Παρασκευή 8 Αυγούστου 1997
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 24
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Το τέλος μιας σημύδας

Ενας φόνος, ένας βίαιος θάνατος με καταδιώκει ακόμα. Εγινε την Παρασκευή 23 Μάη, στις 7 το πρωί, στην οδό Λυσιμαχίας 31, στο Νέο Κόσμο. Κοιμόμουν και ξύπνησα από τον ανατριχιαστικό ήχο ηλεκτρικού πριονιού. Οταν κατάλαβα ότι δεν επρόκειτο για τη μουσική επένδυση κάποιου εφιάλτη μου, πετάχτηκα στο μπαλκόνι. Με φρίκη, είδα τότε το έγκλημα και τα πειστήριά του διάσπαρτα παντού. Βρέθηκα σε τραγική θέση. Κι ένιωσα, θυμάμαι, μια τόσο απελπιστική αδυναμία, όση ελάχιστες φορές στη ζωή μου.

Διέκρινα ότι υπήρξαν τρία διαδοχικά στάδια: Το πρώτο αφορούσε τα κλαδιά. Το δεύτερο, το ύψος του κορμού ίσαμε τη στέγη του ισογείου. Το τρίτο, τον κορμό που είχε απομείνει ως την πλήρη του εξαφάνιση. Μιλώ για ένα πανύψηλο, εύρωστο, φουντωτό δέντρο, μια πανέμορφη σημύδα. Την καμάρωνα πέντε χρόνια και δε με πείραζε καθόλου, που, από την άνοιξη ως το φθινόπωρο, μου έκρυβε τον Παρθενώνα με το πυκνό φύλλωμά της, γιατί αυτός στεκόταν πάντα εκεί και όποτε ήθελα να τον δω άλλαζα θέση. Παραδόξως "ενοχλούσε", ωστόσο, τον ιδιοκτήτη ημιτελούς ισόγειου καταστήματος, που πλήρωσε 26.050 δραχμές στις 18/4/1997 στο "Τμήμα Εσόδων" του Δήμου Αθηναίων για να την κόψουν! Την κατάπτυστη, μικροσκοπική σαν την καρδιά του, απόδειξη "νομιμότητας" είδα κολλημένη εκ των υστέρων στην τζαμαρία. Τίποτα δε θα μπορούσε πια να διορθωθεί. Να πήγαινα, δηλαδή, στο "Τμήμα Εσόδων" του Δήμου και να πετούσα κατάμουτρα στους εισπράκτορές του τα τριάκοντα αργύρια της προδοσίας του μαγαζάτορα και άλλα τόσα, προκειμένου να μην πετσοκόψουν το καμάρι μου.

"Ο άνθρωπος - μου είπαν οι απρόσμενοι υλοτόμοι - πλήρωσε. Το δέντρο έπρεπε να κοπεί. Εσείς, βέβαια, καλά κάνετε και διαμαρτύρεστε". Διαμαρτυρόμουν; Απλώς, ρώτησα γιατί το κόβουν, θεωρώντας πως είχαν κι ελόγου τους ορισμένο μερίδιο ευθύνης, παρότι απλοί δημοτικοί υπάλληλοι, που εκτελούσαν εντολές και ίσως να έτρεμε το χέρι τους, καθώς πριόνιζε το γεμάτο χυμούς ξύλινο λαιμό της σημύδας μου - γιατί και οι δήμιοι από κάποιον παίρνουν διαταγές, δεν παύουν, όμως, να είναι δήμιοι. Αν σκόπευα να διαμαρτυρηθώ, φοβάμαι ότι θα έβρισκα άλλον τρόπο. Οι πρόγονοί μου χρησιμοποιούσαν βραστό λάδι για να απωθήσουν τους Αγαρηνούς κουρσάρους, όταν πατούσαν το πόδι τους στο νησί.

Στο βάθος του κενού, που άφησε ο κατά παραγγελία θάνατος, αντικρίζω ολόγυμνο από εκείνο το πρωινό τον Παρθενώνα και κάπως παρηγοριέμαι. Αλλά, μου λείπει πάντα το δέντρο. Δεν μπορώ να δεχτώ πως κόπηκε από το ανθρώπινο χέρι, που κάποτε το φύτεψε. Θαρρώ, μάλιστα, πως η ψυχή του στοίχειωσε μέσα μου, πως, όπου να 'ναι, θ' αρχίσω κι εγώ ν' αναδεύω τα χέρια μου σαν τα ολοζώντανα κλαδιά του, για να αισθανθώ ανάμεσα στα δάχτυλά μου το πέρασμα του μπάτη, που έκανε τους μίσχους των φύλλων του να τρεμουλιάζουν. Βλέπετε, καμιά σχέση δεν είχε το δικό μου δέντρο με το άψυχο, αξιοκατάκριτο, μεταλλικό κατασκεύασμα του Αβραμόπουλου στο χριστουγεννιάτικο Σύνταγμα ούτε με τις δεκάδες γλάστρες του στους κεντρικούς αθηναϊκούς δρόμους, που ξεράθηκαν πριν ανθίσουν.

Κυριακή ΧΕΡΟΥΒΕΙΜ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ