Κυριακή 26 Νοέμβρη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 12
ΠΡΟΣΥΝΕΔΡΙΑΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ
Η κοινωνική πολιτική στα πλαίσια της ΕΕ

1. Κάθε πολιτική θέση, ντιρεκτίβα ή ενέργεια που αναπτύσσεται από την ΕΕ και υλοποιείται σε συμφωνία με την ελληνική κυβέρνηση, πρέπει να αποτελεί ζήτημα αντιπαράθεσης, τόσο σε επίπεδο θεωρίας όσο και της καθημερινής μας πάλης, καθώς συνδέεται άμεσα με τον τύπο της καπιταλιστικής ανάπτυξης που προωθείται και αποκαλύπτει το βαθύτερο ταξικό χαρακτήρα της λεγόμενης ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ενα τέτοιο ζήτημα αποτελεί το περιεχόμενο της εφαρμοζόμενης «κοινωνικής πολιτικής». Βέβαια η «κοινωνική πολιτική», όπως και άλλα ζητήματα, εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πεδίο συζήτησης, π.χ. για το ρόλο του σύγχρονου αστικού κράτους, τη σχέση κεντρικού - τοπικού, την περιφερειακή ανάπτυξη, το ευρωπαϊκό κοινωνικό δίκαιο, την υπερίσχυση της «ευρωπαϊκής» έναντι της εθνικής ταυτότητας, τη διαμόρφωση «δημοκρατικών» πολιτικών συστημάτων και θεσμών, το χαρακτήρα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ειδικότερα των μειονοτήτων κτλ. Δεν μπορείς όμως να διαπραγματευτείς π.χ. το ρόλο του σύγχρονου αστικού κράτους, αγνοώντας το μ-λ, που θεωρεί το κράτος ως την κυρίαρχη μορφή πολιτικής οργάνωσης της αστικής τάξης και να μην έρθεις έτσι αναγκαστικά σε σύγκρουση με τις αστικές θεωρίες για τη μετεξέλιξη του ταξικού του χαρακτήρα στη «μετα-εθνική παγκόσμια τάξη». Δεν πρέπει να αγνοήσουμε, επίσης, ότι σε πολιτικό επίπεδο είναι εμφανής η μετατόπιση της σοσιαλδημοκρατίας σε θέσεις και πρακτικές του νεοφιλελευθερισμού - καμιά παρέμβαση στην αγορά εργασίας, διαπραγμάτευση σε ατομικό και επιχειρησιακό επίπεδο, κοινωνικές υπηρεσίες ως καταναλωτικά εμπορεύματα, αντιδραστικά νομοθετικά πλαίσια και μηχανισμοί για να προλάβουν τυχόν «παρεκκλίσεις» (Συνθήκη ΣΕΝΓΚΕΝ, Ευρωπαϊκός Στρατός). Κάθε όμως επιμέρους πολιτική δράση στα πλαίσια της ΕΕ προσδιορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τις γενικότερες εξελίξεις στο εσωτερικό της κοινότητας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εξαρτάται αποκλειστικά από αυτές. Είναι δηλαδή μια πιο ανεξάρτητη διαδικασία π.χ. από το χαρακτήρα που θα πάρουν οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις σχετικά με το μέλλον και το χαρακτήρα της πολιτικής ενοποίησης (σύγκρουση Γαλλίας - Γερμανίας). Κι αυτό διότι είναι ειλημμένη απόφαση από την πλευρά του κεφαλαίου να προχωρήσει το «ευρωπαϊκό κράτος» με αυτή ή την άλλη μορφή, που για την Ελλάδα πρακτικά σημαίνει να γίνουν μια σειρά δομικές θεσμικές αναδιαρθρώσεις (διοικητική αναδιάρθρωση, περιφερειακή ανάπτυξη, εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, υγεία, Εθνικό Κτηματολόγιο), με σκοπό τη διαμόρφωση ενός «ενιαίου κοινωνικού χώρου», και την «κοινωνική διάσταση της ενιαίας αγοράς». Οι σκοποί αυτοί άλλωστε είναι ιστορικά θεμελιωμένοι από την εποχή του Ντυρκάιμ (θεωρία της «κοινωνικής συνοχής»), ως βασική προϋπόθεση για τη διασφάλιση ενός ελάχιστου επιπέδου κοινωνικής συναίνεσης.

2. Η «κοινωνική πολιτική» στην ΕΕ αγκαλιάζει όλους τους τομείς δράσης του κεφαλαίου (παιδεία, υγεία, κοινωνική ασφάλιση, ΤΑ κτλ.) στρέφεται δε, με υποκριτικό ενδιαφέρον, στις λεγόμενες ευπαθείς κοινωνικές ομάδες (άνεργοι και ειδικά οι μακροχρόνιοι, γυναίκες, πολιτιστικές και οικονομικές μειονότητες, ΑΜΕΑ, πάσχοντες από ανίατες ασθένειες, αποφυλακισμένοι κτλ.). Η υποκρισία έγκειται στο γεγονός ότι «αναγνωρίζεται» μόνο σε αυτές τις κοινωνικές ομάδες ότι έχουν ιδιαίτερα προβλήματα, λες και είναι ζήτημα αναγνώρισης, αποκρύπτοντας το γεγονός ότι σήμερα ο καπιταλισμός έχει ανάγκη, αλλά και τη δυνατότητα άντλησης υπεραξίας (εφαρμογές των νέων τεχνολογιών) και από τα μέχρι τώρα «αποκλεισμένα κοινωνικά στρώματα». Ενώ για τα άλλα τμήματα των εργαζομένων διαπιστώνεται από τη μεριά του κεφαλαίου ότι το πρόβλημα π.χ. της ανεργίας, δεν είναι το ίδιο το σύστημα παραγωγής και οι καπιταλιστικές σχέσεις, αλλά διαρθρωτικό (αναντιστοιχία στην αγορά εργασίας των απαιτούμενων ειδικοτήτων και των προσφερόμενων προσόντων). Αρα λοιπόν το ζήτημα για το κεφάλαιο είναι να αναπτυχθούν για τις κοινωνικά αποκλεισμένες ομάδες «δίκτυα προστασίας», με σκοπό την κοινωνική ένταξη, μόνο που αυτά τα στηρίζουν είτε στη φιλανθρωπία και τον εθελοντισμό είτε στα ψίχουλα των αποκαλούμενων «προγραμμάτων κοινωνικής και επαγγελματικής επανένταξης». Για τους υπόλοιπους εργαζόμενους είναι η Διά Βίου Εκπαίδευση σε καθεστώς εργασιακής ανασφάλειας, η αυτασφάλιση, η πληρωμή των κοινωνικών υπηρεσιών και παροχών στη βάση της ανταποδοτικότητας κτλ.

3. Στα πλαίσια αυτά αναπτύσσονται και εξειδικεύονται μια σειρά νέοι θεσμοί, πολιτικές και προγράμματα που μας υποχρεώνουν να μελετήσουμε με μεγαλύτερη προσοχή τις αλλαγές στο εσωτερικό της ΕΕ, καθώς είναι εμφανές ότι το καπιταλιστικό ευρωπαϊκό οικοδόμημα για να μπορέσει να αντιπαρατεθεί με αξιώσεις σε ΗΠΑ - Ιαπωνία, πρέπει να «ομογενοποιήσει» περισσότερο τον εσωτερικό του χώρο, όχι τόσο στο επίπεδο της κεντρικής εξουσίας, αν και σε αυτό επιχειρούνται παρεμβάσεις (σύνθεση και αρμοδιότητες των κοινοτικών οργάνων και επιτροπών, αρχή της «ειδικής πλειοψηφίας», «ισχυρές γλώσσες»), αλλά και σε ειδικές εφαρμοσμένες πολιτικές π.χ. εναρμόνιση των νομοθετικών και κανονικών διατάξεων των κρατών - μελών με βάση τα άρθρα 126-127 Συνθ. Μάαστριχτ, «αρχή της επικουρικότητας».

Στο εκπαιδευτικό σύστημα, για παράδειγμα, παρατηρείται ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία της εκπαίδευσης στη χώρα μας, μια μακρόπνοη στοίχιση με το παραγωγικό μοντέλο που επιβάλλεται (χώρα υπηρεσιών, διαμετακομιστικό κέντρο) με σκοπό: α) Να γεφυρώσει την απόσταση μεταξύ των οικονομικών και των κοινωνικών πολιτικών, καθώς δεν επιτυγχάνεται σε ικανοποιητικό βαθμό η ελεύθερη μετακίνηση εργατικής δύναμης από χώρα σε χώρα (περίπου 3% όταν στα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα ξεπερνά το 30%), σε αντίθεση με την ελευθερία κίνησης των κεφαλαίου, των υπηρεσιών και των εμπορευμάτων. Για το κεφάλαιο τα προβλήματα της γλώσσας, των πολιτισμικών διαφορών, της αναγνώρισης και της ισοτιμίας των τίτλων σπουδών στέκονται ανυπέρβλητα. Στην κατεύθυνση αυτή παρατηρούμε ότι π.χ. στο χώρο της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης «τρέχουν» δεκάδες προγράμματα (ανοιχτά αναλυτικά προγράμματα, εισαγωγή ξένης γλώσσας, ολοήμερο σχολείο, πολλαπλά βιβλία, νέες μέθοδοι διδασκαλίας, διαπολιτισμική εκπαίδευση, ειδική αγωγή, επιμόρφωση - εξομοίωση δασκάλων) εγκλωβίζοντας τους εκπαιδευτικούς και τους γονείς σε δράσεις διαχείρισης και συνυπευθυνότητας. β) Το εκπαιδευτικό σύστημα να συνδεθεί ακόμη πιο βαθιά με την ποιότητα της «εκπαιδευμένης εργασίας», ως αναγκαίος όρος αναπαραγωγής και μεγιστοποίησης του μονοπωλιακού υπερκέρδους, σε συνθήκες διευρυμένης εφαρμογής των νέων τεχνολογιών και ανταγωνισμού. Κατ' αυτό τον τρόπο πρέπει η εκπαίδευση ως θεσμός να νομιμοποιήσει την ταξική ανισότητα και την κατανομή της «σύγχρονης» οργάνωσης εργασίας, σε αυτούς που κατέχουν υψηλό επίπεδο τεχνικών και γενικών γνώσεων (από τους μεταπτυχιακούς κύκλους σπουδών), σε αυτούς που θα κατέχουν ένα ορισμένο επίπεδο εξειδικευμένων γνώσεων σε σχέση με ένα ορισμένο τμήμα της παραγωγής (ΤΕΕ - ΤΕΙ) και στους υποεκπαιδευμένους, τα πιο τραγικά θύματα της σχολικής διαρροής και της κοινωνικής ανισότητας. γ) Την αποκέντρωση σημαντικών αρμοδιοτήτων στους ΟΤΑ, που μετατρέπονται έτσι στο «μακρύ χέρι» του αστικού κράτους, στο όνομα της λεγόμενης αποκέντρωσης εξουσιών που να ευνοεί τους όρους αναπαραγωγής του κεφαλαίου σε τοπικό επίπεδο. Το πρόβλημα που ανακύπτει δεν είναι μόνο ζήτημα χρηματοδότησης για τη λειτουργία των σχολείων, των παιδικών σταθμών και των κέντρων ψυχικής υγιεινής, ούτε σχετίζεται κύρια με την κατασπατάληση των διαθέσιμων πόρων από τα αρπακτικά των λεγόμενων ευρωπαϊκών προγραμμάτων. Πρόκειται περισσότερο για την ίδια την ποιότητα των προγραμμάτων και της άμεσης σύνδεσής τους με το καπιταλιστικό αναπτυξιακό μοντέλο που προωθείται, όπως των αναλυτικών προγραμμάτων ανοιχτού τύπου που επιδιώκουν να είναι προσαρμοσμένα στην εξυπηρέτηση των τοπικών συμφερόντων δράσης του κεφαλαίου, τις υπερεξουσίες του περιφερειάρχη στη δομή, οργάνωση και λειτουργία των σχολείων, τις νομαρχιακές επετηρίδες διορισμού κτλ.

4. Στα παραπάνω πλαίσια έχει νομίζω μεγάλη σημασία να αναπτύξουμε ως Κόμμα και Αριστερά μια σειρά πρωτοβουλίες και πολιτικές δράσεις που να εκφράζουν τις πραγματικές λαϊκές ανάγκες, και που σε αυτή τη φάση που βρισκόμαστε, αντικειμενικά, δεν πρέπει να υποτιμά το δημοκρατικό - λαϊκό έλεγχο στη διοίκηση και λειτουργία των θεσμών, την επεξεργασία προοδευτικού πολιτικού σχεδίου περιφερειακής ανάπτυξης στη βάση των πραγματικών αναπτυξιακών δυνατοτήτων, τη δημιουργία επιμέρους συμμαχιών με ζωντανές, λαϊκές δυνάμεις, την απαίτηση για μια πραγματική λαϊκή κοινωνική πολιτική. Το λαϊκό κίνημα δεν πρέπει να αφήσει τα τρισ. του Γ` ΚΠΣ στην ανεξέλεγκτη δράση των αετονύχηδων και της παραοικονομίας, γιατί είναι λεφτά του ελληνικού λαού και πρέπει να διεκδικηθούν για να πάνε για την ικανοποίηση των δικών του αναγκών. Πόσο μάλλον που ΠΑΣΟΚ - ΝΔ μετατρέπονται ολοένα και περισσότερο σε «κόμματα - καρτέλ» (πλήρη εξάρτηση από ΜΜΕ και κράτος) και πάνω στον ιδρώτα του ελληνικού λαού «τσιμεντάρουν» το δικομματισμό, αναζητώντας ταυτόχρονα νέα ερείσματα στην κεντροαριστερά από τη μια, το μεσαίο χώρο, την ακροδεξιά και την ελληνορθοδοξία από την άλλη.

ΘΩΜΑΣ ΚΑΣΣΕΛΟΥΡΗΣ

ΚΟΒ Παιδείας Περιστερίου


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ