Πάνω από 50 ευρώ το μήνα πληρώνει το 30% του επίσημα χαρακτηρισμένου «φτωχού πληθυσμού»!
Σε δαπάνες υγείας - δημόσιας και ιδιωτικής - πηγαίνει ένα πολύ σημαντικό και συνεχώς διογκούμενο κομμάτι από τα εισοδήματα των λαϊκών τάξεων της χώρας. Αυτό προκύπτει ακόμα και από τα επίσημα στοιχεία της έρευνας οικογενειακών προϋπολογισμών της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, όπως τα επεξεργάστηκε και για δικούς της λόγους παρουσίασε η Γιούρομπανκ. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, το 2005 - σε μέσους όρους - οι δαπάνες υγείας φτάνουν στο 7,15% της συνολικής δαπάνης των νοικοκυριών, έναντι ποσοστού 6,82% στο έτος 1999. Αν στο ποσοστό αυτό προσθέσουμε το ποσοστό δαπάνης που ξοδεύουν - πάντα σε μέσους όρους - τα νοικοκυριά και για τη δήθεν δωρεάν εκπαίδευση (φτάνει στο 2,86%), αθροιστικά για τα δυο αυτά κοινωνικά αγαθά (Υγεία - Παιδεία) δαπανάται τουλάχιστον το 10% του εισοδήματος. Είναι ευνόητο ότι οι αριθμοί που αφορούν τους μέσους όρους υπολείπονται σημαντικά των δαπανών που αναγκάζονται να κάνουν στην πραγματικότητα οι οικογένειες με ηλικιωμένους και αρρώστους ή οικογένειες που σπουδάζουν παιδιά.
Από τη μελέτη της Γιούρομπανκ προκύπτουν και τα παρακάτω:
Η έλλειψη κρατικής μέριμνας αξιοποιείται στο έπακρο και από τους μεγαλοεπιχειρηματίες του κλάδου της Υγείας. Η μελέτη της Γιούρομπανκ επικαλείται πανελλαδική έρευνα του Εργαστηρίου Οργάνωσης και Αξιολόγησης των Υπηρεσιών Υγείας του Πανεπιστημίου της Αθήνας, σύμφωνα με την οποία η παραοικονομία στο χώρο της υγείας φτάνει στο αστρονομικό ύψος του 1,73 δισ. ευρώ και από αυτά το 11% αφορά στο γνωστό «φακελάκι» και το 89% σε υποτιμολογημένες πληρωμές ή και χωρίς απόδειξη. Πανθομολογούμενες και κοινές φαίνονται να είναι οι «αδυναμίες του συστήματος δημόσιας υγείας», καθώς σύμφωνα με στατιστική έρευνα οι 7 στους 10 (ποσοστό 70%) απαντούν καταφατικά.