Κυριακή 29 Ιούλη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 4
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Οι Ανώνυμοι 2

Το πραγματικό της όνομα δεν το μάθαμε ποτέ. Κι αυτή δεν έδειχνε τη διάθεση να μας το αποκαλύψει. Ετσι όλοι τη φωνάζαμε Τιτίκα. Μερικοί, μάλιστα, για να την πειράξουν, προτιμούσαν τη γαλλική παραλλαγή και τη φώναζαν Κοζέτ, όπως έλεγαν τη γνωστή ηρωίδα στους «Αθλίους» του Β. Ουγκώ. Ούτε το ένα όνομα, όμως, ούτε το άλλο ήτανε αυτό που χαρακτήριζε την «Τιτίκα» της παλιάς συντροφιάς μας, αλλά το «σχήμα» της και η συμπεριφορά της. Δεν ξεπερνούσε το ένα και εξήντα, η καημένη. Το μαλλιά της πότε ήτανε μαύρα, πότε ξανθά και πότε καστανά, ανάλογα με τη φτηνή μπογιά που έβρισκε στο φαρμακείο της γειτονιάς της και τη χρησιμοποιούσε, για να κρύψει την προϊούσα λευκότητά τους. Το ίδιο και τα μάτια της. Θύμιζαν πιο πολύ τα μάτια ενός φοβισμένου περιστεριού και άλλαζαν χρώμα, ανάλογα με το φως της ημέρας. Οσο για το μακρύ πράσινο παλτό της που το έβγαζε μόνο όταν η θερμοκρασία έφτανε τους 35 βαθμούς ήτανε το σήμα κατατεθέν της. Τσαλακωμένο, γεμάτο λεκέδες και ένα μεγάλο κουμπί από ταρταρούγα ένωνε τους τεράστιους γιακάδες. Η ηλικία της πάλι ήτανε για μας το άλυτο πρόβλημα. Κανείς δεν μπορούσε να την υπολογίσει. Ο ένας έλεγε 50 και έβαζε στοίχημα γι' αυτό. Αλλος 60, άλλος 45, 54, 66 και ο καθένας έβαζε στοίχημα.

Εκείνο όμως που έκανε την αξέχαστη Τιτίκα μας να ξεχωρίζει ήτανε η συμπεριφορά της. Ο τρόπος, με τον οποίο αντιμετώπιζε τη ζωή, τα καθημερινά γεγονότα, το κρύο, τη ζέστα, τους σεισμούς, τη διακοπή του ηλεκτρικού, το νερωμένο γάλα που της πουλούσε ο γαλατάς, το χαμηλό μεροκάματο που της έδιναν, όπου κι αν έπιανε δουλιά. Και είναι αλήθεια, αυτή τη δουλιά της τη γνώριζαν όλα τα μουσεία της Ελλάδας. Γιατί η Τιτίκα ήτανε αρχαιολόγος, δεν μπόρεσε να διοριστεί πουθενά όμως, γιατί δεν της έδιναν χαρτί κοινωνικών φρονημάτων κι έτσι ήταν αναγκασμένη να τρέχει εδώ και κει για το μεροκάματο. Να γεμίζει τα κατάστιχα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, με τα καλλιγραφικά της γράμματα και ν' αφήνει την ταπεινή της ζωή να γλιστράει και να χάνεται. Να φεύγει. Ακόμα κι αυτό όμως κανείς δεν το έπαιρνε στα σοβαρά. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί πως εκείνο το απροσδιόριστο πλάσμα, με τα μάτια τα άχρωμα και το τσαλακωμένο πράσινο παλτό έπαιζε ρόλο στον κόσμο της Αριστεράς. Οτι ήτανε γραμμένη κι αυτή, όπως τόσος κόσμος στη μαύρη λίστα της αστυνομίας, ότι τη θεωρούσαν επικίνδυνη και γι' αυτό δεν της έδιναν τη δυνατότητα να διοριστεί.

Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί πως εκείνο το ανώνυμο ανθρωπάκι πίστευε στην επανάσταση και πως οραματιζόταν έναν άλλον κόσμο και πως μπορούσε να αγωνιστεί για την οικοδόμησή του. Ωσπου ήρθε η μέρα της Χούντας. 21 Απριλίου 1967. Τότε υπηρετούσαμε με την Τιτίκα στο ίδιο Μουσείο. Εγώ μόνιμος, ως Επιμελητής Αρχαιοτήτων. Εκείνη με το μεροκάματο. Εγώ στο γραφείο μου καθισμένος στο καρυδένιο έπιπλο με το γελοίο ύφος του βολεμένου. Με το τηλέφωνο δίπλα, τις βαριές κουρτίνες στα παράθυρα και ένα μάτσο τριαντάφυλλα από τον κήπο του μουσείου στο ανθοδοχείο. Εκείνη στην αποθήκη, καθισμένη στο μικρό μεταλλικό γραφείο, με το λιγοστό φως να μπαίνει από τους μακρόστενους φεγγίτες και τα καλλιγραφικά της γράμματα παρόντα. Στις 12 το μεσημέρι όρμησαν στο μουσείο δυο ξερακιανοί με λιγδιασμένους γιακάδες. Ασφάλεια είπανε και ύστερα από λίγο έφυγαν μαζί με την Τιτίκα... Μετά από τρεις μήνες μάθαμε πως πέθανε στη Μακρόνησο από πνευμονία. Και με καθυστέρηση έξι μηνών ήρθε μια κάρτα: «Είμαι καλά. Ελπίζω να τα ξαναπούμε. Τιτίκα». Δεν τα ξαναείπαμε.


Του
Γιώργου ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ