Τρίτη 20 Φλεβάρη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 40
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
Οι λεηλατημένοι

Πλησιάζει τα εξήντα και πολλές φορές που κάθεται και γυρίζει τις σελίδες της ζωής του ένα κύμα οργής τον κυριεύει και μονολογεί με αγανάκτηση: «Κλεμμένα χρόνια από τους άρπαγες που με κυβέρνησαν και με κυβερνούν, κουρσεμένα χρόνια απ' τα μικράτα μου ως σήμερα. Κι ακόμη δε χόρτασαν οι ληστές και συνεχίζουν τις επιδρομές τους...».

Οι πρώτες εικόνες που θυμάται από τη ζωή του είναι από την ηλικία των τεσσάρων χρόνων, εκεί στο ορεινό χωριό της Πελοποννήσου, όπου γεννήθηκε. Μαύρο ψωμί και πλιγούρι ήταν το συνηθισμένο φαγητό του και κάτι αποφόρια της ΟΥΝΡΑ τα ρούχα του. Ξυλοτσόκαρα φορούσε στα πόδια του ως τα έξι και παπούτσια έβαλε για πρώτη φορά, όταν ήρθε η στιγμή να πάει στο σχολείο. Η αδενοπάθεια και η αδυναμία τον συνόδευαν μέχρι τα δεκάξι του, οπότε τελείωσε με χίλιες δυο στερήσεις, τέσσερις τάξεις του Γυμνασίου και πήρε την απόφαση να μεταναστεύσει στην Αθήνα για καλύτερη τύχη. Ηρθε, λοιπόν, εδώ και άρχισε ο μεγάλος αγώνας: Βοηθός στα γιαπιά το πρωί και το βράδυ μαθητής του νυχτερινού. Μόλις 50 δραχμές το μεροκάματο. Και στο συνοικιακό μαγειρείο να ζητούν δέκα φράγκα για ένα πιάτο φαΐ, η κυρα - Νίτσα η σπιτονοικοκυρά του να ζητάει τέσσερα κατοστάρικα το μήνα για την άθλια καμαρούλα εκεί στο Μεταξουργείο και επιπλέον να θέλεις λεφτά για την εγγραφή στο νυχτερινό και για ν' αγοράσεις τα βιβλία.

Σκληρή και μίζερη η ζωή του, ξεπουλημένη η νιότη του και μοναδική χαρά του κάποια κυριακάτικα απογεύματα που συναντούσε στην Ομόνοια δυο, τρεις συγχωριανούς του και ν' αλλάξει μερικές κουβέντες μαζί τους. Καμιά φορά άνοιγε συζήτηση εκεί και με άλλους άγνωστους συνομήλικούς του. Ηταν νέοι από τη Θεσσαλία, την Ηπειρο, τα νησιά. Είχαν έρθει κι αυτοί στην πρωτεύουσα για να καζαντίσουν και είχαν γίνει εύκολα θύματα του συστήματος που ενθάρρυνε εκείνη την εποχή την αστυφιλία. Την ενθάρρυνε για να βρεθούν φτηνά εργατικά χέρια και να οικοδομηθεί έτσι ο πλούτος και η ισχύς των ολίγων...

Κάποιοι από αυτούς τους νέους είχαν όνειρα μικρά ή μεγάλα όταν ήρθαν στην πρωτεύουσα, αλλά τίποτε δεν πέτυχαν, όσο κι αν πάλεψαν. Οπως δεν πέτυχε τίποτε ουσιαστικό κι αυτός. Διότι μπορεί τελικά να ξέφυγε από το εξοντωτικό μεροκάματο στις οικοδομές, αλλά υπαλληλάκος σε μια ιδιωτική εταιρία έγινε και τίποτε άλλο.

Σκληρή ήταν η εποχή που γεννήθηκε σκληρά και τα χρόνια που ακολούθησαν και τα κατάλαβε καλά στο πετσί του. Οπως τα κατάλαβε και ολόκληρη η γενιά του. Αυτή η γενιά που μεγάλωσε στη μεταπολεμική κοινωνία της Ελλάδας, με λίγο ψωμί και πολλές ελπίδες. Με ελπίδες, όμως, που δεν ευοδώθηκαν πάλι, γιατί το σύστημα αλλάζοντας συνεχώς μορφές σαν το μυθικό Πρωτέα - χούντα, μεταπολίτευση - φενάκη, «Αλλαγή» - κοροϊδία κλπ., κατόρθωνε να κλέβει τα πάντα από το λαό και να διατηρείται ακατάλυτο. Λεηλατημένα τα παιδικά, τα εφηβικά και τα μετέπειτα χρόνια του και η «λάμια» που τον κυνηγούσε σε όλη του τη ζωή δε λέει να χορτάσει. Προσπαθεί να του ρουφήξει και τα στερνά του χρόνια, με περικοπές στις συντάξεις, με κατάλυση της δημόσιας περίθαλψης και άλλες «εκσυγχρονιστικές» πανουργίες.

Κι αφού ξεμπερδέψει εντελώς μ' αυτόν το σύστημα - θηρίο είναι έτοιμο να επιτεθεί στη νέα γενιά, για να την προσφέρει βορά κι αυτή στα συμφέροντα των ολίγων.

Ως πότε όμως θα συνεχιστεί αυτή η λεηλασία της ζωής των φτωχών κι ως πότε θα συνεχιστούν οι εκατόμβες των γενεών στους αφέντες; Ας κινηθεί επιτέλους ο λαός σύσσωμος και μαχητικός, για να λήξει όσο το δυνατόν πιο σύντομα αυτό το άγος και να επέλθει η κάθαρση.


Τάσος ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ