Παρασκευή 19 Δεκέμβρη 1997
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 32
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Η λάμψη μέσ' στα μάτια τους

Και ξαφνικά, έτσι αθέλητα, βγήκε ένα δάκρυ και κύλησε στο μάγουλο.Δεν ήταν ο καπνός στο κλειστό στάδιο που πείραξε τα μάτια μου, δεν ήταν καν κάποιο προσωπικό πρόβλημα απ' αυτά που βαραίνουν τον ουρανό του μικρόκοσμού μας, τους τοίχους της φυλακής που χτίσαμε για να ζούμε τις μικρές μας προσωπικές ιστορίες.

Ηταν κάτι πολύ πιο μεγάλο πολύ πιο ανθρώπινο. Ηταν που πέρασαν από μπροστά μου ογδόντα χρόνια γεμάτα χαρά και πόνο, γέλιο και δάκρυ, ογδόντα χρόνια γεμάτα αγώνα και ελπίδα. Κι όλα αυτά τα χρόνια, κλεισμένα σε τρία μόνο γράμματα. Κάπα - Κάπα - Εψιλον.

Ηταν η αίσθηση του πόνου της μάνας πάνω απ' το νεκρό κορμί του γιου, η θλίψη για το χαμό του μονάκριβου αδελφού.

Ηταν η σκέψη της εικόνας του φεγγαριού, να φωτίζει το σκοτεινό κελί και κει, στη γωνιά, πάνω στο φθαρμένο πανωφόρι, να κείται κουλουριασμένο το παλικάρι, κρατώντας σφιχτά στη χούφτα του, στο μέρος της καρδιάς, το γράμμα της αγαπημένης, πληρώνοντας μακριά της το τίμημα του ονείρου του για έναν καλύτερο κόσμο.

Ηταν πάλι η σκληράδα της πέτρας στη Μακρόνησο, που 'γινε μαξιλάρι για χιλιάδες, το δέντρο στον Αϊ - Στράτη και στην Ικαριά, που στη σκιά του ξαποστάσανε, δακρύσανε και ορκιστήκανε στην παντοτινή νίκη, οι αγωνιστές του δίκιου.

Ηταν η παπαρούνα στο συρματόπλεγμα, κόκκινη σαν το αίμα, που 'κλεινε μέσα της όλη την ομορφιά του κόσμου ετούτου, μα πιότερο αυτού που θα 'ρθει.Ηταν μετά η προσφυγιά, ο διωγμός στα ξένα κι η νοσταλγία των αετόμορφων βουνών της Ρούμελης, της αφρισμένης θάλασσας του Αιγαίου, του ήλιου της πατρίδας που κόλλησε στη λάσπη. Το σκαμμένο πρόσωπο του πατέρα, τα σβησμένα απ' τις κακουχίες μάτια της μάνας, τα ακριβά χέρια της καλής.

Ηταν οι θύμησες οι ηρωικές, ο Αρης, οι αντάρτες, ζωσμένοι τα φισεκλίκια τους, τα δασιά τους γένια, το αγέρωχό τους βλέμμα κι αυτή η αναπόφευκτη σύγκρισή τους με τους Τιτάνες της μυθολογίας.

Ηταν κι αυτά τα γελαστά μάτια, τα πάντοτε γελαστά, και το κόκκινο γαρούφαλο στα χέρια του, που ευώδιαζε την ελπίδα. Το χαμόγελό του, που δεν έφυγε ποτέ απ' τα χείλη του, ακόμα κι όταν άκουγε το θάνατο, με βήματα βαριά, να πλησιάζει.

Μα πιο πολύ ήταν αυτή η λάμψη μέσ' στα μάτια τους, όλων εκείνων που μαζεύτηκαν την Κυριακή στο Στάδιο για να θυμηθούν.

Χιλιάδες άνθρωποι εκεί μέσα κι αναρίθμητοι έξω, σ' όλον τον κόσμο, με μια μοναδική λάμψη μέσ' στα μάτια τους και στην ψυχή τους.

Αλλοι με έντονα χαραγμένα στο πρόσωπό τους τα σημάδια του καιρού κι άλλοι με τη δροσιά της νιότης στα χείλια τους, όλοι τους όμως αγέραστοι, πάντα νέοι. Πώς τάχα να γεράσει το μυαλό κι η ψυχή σαν ποτιστούν με τις ιδέες του μέλλοντος;

Κι αυτή η λάμψη μέσ' στα μάτια τους, η λάμψη η άσβεστη, η εκτυφλωτική, που φέγγει αδιάλειπτα, ογδόντα χρόνια τώρα, να στέλνει μήνυμα υπόσχεσης κι ελπίδας.

Ελπίδας πως οι καλύτερές μας μέρες είναι αυτές που δε ζήσαμε ακόμη και πως το μέλλον που θα 'ρθει θα 'ναι φωτεινό κι υπόσχεσης ότι όλοι αυτοί, όλοι εμείς, θα προσπαθήσουμε, θα δώσουμε τα πάντα για να γίνει ετούτ' η γη, όχι κόκκινη από θάνατο αλλά κόκκινη από ζωή. Απ' τη νέα ζωή.

Τα ογδόντα χρόνια ήταν η αρχή. Εχουμε να κάνουμε ακόμα πολλά. Αυτά τα τρία γράμματα έχουμε χρέος να τα φτάσουμε στον προορισμό τους, χρέος σ' αυτούς που φύγανε μα περισσότερο σ' αυτούς που θα 'ρθουν.

Χρόνια μας πολλά σύντροφοι.

Μιχάλης ΧΑΡΟΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ