Παρασκευή 8 Μάρτη 1996
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 21
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΕΚΘΕΣΗ ΚΕΠΕ ΓΙΑ ΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ
Εκρηξη της ανεργίας τα επόμενα χρόνια

Το ΚΕΠΕ θεωρεί το 50% των βιομηχανικών επιχειρήσεων προβληματικές ή αμφιλεγόμενης οικονομικής βιωσιμότητας. Επικίνδυνες προτάσεις για τις κατώτατες αμοιβές, το όριο των απολύσεων και τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, αν και αναγνωρίζεται η μέχρι τώρα αναποτελεσματικότητα τέτοιων μέτρων

Τον κώδωνα του κινδύνου, για τη δραματική αύξηση της ανεργίας τα προσεχή χρόνια, κρούει αυτή τη φορά έκθεση που συνέταξε το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) με θέμα "Προτάσεις βιομηχανικής πολιτικής για τη βιομηχανία και την απασχόληση". Στην έκθεση διαπιστώνεται ότι σημαντικοί κλάδοι της ελληνικής μεταποίησης συνεχίζουν να δοκιμάζονται από την καπιταλιστική κρίση. Αυτό πιστοποιείται από έρευνα σε δείγμα 3.134 επιχειρήσεων, σύμφωνα με την οποία η μία στις δύο επιχειρήσεις κρίθηκε προβληματική ή αμφίβολων οικονομικών αποτελεσμάτων.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης, ομολογείται ότι η πολιτική λιτότητας ευνόησε τις μεγάλες επιχειρήσεις σε επίπεδο κερδοφορίας, τζίρου, πωλήσεων κλπ. Η οικονομική, όμως, ισχυροποίηση των μεγάλων επιχειρήσεων δεν είχε και θετικές επιπτώσεις στην απασχόληση, δεδομένου ότι οι εργαζόμενοι σ' αυτές δείχνουν τάσεις μείωσης. Καταλυτικά είναι επίσης τα συμπεράσματα για τις εμπορικές σχέσεις Ελλάδας - Ευρωπαϊκής Ενωσης και τις αρνητικές συνέπειες που υπήρξαν για τη χώρα μας. Οπως προκύπτει από τα στοιχεία της έκθεσης, το ποσοστό κάλυψης των εισαγωγών βιομηχανικών προϊόντων από τις αντίστοιχες εξαγωγές, από 73% το 1980, το 1990 - 1991 μειώθηκε στο 39%,για να παρουσιάσει μικρή ανάκαμψη στο 44% το 1994. Σύμφωνα, πάντως, με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, το 1995 η σχετική αναλογία δείχνει νέες τάσεις χειροτέρευσης.

Ωστόσο, στις προτάσεις για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της απασχόλησης και της ανεργίας, προβάλλονται η επικίνδυνη άποψη της συρρίκνωσης στο ελάχιστο δυνατό των εργαζομένων, του κατώτατου μισθού εργασίας, όπως και οι επίσης επικίνδυνες απόψεις αντικατάστασης της Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης με τοπικές συμβάσεις και περιορισμό του μη μισθολογικού κόστους (ασφαλιστικές εισφορές εργοδοτών). Ως "αρνητική" κρίνεται και η διατήρηση του ορίου των απολύσεων στο 4% των εργαζομένων στην επιχείρηση. Και όλα αυτά δικαιολογούνται με το επιχείρημα της μεγαλύτερης ευελιξίας της αγοράς εργασίας.Συνολικά, δε, οι προτάσεις των συντακτών για την αντιμετώπιση των σοβαρών αυτών κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων κινούνται στη λογική του αναπόφευκτου μεν κακού, το οποίο συνοδεύει την καπιταλιστική οικονομική αναδιάρθρωση, ενώ τα προτεινόμενα μέτρα στόχο έχουν να περιορίσουν - καταπραϋνουν τις αναπόφευκτες αυτές συνέπειες.

Τα συμπεράσματα αυτά είναι αναπόφευκτα, από τη στιγμή που η έκθεση του ΚΕΠΕ θεωρεί ως δεδομένη την εφαρμογή της "σταθεροποιητικής" πολιτικής λιτότητας, την πολιτική ιδιωτικοποιήσεων, όπως δεδομένες και μη επιδεχόμενες αμφισβήτησης θεωρεί και τις κοινοτικές ντιρεκτίβες, που απαγορεύουν στις ελληνικές κυβερνήσεις τη δυνατότητα άσκησης βιομηχανικής πολιτικής.

Στα θετικά της έκθεσης καταγράφεται η διαπίστωση ότι η διατήρηση των "αντικειμενικών" κριτηρίων φορολόγησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) θα εντείνει τα φαινόμενα κρίσης στο χώρο αυτό, καθώς και η διαπίστωση ότι η περαιτέρω πίεση για μείωση των λαϊκών εισοδημάτων μεσοπρόθεσμα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην απασχόληση και την ανεργία.

Απασχόληση - ανεργία

Η έκθεση επισημαίνει τη μεγάλη αύξηση του ποσοστού ανεργίας στη χώρα μας από 4% το 1981 σε 9,6% το 1994. Οπως επισημαίνεται, ενώ το εργατικό δυναμικό την περίοδο 1981 - 1994 αυξήθηκε κατά 515.000,οι θέσεις απασχόλησης αυξήθηκαν μόνο κατά 260.000.Εκτιμάται επίσης ότι η αύξηση του εργατικού δυναμικού στο προσεχές μέλλον θα εξακολουθήσει να είναι σχετικά υψηλή, τόσο των γυναικών, όσο και των ανδρών, για μια σειρά λόγους (μείωση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών λόγω της πολιτικής λιτότητας και ως εκ τούτου αναζήτηση πρόσθετων εισοδημάτων, το συγκριτικά χαμηλό επίπεδο συμμετοχής των γυναικών στην παραγωγική διαδικασία, το οποίο αναμένεται να αυξηθεί, η διαγραφόμενη αύξηση των κατώτατων ορίων ηλικίας συντάξεων κλπ.).

Με δεδομένο ότι την περίοδο 1989 - 1991, το εργατικό δυναμικό αυξήθηκε όσο είχε αυξηθεί την προηγούμενη δεκαετία, οι συντάκτες της έκθεσης εκτιμούν ότι, "αν επιβεβαιωθεί η τάση αυτή, τότε μέχρι το τέλος του αιώνα το εργατικό δυναμικό μπορεί να αυξηθεί σε βαθμό που να οδηγήσει σε πολύ σοβαρή αύξηση της ανεργίας". Αναφέρουν επίσης ότι το πρόβλημα της ανεργίας θα ήταν ακόμη σοβαρότερο, αν την τελευταία 15ετία δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι δεν είχαν απορροφηθεί από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, δίοδος, όμως, η οποία σήμερα τείνει να εκλείψει. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζονται, η αύξηση κατά 260.000 των απασχολούμενων ατόμων την περίοδο 1981 - '94 προήλθε από την αύξηση της απασχόλησης στις υπηρεσίες κατά 700.000 άτομα και στη μείωση της πρωτογενούς παραγωγής (αγροτικός τομέας) κατά 300.000, καθώς και μείωση κατά 130.000 στο δευτερογενή τομέα.

Κατά την έκθεση, η επιχειρούμενη καπιταλιστική ανασυγκρότηση, η οποία στηρίζεται στην ένταση του βαθμού εκμετάλλευσης των εργαζομένων, αναμένεται να πυροδοτήσει την ανεργία. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι η αύξηση της ανταγωνιστικότητας αποτελεί προϋπόθεση αντίστοιχης αύξησης της παραγωγικότητας και "ως εκ τούτου οι δυνατότητες δημιουργίας πρόσθετων θέσεων απασχόλησης στο προσεχές μέλλον θα είναι περιορισμένες". Ειδικά για τις μεγάλες επιχειρήσεις, αναφέρει ότι "ο εκσυγχρονισμός και η αναδιάρθρωση συμβάδισε με τη μείωση της απασχόλησης τα τελευταία χρόνια, ενώ είναι βέβαιο ότι η παραγωγή αυξήθηκε σημαντικά και ότι η παραγωγικότητα ακόμη περισσότερο". Ενδεικτικά, του τιμήματος που καταβάλλει η εργατική τάξη στο βωμό της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, είναι και τα ακόλουθα στοιχεία. Στις επιχειρήσεις που απασχολούν περισσότερους από 10 εργαζόμενους, την περίοδο 1980 - 1992, χάθηκαν 60.000 θέσεις ή το 15% των 380.000 εργαζομένων το 1980. Δυσοίωνες, όμως, είναι και οι εκτιμήσεις για το μέλλον, καθώς αναφέρεται ότι "στο βαθμό που η ανάπτυξη προϋποθέτει αναδιάρθρωση και η αναδιάρθρωση δεν είναι δυνατή χωρίς την απώλεια θέσεων εργασίας, οι προοπτικές για την απασχόληση δε φαίνονται ευνοϊκές".

Σύμφωνα επίσης με στοιχεία της έκθεσης, σε σύνολο 13.000 απασχολούμενων στις μεταποιητικές επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ασφαλείς μπορεί να θεωρούνται μόνο οι 3.000 θέσεις εργασίας. Νέο κύμα ανέργων προβλέπεται να προέλθει από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αν και, όπως αναφέρεται, δεν έχουν ακόμα εκδηλωθεί οι τάσεις εκτοπισμού των ΜΜΕ από τον ανταγωνισμό των μεγάλων οικονομικών μονάδων. Κάτι όμως που κατά τους συντάκτες της έκθεσης δεν αποκλείεται να συμβεί τα προσεχή χρόνια.

Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ