Αποσπάσματα από την εισήγηση
«Είναι ανάγκη να αφομοιωθεί η πείρα που αποκτήσαμε από την απεργία στις 17 Δεκέμβρη και τη διαφορά που κάνουμε», επισήμανε. «Να συνεχιστεί η ουσιαστική συζήτηση στους χώρους δουλειάς, στα σωματεία, να πάρουμε τη γνώμη όσων πήραν μέρος στη μάχη, μαζί μας, με κόσμο που ψηφίζει άλλες δυνάμεις». «Βασικό κριτήριο για μας είναι οι σύγχρονες και πραγματικές ανάγκες της εργατικής τάξης και ότι μπορούν να ικανοποιηθούν. Η εργατική τάξη πρέπει να ανεβάσει τις απαιτήσεις της και να απορρίψει τα επιδόματα αλληλεγγύης και τις παροχές που διαιωνίζουν τη φτώχεια. Να βοηθήσουμε να δυναμώσει στις γραμμές της τάξης μας ότι η κατάκτηση των αναγκών μας χρειάζεται σύγκρουση και ρήξη με τις πολυεθνικές, ρήξη με τον κυβερνητικό και εργοδοτικό συνδικαλισμό», σημειώθηκε.
Η εργατική τάξη έχει μπροστά της μια «συνδυασμένη ομοβροντία αντιλαϊκών μέτρων σε όλους τους τομείς που αφορούν την εργατική λαϊκή οικογένεια σε συνδυασμό με μια προπαγάνδα πρωτόγνωρης έκτασης και έντασης ώστε να εξασφαλίσουν αν όχι τη στήριξη τουλάχιστον την ανοχή της εργατικής τάξης. Η απεργία στις 17 Δεκέμβρη, το σύνολο της δράσης μας, ο αμείλικτος πόλεμος σε βάρος μας δείχνουν ότι τους δυσκολεύουμε ότι δεν είναι και δεν ήταν ποτέ ανίκητοι», υπογραμμίστηκε.
Την ίδια στιγμή, «από τις τελευταίες εξελίξεις επανέρχονται και επαναβεβαιώνονται βασικά συμπεράσματα που έχουμε συζητήσει με αφορμή την οικονομική κρίση. Το πιο βασικό είναι ότι δεν υπάρχει φιλολαϊκή έξοδος από την κρίση και ότι αυτή αποκάλυψε όσο ποτέ άλλοτε τα όρια του καπιταλισμού». Γι' αυτό και «η ένταση της δράσης του κινήματός μας, των ταξικών Συνδικάτων της εργατικής τάξης για την αντιμετώπιση των συνεπειών της καπιταλιστικής κρίσης και συνολικά των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων (π.χ. στο εισόδημα, τις απολύσεις, την καταστολή κλπ.) όχι μόνο δεν πρέπει να "κρύβει", απεναντίας είναι ανάγκη να "φωτίζει" την αναγκαιότητα, τη ρεαλιστικότητα, τη δυνατότητα και την ωφέλεια για την εργατική τάξη του άλλου δρόμου ανάπτυξης.
Η συζήτηση μέσα στα Συνδικάτα από τα "πάνω" έως τα "κάτω" για το ποια αναπτυξιακή πρόταση μπορεί να δώσει λύση στα ζωτικά προβλήματα της εργατικής τάξης, να αξιοποιήσει δυνατότητες για ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών πρέπει να γενικευτεί, να γίνει το "κύριο" στοιχείο της δράσης των Συνδικάτων. Να γίνει το ζητούμενο και η επιδίωξη για την ανάπτυξη και το συντονισμό δράσης σε κλαδικό, τοπικό αλλά και εθνικό επίπεδο των Σωματείων, των Συντονιστικών, των Επιτροπών Αγώνα».
Αναφερόμενος στο «ζήτημα της ενίσχυσης του ΠΑΜΕ και της αλλαγής του συσχετισμού» το στέλεχος του ΠΑΜΕ επισήμανε ότι αυτό συνδέεται με:
«Οι αλλαγές και οι συνέπειες που έφεραν οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις και ειδικά στις εργασιακές σχέσεις προκάλεσαν νέες δυσκολίες στο συνδικαλιστικό κίνημα και τους αγώνες της εργατικής τάξης, όξυναν ακόμα περισσότερο την αναντιστοιχία της δομής του συνδικαλιστικού κινήματος σε σχέση με τη νέα παραγωγική βάση που αναπτύσσεται», τόνισε το στέλεχος του ΠΑΜΕ. «Το ΠΑΜΕ πρέπει να αντιστοιχηθεί σε αυτές τις εξελίξεις. Η οργάνωση της πάλης ιδιαίτερα σε συνθήκες όξυνσης της επίθεσης στη ζωή της εργατικής τάξης απαιτεί μεγαλύτερη ευθύνη, ικανότητα και φροντίδα. Να ανέβει η πολιτικο-ιδεολογική παρέμβαση. Ιδιαίτερα εκεί που οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ είναι μειοψηφία, να αντιμετωπίζουμε τα εμπόδια που βάζει ο κυβερνητικός και εργοδοτικός συνδικαλισμός, διάφορα επιχειρήματα κλπ. Το κύριο ζήτημα την περίοδο αυτή είναι να βρισκόμαστε μπροστά στην οργάνωση της πάλης, βασικά στους χώρους εργασίας. Να μην υποβαθμίζουμε κανένα πρόβλημα. Να μην αφήνουμε έδαφος κενό για να το καλύπτουν οι άλλες δυνάμεις. Να υπάρχει πλήρης ετοιμότητα, γιατί υπάρχει πιθανότητα λόγω της απότομης όξυνσης των προβλημάτων, να ξεσπάνε κινητοποιήσεις. Τα όποια προβλήματα πρέπει να γίνονται υπόθεση όλου του κλάδου, ευρύτερα όλων των εργαζομένων».
Σ' αυτή την κατεύθυνση το επόμενο διάστημα ειδικό βάρος αποκτά:
Επίσης, το ΠΑΜΕ θα προετοιμάσει εκδήλωση μπροστά στη συμπλήρωση 100 χρόνια από την καθιέρωση της 8ης Μάρτη ως Μέρας πάλης για τα δικαιώματα των γυναικών.