Κυριακή 9 Μάρτη 2008
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Τα γράμματα

Παπαγεωργίου Βασίλης

Μάρα και καημό το 'χε ο μπαρμπα-Σάββας που 'μεινε αγράμματος. «Τήρα γιε μ' να μάθεις πολλά γράμματα έλεγε στον εγγονό του, τον συνονόματό του, το Σάββα, ένα αγόρι ίσα με δεκαοχτώ χρόνων. Τήρα να μορφωθείς. Μη γλέπεις μένα που 'μεινα κούτσουρο. Αλλες εποχές τότες, πολλά τα βάσανα. Δίσεχτα χρόνια γιε μ' τότε, αντί για γράμματα, μαθαίναμε σκοντάμματα. Και 'μεινα στραβός άνθρωπος, αγράμματος, ξύλο απελέκητο, που λέει και ο μύθος». Δύσκολα τα χρόνια που γεννήθηκε και μεγάλωσε ο μπαρμπα-Σάββας. Που να πάνε και να μην ξανάρθουν. Πόλεμος, πείνα, κακουχίες κι άγριο κυνηγητό. Μια ζωή κυνηγημένος, μια ζωή παράνομος. Για τι άλλο; Μα για το «πιστεύω» του. Εμαθενα πιστεύει στο μεγάλο ιδανικό χωρίς να διαβάσει βιβλία. Η ίδια η ζωή τον δίδαξε. Είδε τον εργάτη να δίνει τη ζωή του, παντού, πάνου και κάτω από τη γη. Στις φάμπρικες και στις στοές των ορυχείων, να παίρνει ψίχουλα και να θησαυρίζουν οι μεγάλοι. Εζησε και ο ίδιος στο πετσί του την άγρια εκμετάλλευση, γεύτηκε τη σκληράδα του αφέντη. Και ο παθώς, μαθώς, που λέει και ο λαός.

Δε διάβασε ποτέ επαναστατικά βιβλία. Και το 'θελε πολύ. Εβλεπε τους άλλους που τα διάβαζαν και ζήλευε. Ηθελε και αυτός να μάθει από πρώτο χέρι τις σκέψεις των μεγάλων αυτών ανθρώπων, των γιγάντων, όπως τους λέγανε.

Σαν μιλούσε κανένας μορφωμένος, κρεμόταν από τα χείλη του. Σαν χέρσο χωράφι περίμενε τη βροχή των λόγων του να ποτιστεί και να καρπίσει. Ρώταγε, ρώταγε, ρώταγε. Οι μορφωμένοι ξέρανε το πάθος του για μάθηση. Του μίλαγαν, του διάβαζαν και του ξεδιάλυναν το κάθε τι.

Στην εξορία κάποτε, στον Αϊ Στράτη, στάθηκε τυχερός. Γνωρίστηκε με ένα δάσκαλο, τον Αριστομένη, καλή του ώρα. Τούτος ήταν πολύ μορφωμένος. Μίλαγε ωραία και καθαρά. Σαν σφουγγάρι ρούφαγε τα λόγια του ο μπαρμπα-Σάββας. Πόσα και πόσα δεν έμαθε κοντά του. Ακουσε για τη δικτατορία του προλεταριάτου, για την εργατική τάξη, για τους προλετάριους και τους μπουρζουάδες και άλλα πολλά, που 'ταν δύσκολα και δεν μπόρεσε να συγκρατήσει. Κινητό Πανεπιστήμιο ήταν ο δάσκαλος.

Σαν αμολήθηκαν, έχασε το δάσκαλο. Είχε όμως τώρα τον εγγονό του, καλό παιδί, που 'χε πιάσει το νόημα τούτης της ζωής. «Κάποτε θα ξημερώσουν καλύτερες μέρες για όλους μας, παππούλη, του 'λεγε και τον χάιδευε. Θα δεις, ο λαός θα νικήσει».

«Ναι, γιε μ', το ξέρω. Μόνο που εγώ, ο μαύρος, δε θα προκάμω να ιδώ τέτοια χάρη. Γέρος είμαι και ανήμπορος. Εσύ θα ζήσεις και θα ιδείς τέτοια στιγμή. Μόνο μάθε πολλά γράμματα. Τούτα ξυπνάν τον άνθρωπο κι από μούσκο τον κάνουνε σαΐνι».

Σαν έπεφτε το απόγιομα και η κάψα λιγόστευε, έβγαινε ο μπαρμπα-Σάββας στην αυλή. Επαιρνε την πάνινη πολυθρόνα του και καθόταν κάτου από τον ίσκιο της κληματαριάς. Αναβε την τσιγάρα του, ρούφαγε τον καφέ του και ρέμβαζε.

«Ωραία που 'ναι η ζωή κι ο κόσμος όμορφος για να ζει. Μα, έλα που το χαλάνε τούτοι οι φονιάδες που στήνουν πολέμους πάνου στη γη. Τους παλιοκερατάδες».

Χτες βράδυ έβλεπε σε κειό το κουτί, τηλεόραση, πως το λένε, πολέμους, πολέμους, πολέμους. Σκηνές που σήκωναν το πετσί σου. Γυναικόπαιδα να μακελεύονται σαν αρνιά της Λαμπρής. Σπίτια να γκρεμίζονται, πολιτείες να ισοπεδώνονται. Και χιλιάδες νέοι άνθρωποι με κομμένα χέρια και ποδάρια, με βγαλμένα μάτια. Το πορτόνι της αυλής άνοιξε και μπήκε ο Παντέλος. Τούτος ήταν παλιόφιλος. Πήγαινε μονόπαντα σαν βαρεμένος λαγός, σημάδι από το βλήμα που τον βρήκε στον πόλεμο.

Τράβηξε μια καρέκλα κι έκατσε.

«Τι χαμπάρια, Σάββα;».

«Δε βλέπεις, φουμέρνω. Θες καφέ Παντέλο;».

«Οχι, ήπια, μα θα φουμάρω».

Εβγαλε το τσιγαρόχαρτο και καπνό κι έστριψε μια τσιγάρα. Την άναψε και άρχισε να φουμέρνει.

«Πώς γλέπεις τα πράγματα;».

«Τι να διω; Παντού πόλεμος και σκοτωμός. Κείνοι οι διαολόσποροι οι Αμερικάνοι βάλθηκαν να μακελέψουν όλο τον κόσμο. Σφαγείο κατάντησε η γη».

«Και πού 'σαι ακόμα, πολλά θα διουν τα μάτια μας πριν τα κλείσουμε. Ακουσε και τούτο. Ο κοσμάκης ξεσηκώθηκε και θέλει Ειρήνη. Παντού βράζει το ηφαίστειο. Οι νέοι παλεύουν γιατί θέλουν να ζήσουν και όχι να πάνε σα σφαχτάρια. Αλλά και μεις οι γέροντες πρέπει να παλέψουμε για να 'χουμε καλά στερνά».

«Να παλέψουμε, Παντέλο, αλλά πώς. Τούτοι οι διάολοι, πανάθεμά τους, έχουν μπόμπες από κειές τις ατομικές, πως τις λένε. Αμα τις ρίξουνε, θα κάψουνε τη γη. Τι μπορούμε μεις τα γερόντια να κάμουμε».

«Να φωνάξουμε, να παλέψουμε. Γω έγραψα κιόλας γράμμα στη φημερίδα. Γράφω τι κακό πράγμα που 'ναι ο πόλεμος και τι καλό πράγμα που 'ναι η Ειρήνη».

Γράμμα στη φημερίδα! Να μπορούσε κι αυτός! Βλέπεις ο Παντέλος ήξερε λίγα γράμματα. Τούτος, το κούτσουρο, τι να γράψει.

«Σε δυο βδομάδες θα γένει μια μεγάλη πορεία για την Ειρήνη», είπε ο Παντέλος κι έσβησε την τσιγάρα του.

«Θα πάμε Σάββα μ', έτσι;».

«Ναι, θα πάμε», είπε συλλογισμένος ο Σάββας.

«Καλό βράδυ».

«Καλό βράδυ».

Ο Παντέλος έφυγε μονόπαντος, βήχοντας και φτύνοντας.

«Γράμμα στη φημερίδα. Και να 'ξερα λίγα γράμματα! Οχι πολλά, λίγα, έτσι να σάξω μερικές αράδες. Και μου το λέει ο Σάββας να μου μάθει λίγα. Αλλά τώρα στα γεράματα να μάθει ο γέρος γράμματα; Αν μου ξαναπεί θα δεχτώ».

Κείνη τη στιγμή μπήκε ο Σάββας με μια αγκαλιά βιβλία παραμάσχαλα, κουβαλώντας μαζί του τη ζωή. Απώθησε τα βιβλία στο τραπέζι και τον φίλησε.

«Τώρα δα ήταν δω ο Παντέλος, μόλις έφυγε. Εστειλε και γράμμα στην εφημερίδα για την Ειρήνη. Θα 'θελα να 'στελνα και εγώ. Θα μου μάθεις λίγα Σάββα;».

Ελαμψε από χαρά το πρόσωπο του νέου.

«Μετά χαράς, παππούλη. Αρχίζουμε από τώρα κιόλας».

Σε δυο βδομάδες ο μπαρμπα-Σάββας ήταν από τους πρώτους στην πορεία δίπλα στον εγγονό του. Βέβαια, για να στείλει γράμμα στην εφημερίδα δεν μπόρεσε ακόμα. Είχε γράψει όμως μονάχος του στο πλακάτ που κράταγε στα χέρια του ένα ένα τα έξι γράμματα, τα πρώτα γράμματα της ζωής του.

«ΕΙΡΗΝΗ»

Αθήνα 2-7-1983


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ