Associated Press |
Η θεωρία της «νέας οικονομίας» υποστήριζε ότι οι κλάδοι των υπολογιστών και του Ιντερνετ έχουν τόσο ενισχύσει τις προοπτικές για υψηλότερους μισθούς και κέρδη, ώστε ο κόσμος μπορεί να δαπανά αφειδώς. Οι πρώτοι, εννοείται, που το έπραξαν ήταν οι Αμερικανοί, αφού ήταν τα «πειραματόζωα» της «υπερδύναμης». Και καταχρεώθηκαν... Τώρα οι αναλυτές ανησυχούν ότι οι απώλειες στη Γουόλ Στριτ και κυρίως η κατακρήμνιση του δείκτη της τεχνολογίας NASDAQ, θα έχει ως συνέπεια να μειωθούν οι επενδύσεις και οι καταναλωτικές δαπάνες, δηλαδή ο κίνδυνος είναι να πληγούν οι δύο παράγοντες που έδωσαν τον τόνο στην έκρηξη της αμερικανικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια.
Τώρα, οι Αμερικανοί πολίτες αρχίζουν να περνούν από τη φάση του «ονείρου» στη φάση του «εφιάλτη». Τα στοιχεία που δίνουν μία ολοκληρωτική εικόνα της πορείας της οικονομίας, είναι άκρως αποκαλυπτικά και αρκούντως φρικιαστικά, αν και ακόμη οι οικονομολόγοι αν και το σιγοψιθυρίζουν δεν τολμούν να τον εκστομίσουν: «Εισήλθαμε σε μία περίοδο ύφεσης». Την ίδια στιγμή, ο δείκτης της εμπιστοσύνης του καταναλωτικού κοινού, μειώθηκε περίπου 14 μονάδες για τον πρώτο μήνα του 2001, φτάνοντας τις 114,4 μονάδες και σημειώνοντας το χαμηλότερο ρεκόρ από την εποχή της ύφεσης, στα πρώτα έτη της δεκαετίας του '90. Και η εμπιστοσύνη του καταναλωτικού κοινού είναι σχεδόν... τα πάντα. Αν οι μετοχές που κατρακυλούν, τα υψηλά χρέη και οι φόβοι για την αγορά εργασίας αναστατώσουν τους καταναλωτές, τα αποτελέσματα μπορεί να είναι καταστροφικά. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα μείωσε κατά μισή μονάδα, την περασμένη εβδομάδα, τα επιτόκια προκειμένου να ανακόψει αυτή την τραγική πορεία. Το Κογκρέσο πιθανώς να ψηφίσει τις φορολογικές περικοπές του Τζορτζ Ουόκερ Μπους. Αλλά πόσο μπορούν αυτές οι κινήσεις να βοηθήσουν, πριν τη μεγάλη και ολέθρια πρόσκρουση με το έδαφος;
Associated Press |
Ο λόγος είναι απλός: Αυτού του είδους η ανάπτυξη που επιτεύχτηκε, που δεν προσομοιάζει μέχρι στιγμής με καμία ανάλογη του παρελθόντος, είχε ως κινητήρια δύναμη τον τεχνολογικό τομέα, δηλαδή την ανάπτυξη της βιομηχανίας παραγωγής λογισμικού, ημιαγωγών, τηλεπικοινωνιών και του Διαδικτύου. Είναι οι τομείς, που οι οικονομολόγοι τολυς έχουν ονομάσει «αυξανόμενων μακροπρόθεσμων ανταποδοτικών κερδών» βιομηχανίες. Αυτό σε απλά ελληνικά, σημαίνει ότι είχαν πολύ μεγάλο αρχικό κόστος: προγραμματισμός, στησίματα ιστοσελίδων, υποδομή. Αλλά από τη στιγμή που η αρχική επένδυση έχει ολοκληρωθεί, το κόστος παροχής υπηρεσιών προς τον καταναλωτή είναι από μικρό έως μηδαμινό. Τέτοιου είδους εταιρίες λειτουργούν άψογα και έχουν εξαιρετικά ανταποδοτικά οφέλη, με τον όρο ότι η οικονομία βρίσκεται σε συνεχή ανάπτυξη. Αντίθετα, όταν η οικονομία βρίσκεται σε πτώση κατά την κυκλική του πορεία, οι επιχειρήσεις του είδους, πλήττονται από ένα δυσανάλογο «διπλό» μεικτό κόστος και ελλιπείς ανταποδόσεις, γεγονός που τις κάνεις εξαιρετικά επιρρεπείς από ό,τι η «παραδοσιακή βιομηχανία» σε χρηματιστηριακή κατρακύλα, πτώση κερδών που οδηγεί με γεωμετρική πρόοδο, για λόγους επιβίωσης, σε μείωση του απασχολούμενου ειδικευμένου προσωπικού άρα και πτώση της ποιότητας και της ποσότητας των υπηρεσιών της, δηλαδή τις οδηγεί σε συρρίκνωση.
Αυτή η διάσταση είναι και η πιο επικίνδυνη, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι και το 1929, με το μεγάλο κραχ, η κερδοσκοπία είχε αλλάξει αντικείμενο, αφού είχε προσανατολιστεί στον τζόγο επί των νέων επιχειρήσεων που κατασκεύαζαν τα νέα επιτεύγματα: αυτοκίνητα, ραδιόφωνα, ηλεκτρικές συσκευές και αεροναυτική. Εως το 1932, η πλειοψηφία αυτών των επιχειρήσεων είχαν χάσει περίπου το 90% της αξίας, που είχαν το 1929. Κάτι ανάλογο είχε συμβεί και κατά την περίοδο του «νίφτι-φίφτι», δηλαδή τη μεγάλη κρίση του '73-'74.
Βέβαια, μπροστά σε αυτή την προοπτική, οι πολιτικοί και οικονομολόγοι αναφωνούν, ότι οι υφέσεις και οι κρίσεις βρίσκονται σε απόλυτη συνάφεια με τους κύκλους της οικονομίας και επιπροσθέτως, «ηθικώς μας κάνουν καλό, αφού μπορεί να γιατρέψουν την παρανοϊκή υπεραφθονία και την αλαζονεία».
Εκτός αν δεν έχεις να χάσεις πια τίποτα άλλο εκτός από την ίδια σου τη ζωή, που ισχύει για πολύ μεγάλο τμήμα των Αμερικανών που ποτέ δεν μπόρεσαν να επωφεληθούν από τα οφέλη της περασμένης δεκαετίας και πια έχουν περιθωριοποιηθεί.