Συνεχίζοντας το αφιέρωμά μας στη δήθεν λειψυδρία και τη διαχείριση του νερού στην Ελλάδα, παρουσιάζουμε σήμερα τα αποτελέσματα κάποιων επιστημονικών μετρήσεων, τις επακόλουθες αναλύσεις και τις προβλέψεις για τις επόμενες δεκαετίες.
Οπως έχουμε υπογραμμίσει από τις πρώτες ημέρες του αφιερώματος, νερό στη χώρα υπάρχει. Αυτό που λείπει - με ευθύνη, φυσικά, των κυβερνήσεων - είναι η πολιτική ορθολογικής διαχείρισής του. Το αποτέλεσμα είναι να γίνονται μεγάλες σπατάλες, οι υδροφορείς να μην εμπλουτίζονται, ιδιώτες να υπερεκμεταλλεύονται ανεξέλεγκτα τον υπόγειο υδάτινο πλούτο και το κοινωνικό σύνολο να περιμένει, κύρια από τις βροχές, την ανανέωση του νερού στους ταμιευτήρες. Αν, όμως, οι βροχές μειωθούν;
Σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος (ΕΟΠ) και την έκθεσή του «Το περιβάλλον στην Ευρώπη: δεύτερη αξιολόγηση», η μέση ετήσια θερμοκρασία του αέρα στην Ευρώπη έχει αυξηθεί κατά 0,3 - 0,6 βαθμούς Κελσίου από το 1900. «Τα κλιματολογικά μοντέλα προβλέπουν περαιτέρω αύξηση, πάνω από τα επίπεδα του 1990, της τάξης των 2 βαθμών Κελσίου μέχρι το 2100. Προβλέπεται, επίσης, ότι η αύξηση αυτή θα είναι μεγαλύτερη στη Βόρεια Ευρώπη από ό,τι στη Νότια.
»Στις πιθανές επιπτώσεις συγκαταλέγονται η άνοδος της στάθμης της θάλασσας, οι συχνότερες και σφοδρότερες καταιγίδες, πλημμύρες και ξηρασίες, καθώς και οι μεταβολές στα έμβια όντα και την παραγωγικότητα, όσον αφορά τις τροφές».
Προσθέτει: «Από το 1980 και εξής, έχει σημειωθεί γενική μείωση στη συνολική ποσότητα αφαιρούμενων νερών σε πολλές χώρες. Παρ' όλα αυτά, η ζήτηση γύρω από τις αστικές περιοχές μπορεί ακόμα να είναι μεγαλύτερη σε σχέση με τα διαθέσιμα αποθέματα και, στο εγγύς μέλλον, ενδέχεται να παρατηρηθούν φαινόμενα λειψυδρίας. Στο μέλλον, η παροχή ύδατος μπορεί να επηρεαστεί και από τη μεταβολή του κλίματος».
Μιλώντας για τις χώρες της Νότιας Ευρώπης, σημειώνει ότι το 60% της συνολικής ποιότητας του αντλούμενου ύδατος χρησιμοποιείται για τις ανάγκες άρδευσης. Προσθέτει: «Σε ορισμένες περιοχές, η άντληση υπογείων νερών υπερβαίνει το ρυθμό εμπλουτισμού, προκαλώντας πτώση της στάθμης του υδροφόρου ορίζοντα, απώλεια υγροβιότοπων και διείσδυση θαλάσσιων νερών».
Συνεχίζει για τις αστικές περιοχές: «Η κατανάλωση νερού σε ορισμένες ευρωπαϊκές πόλεις έχει αυξηθεί. Το 60% περίπου των μεγάλων ευρωπαϊκών πόλεων υπερεκμεταλλεύεται τους υπόγειους υδάτινους πόρους. Κατ' αυτόν τον τρόπο, τα διαθέσιμα αποθέματα και η ποιότητα του νερού ενδέχεται να θέτουν ολοένα περισσότερους φραγμούς στην αστική ανάπτυξη σε χώρες όπου παρατηρούνται φαινόμενα λειψυδρίας και ιδίως στη Νότια Ευρώπη».