέτρηση) είναι κατανοητό ότι το συγκεκριμένο πολιτικό σύστημα ευνοεί τις εμφύλιες έριδες και διαμάχες, αποκρύπτοντας το βαθιά ταξικό και πολιτικό διακύβευμα κάθε πολιτικής ή εκλογικής μάχης. Ενδεικτικό είναι ότι οι υποψήφιοι του ΚΚ είναι υποχρεωμένοι να ενταχθούν σε λίστες με βάση τη θρησκεία τους (το ΚΚ έχει μέλη όλων των θρησκειών) και να διεκδικήσουν προσωπική ψήφο.

Επειδή όλη αυτή η αδιέξοδη και εύθραυστη κατάσταση είναι γνωστή σε όλους, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποκλειστεί αυτό που εκπρόσωποι όλων των πολιτικών δυνάμεων υποστηρίζουν σήμερα στο Λίβανο: η ισραηλινή ηγεσία στόχευε στην πρόκληση εμφύλιας σύρραξης και διχασμού όταν εξαπέλυσε τη στρατιωτική της επίθεση στις 12 Ιούλη. Η ενότητα, όμως, που επέδειξαν οι λιβανικές δυνάμεις φαίνεται ότι δεν είχε υπολογιστεί ως ενδεχόμενο με αποτέλεσμα η κατάσταση να φτάσει στα σημερινά δεδομένα βαρβαρότητας.

Οπως και να εξελιχθεί, πάντως, η παρούσα κρίση, γεγονός είναι ότι ακόμη και στην καλύτερη περίπτωση του τερματισμού της νέας ισραηλινής εισβολής και της εφαρμογής του σχεδίου του πρωθυπουργού Σινιόρα, στο οποίο συμφωνούν όλες οι λιβανικές πολιτικές δυνάμεις, η χώρα θα πρέπει, εκτός από την εκ νέου ανοικοδόμηση, να κάνει άμεσα σημαντικά βήματα. Με προτεραιότητα, τον τομέα του πολιτικού συστήματος, προκειμένου να εξαλείψει όλα εκείνα τα στοιχεία που την καθιστούν ευάλωτη σε κάθε είδους εξωτερική παρέμβαση.


Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ