Η προσωπικότητά του διαμορφώνεται στο περιβάλλον ενός εξημμένου εθνικισμού, την επαύριο των απελευθερωτικών αγώνων της Κρήτης και των αγώνων του 1912-13, όπου συμμετέχει ως εθελοντής, καθώς και του πυρετικού μεγαλοϊδεατισμού του Δραγούμη, στον οποίο έβρισκε την ιδανική εκδοχή των διδαγμάτων του κοινού τους δασκάλου, του Φρειδερίκου Νίτσε. Κάτοχος μιας παιδείας πολυδιάστατης (ευρωπαϊκής, ασιατικής, αφρικανικής), τροφοδοτημένης από πολλές πηγές, του προσφέρει ένα υλικό που συχνά δεν μπορεί να κρύψει την ανομοιογένειά του και στα έργα του θα περισσεύει. Από την άλλη πλευρά, διαμορφώνει τις ιδεολογικές του μετατοπίσεις: από την κατάφαση στην άρνηση, από τον πόθο μιας ζωικής πληρότητας στη βουδιστική ασκητική, από τον Λένιν στους θεωρητικούς της ενόρασης (Μπερκσόν) και τους προφήτες του τέλους του πολιτισμού (Σπένγκλερ), από την αισιοδοξία της επανάστασης στον ηρωικό πεσιμισμό του Νίτσε και το βιταλισμό του Ουίλιαμς Τζέιμς.
Αποτελεί, ωστόσο, πεποίθηση, από τις πιο σταθερές μέσα στο χρόνο, το επερχόμενο τέλος του αστικού πολιτισμού ως αναγκαία προϋπόθεση για να κάνει βήματα μπροστά η ανθρωπότητα. Ηδη από την εποχή της διατριβής του για τον Νίτσε (1909) έβλεπε «προμήνυμα σεισμού μέλλοντος ν' ανατρέψει την σημερινήν κοινωνίαν και Πολιτείαν, ων αι βάσεις, αποκαλυφθείσαι, κατεδείχθησαν σαθραί και αντικαταστέαι». Η πίστη του αυτή αποκτά επαναστατική βάση και παίρνει συγκεκριμένο περιεχόμενο μετά την εμπειρία του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και τη γνωριμία της νικημένης και πεινασμένης Γερμανίας με τους μεγάλους ταξικούς αγώνες του προλεταριάτου της. Η περίοδος της Γερμανίας (1922-1924) είναι καθοριστική. Το κενό των γκρεμισμένων ειδώλων του Νίτσε καλύπτει ο Μαρξ. Ο Καζαντζάκης δε μένει στην παρακμή αλλά προσδοκά τη «δημιουργία ενός νέου πολιτισμού». Ο οραματισμός του νέου ανθρώπου αποτελεί τη διαρκή αναζήτηση στην «Ασκητική» και την «Οδύσσεια», τους δύο άξονες που στηρίζουν το λογοτεχνικό και κοσμοθεωρητικό του οικοδόμημα και που συλλαμβάνονται αυτή την εποχή της Γερμανίας και των επισκέψεών του στη Σοβιετική Ενωση. Ο Καζαντζάκης διέτρεξε τη Σοβιετική Ενωση - το πρότυπο του οραματισμού του για το νέο άνθρωπο - από τα Ουράλια ως το Βλαδιβοστόκ και αφηγήθηκε τις εντυπώσεις του σε δύο τόμους, που ξεχωρίζουν στην ταξιδιωτική μας πεζογραφία.
Στην «Οδύσσεια» ο λαός (των «χερομάχων») δίνει υλικότητα στις ιδέες και του προμηθεύει πρόσωπα μιας τιτανικής ζωτικότητας:
Κι απλοχερούν τις σεβαστές κορφές του ανθρώπου να θερίσουν
Στα μακρινά νησιά και στις στεριές καπνίζουν, μάθε, γιε μου,
Τα λιπαρά παλάτια και βογκούν σφαγμένοι οι βασιλιάδες.
Ξεθράσεψε ο λαός, οι πόλεμοι μαύρισαν την καρδιά του,
Της μοίρας πια τη ζυγαριά νογώ ν' ανεβοκατεβαίνει!
Ο καζαντζακικός Οδυσσέας δεν είναι ένας νέος εθνικός ήρωας, αλλά ένας αντάρτης, ένας ντεσπεράντο, ξεριζωμένος, με στίβο αγώνα όλη τη Γη. Μετέχει σε εργατική επανάσταση στην Αίγυπτο όπου ηγείται ο επαναστάτης Νείλος (ένας αναγραμματισμός του Λένιν) και πρωταγωνιστεί η Οβριά Ράλα, μια τρυφερή μνήμη της Ρόζας Λούξεμπουργκ.
Η «Οδύσσεια» (σε 33.333 στίχους) είναι λογοτεχνία του φιλοσοφικού ερωτήματος και όχι του λογοτεχνικού ύφους. Οι ικανότητες του λογοτέχνη δεν μπόρεσαν να αποδώσουν στο έδαφος μιας εξωιστορικής σύλληψης της ζωής. Λογοτεχνική αξία έχει η πρόζα του (μυθιστορήματα, ταξιδιωτικά). Το μυθιστόρημα, που έβγαλε δυναμικά τον Καζαντζάκη στο μεγάλο διεθνές κοινό, αρχίζει να τον εκφράζει στην ωριμότητά του, στη δεκαετία του 1940 και του 1950. Το πρώτο, από τα επτά συνολικά μυθιστορήματα που έγραψε, «Ο Βίος και η πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» είναι μια κοινωνική τοιχογραφία της προαστικής Ελλάδας και το «συναξάρι» ενός ήρωα αντιπροσωπευτικού της «φυσικής» αυθεντικότητας του παραδοσιακού Ελληνα. Το υλικό στα μυθιστορήματά του το δίνουν οι εμπειρίες της σύγχρονης ιστορίας μέσα από τις οποίες ο λαός υψώνεται στο νέο τραγικό πρόσωπο, που πρωταγωνιστεί στην ιστορία, όπως τον είχαν αναδείξει οι απελευθερωτικοί και κοινωνικοί αγώνες της δεκαετίας του 1940. Μέσα από την εμπειρία του Εμφυλίου «ξαναβλέπει» την ιστορία της μεγαλοϊδεατικής εκστρατείας και της μικρασιατικής καταστροφής στο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», ενώ στις «Αδερφοφάδες» εξιστορεί τα ίδια τα γεγονότα του Εμφυλίου.