Σάββατο 16 Δεκέμβρη 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 28
ΤΗΛΕ ...ΠΑΘΗ
ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
Ο ποιητής της εργατιάς

«Στη ζήση αυτή που τη μισούμε/ στη γης αυτή που μας μισεί/, κι όσο να πιούμε δε σε σβούμε/ πόντε, πικρέ και πόνε αψύ/ που μας κρατάς και σε κρατούμε» (Κώστας Βάρναλης, «Το πέρασμά σου»)

Στις 16/12/1974, έφευγε απ' τη ζωή, σε ηλικία ενενήντα χρόνων, ο ποιητής της εργατιάς Κώστας Βάρναλης. Ο ποιητής που μπόλιασε τη σκέψη και τη γραφή του με τα επαναστατικά ιδεώδη του Μαρξισμού και των σοσιαλιστικών ιδεών και τα 'βαλε με την αστική τάξη. Εγραψε για τους καημούς και τα βάσανα των απλών ανθρώπων απ' τη βαρβαρότητα του εκμεταλλευτικού συστήματος. Ο θρυλικός «Μπαρμπα-Κώστας» απ' τα πρώτα του νεανικά ποιήματα στο «Νουμά», υπήρξε ανατρεπτικός, ο άνθρωπος «όλο φως», ο κοφτερός. Στα έργα του καταγράφεται η λαϊκή - ιδεολογική του συνέπεια. Ο σπουδαίος διανοούμενος δηλώνει κομμουνιστής. Γι' αυτό διώχτηκε απ' την αστική τάξη σ' όλη τη ζωή του. Ο ποιητής με «Το φως που καίει», βυθίστηκε στις αιμάσσουσες πληγές της κοινωνίας. Πήρε κοφτερό μαχαίρι και με τα διαλεκτικά του σύμβολα θα καταγράψει ένα ανυπέρβλητο ποιητικό διδαχτικό έργο. Το φως του επαναστατεί κατά της αδικίας, διεκδικεί το παρόν και σχεδιάζει ένα πανανθρώπινο μέλλον. Είναι η αποτελεσματική του άποψη ο κάθε άνθρωπος όπου υπάρχει αέρας να λέει τον άνθρωπο αδελφό...

Από τον πρόλογο του έργου «Το φως που καίει» (1922)

«Να σ' αγναντέβω, θάλασσα, να μη χορταίνω,/ απ' το βουνό ψηλά/ στρωτήν και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω/ απ' τα μαλάματά σου τα πολλά./

Νά ναι χινοπωριάτικον απομεσήμερ', όντας/ μετ' άξαφνη νεροποντή/χυμάει μες απ' τα σύννεφα θαμπωτικά γελώντας/ ήλιος χωρίς μαντύ./

Να ταξιδέβουν στον αγέρα τα νησάκια, οι κάβοι,/ τ' ακρόγιαλα σα μεταξένιοι αχνοί/ και με τους γλάρους συνοδιά κάποτ' ένα καράβι/ ν' ανοίγουν να το παίρνουν οι ουρανοί./

Ξανανιωμένα απ' το λουτρό να ροβολάνε κάτου/την κόκκινη πλαγιά χορεφτικά/ τα πέφκα, τα χρυσόπεφκα, κι ανθός του μαλαμάτου/ να στάζουν τα μαλλιά τους τα μυριστικά/

κι αντάμα τους να σέρνουνε στο φωτεινό χορό τους/ ως μέσα στο νερό/ τα ερημικά χιονόσπιτα - κι αφτά μες τ' όνειρό τους/ να τραγουδάνε, αξύπνητα καιρό./

Ετσι να στέκω, θάλασσα, παντοτινέ έρωτά μου,/ με μάτια να σε χαίρομαι θολά/ και νά ναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά μου/ πίσω κι αλάργα βάσανα πολλά./

Ως να με πάρεις κάποτε, μαργιόλα συ,/ στους κόρφους σου αψηλά τους ανθισμένους/ και να με πας πολύ μακριά απ' τη μάβρη τούτη Κόλαση,/ μακριά πολύ κι από τους μάβρους κολασμένους...»

Ο ποιητής της Ρωμιοσύνης, Γιάννης Ρίτσος, έγραφε το 1956, με αφορμή τα 50 χρόνια παρουσίας του Βάρναλη στα Ελληνικά Γράμματα: «Ποιητή, σ' είδα, πάντα στο πλευρό του λαού μας με σκέψη και με πράξη. Ο Λόγος σου σπαθί, νυστέρι και φωτιά που φωτάει και φως που καίει. Σ' είδαμε πάντα με την παλάμη σου ανοιχτή, δίπλα στ' αυτί, για να αφουγκράζεσαι πίσω απ' τα τείχη τη στρογγυλή βουή, του ιστορικού, αναπότρεπτου ήλιου. Αυτόν τον ήλιο, μας έδειξες!» (1956). Ο ποιητής, που τιμήθηκε το 1959 με το βραβείο Λένιν, υπήρξε «ο οδηγητής» της εργατιάς: «Δεν είμ' εγώ σπορά της τύχης/ ο πλαστουργός της νιάς ζωής./ Εγώ 'μαι τέκνο της Ανάγκης/ και ώριμο τέκνο της Οργής».


Πανιαγιώτης ΚΑΡΑΒΑΣΙΛΗΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ